subscribe to RSS

Woland

Ο χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης

0 comments
Ο χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης

Το κεφάλαιο ως χρήµα και το χρήµα ως κεφάλαιο, ιστορία και φετιχισµός

 

Tο κεφάλαιο µε τη µορφή του χρήµατος συνδέεται µε τη µορφή της κεφαλαιακής σχέσης Χ-Ε-Χ΄, πρόκειται για το λεγόµενο χρηµατικό κεφάλαιο. Το Χ αυτής της σχέσης λειτουργεί ως χρήµα το οποίο µπαίνει στη διαδικασία παραγωγής και µετατρέπεται σε κεφάλαιο. Το χρήµα λειτουργεί απευθείας ως κεφάλαιο µέσω της µορφής Χ-Χ΄. Με την ιδιότητά του να λειτουργεί ως κεφάλαιο, το χρήµα γίνεται ένα sui generis εµπόρευµα, και µέσω αυτής της µετατροπής του σε εµπόρευµα, το χρήµα ως κεφάλαιο αποτελεί τη µετατροπή του ίδιου του κεφαλαίου, ως κεφαλαίου, σε εµπόρευµα. Αυτές οι δύο µορφές (Χ-Ε-Χ΄ και Χ-Χ΄) αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους µορφοποίησης των εννοιών κεφάλαιο και χρήµα. Έχει σηµασία να εστιάσουµε στο ότι σε αυτές τις µορφές το χρήµα δεν λειτουργεί απλά σαν χρήµα –αν και εµφανίζεται να λειτουργεί απλά έτσι– αφού θέτει σε ενέργεια τη διαδικασία παραγωγής και πραγµατοποιεί την υπεραξία, στην πρώτη περίπτωση το γεγονός αυτό εµφανίζεται άµεσα, ενώ στη δεύτερη δεν εµφανίζεται άµεσα.

Το κρίσιµο στοιχείο εδώ είναι να έχουµε πάντα στο µυαλό µας ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση που µορφοποιεί συνολικά την κοινωνία. Η έννοια µε την οποία ο Μαρξ συµπύκνωσε αυτή τη µορφοποιητική λειτουργία της εκµετάλλευσης είναι ο ΚΤΠ. Η έννοια του τρόπου παραγωγής και ειδικότερα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) δεν αποτελεί την έννοια ενός εµπειρικά δεδοµένου καπιταλισµού (π.χ. του καπιταλισµού της Αγγλίας του 1867) αλλά η θεωρητική της λειτουργία είναι να εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά της συγκεκριµένης (καπιταλιστικής) ταξικής εκµετάλλευσης, τον πυρήνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εκµετάλλευσης, ο οποίος διαφοροποιεί το συγκεκριµένο «τρόπο» εκµετάλλευσης από οποιονδήποτε άλλο. Ο ΚΤΠ δεν αναφέρεται µόνο στο επίπεδο της εκµετάλλευσης. Αναφέρεται και στον τρόπο µε τον οποίο µετασχηµατίζεται η υπεραξία σε πρόσθετο κεφάλαιο, δηλαδή έµµεσα αναφέρεται σε όλα τα επίπεδα της καπιταλιστικής κοινωνίας, σε όλες τις σχέσεις και τους ρόλους που απορρέουν από αυτές, ώστε να αναπαράγεται η καπιταλιστική κοινωνία.

Ο ΚΤΠ, όµως, ως έννοια, έχει το δικό του πεδίο όρασης· αναφέρεται στον πυρήνα της διαδικασίας µορφοποίησης της κοινωνίας, στην κυρίαρχη όψη της: στη διευρυµένη αναπαραγωγή των δύο απαραίτητων όρων για την αναπαραγωγή του συνόλου της κοινωνίας, του κεφαλαίου και της εργασίας. Κάθε καπιταλιστικός κοινωνικός σχηµατισµός όµως έχει και µια ιστορία. Ο ταξικός συσχετισµός των δυνάµεων, και γενικότερα οι κοινωνικοί ρόλοι που τον στηρίζουν και στηρίζονται σε αυτόν, υφίστανται σωρεία µετασχηµατισµών και µεταβολών, που όλες τους αποκρυσταλλώνονται σε µετασχηµατισµούς των µορφών µέσα από τις οποίες υλοποιείται η κυριαρχία του ΚΤΠ. Πρόκειται για µετασχηµατισµούς των ιστορικών όρων εµφάνισης των σχέσεων. Χωρίς την ανάλυση αυτών ακριβώς των ιστορικών αποτελεσµάτων και της δυναµικής της ταξικής πάλης, η οποιαδήποτε µελέτη της δοµής ενός τρόπου παραγωγής, είναι ελλειπής και, σε τελική ανάλυση, µεθοδολογικά λανθασµένη.

Η γενική αυτή ανάλυση εφαρµόζεται στο συγκεκριµένο θέµα που µας αφορά εδώ. Ονοµάζουµε τον σύγχρονο καπιταλισµό χρηµατοπιστωτικό γιατί ενώ η χρηµατοπιστωτική σφαίρα είναι «αναγκαία» για τη λειτουργία κάθε καπιταλισµού, άρα εντάσσεται στην έννοια του ΚΤΠ, στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο καπιταλισµό, έχει ποιοτικά διαφοροποιηµένο ρόλο συγκριτικά µε αυτόν που είχε στην περίοδο πριν την ανάδυσή του, π.χ. τη δεκαετία του 1950. Στην περίοδο του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού η µορφή Χ-Χ΄ παίζει πλέον ειδικό και πρωτεύοντα ρόλο στη µορφοποίηση της κοινωνίας από τη σχέση της εκµετάλλευσης. Όταν λέµε λοιπόν ότι το κεφάλαιο γίνεται εµπόρευµα εννοούµε ότι η κοινωνική σχέση κεφάλαιο γίνεται εµπόρευµα (sui generis) και λόγω του ρόλου αυτής της µορφής το µέλλον της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αυτό που γίνεται εµπόρευµα.

Στο τοκοφόρο κεφάλαιο (Χ-Χ΄) φαίνεται η επιστροφή του σαν κεφάλαιο να εξαρτάται από την απλή συµφωνία ανάµεσα σε δανειστή και δανειζόµενο.1 Ο Μαρξ αποκαλεί τη µορφή Χ-Χ΄ «παράλογη», «φετιχιστική», «εξωτερική». Ο Μαρξ εδώ, όπως και στην ανάλυση του φετιχισµού του εµπορεύµατος, δεν εννοεί ότι η µορφή Χ-Χ΄ είναι «ψευδής». Δεν εννοεί ότι η µορφή αυτή αποτελεί µόνο µία µορφή που δεν έχει νόηµα ως µορφή, αλλά η «αλήθειά» της «κρύβεται» στην αναπτυγµένη έκφραση της Χ-[Χ-Ε-Χ΄]-Χ΄. Και εδώ, όπως σε όλες τις εκφάνσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, ο φετιχισµός αντιστοιχεί σε µία αναγκαία, κοινωνικά έγκυρη οργάνωση της καθηµερινής λειτουργίας του κατόχου του κεφαλαίου αλλά και όλων των υπόλοιπων δρώντων παραγόντων που εµπλέκονται στην καθηµερινή αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όταν ο Μαρξ λέει «εξωτερική» µορφή δεν παραπέµπει σε µία επιφάνεια που πίσω της κρύβεται η ουσιαστική πραγµατικότητα αλλά σε µία οργάνωση του «εσωτερικού» έτσι ώστε το Χ-Χ΄ να αποτελεί όχι µόνο αποτέλεσµα της λειτουργίας και συγχρόνως «εµπράγµατη» µορφή του σκοπού της διαδικασίας Χ-Ε-Χ΄ αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί όρο για την οµαλή λειτουργία του Χ-Ε-Χ΄.

 

 

Παρέκβαση σχετικά µε τη µέθοδο του Μαρξ

 

Η µέθοδος του Μαρξ δεν είναι αυτοανάπτυξη λογικών κατηγοριών. Η ανάπτυξη της έννοιας του χρήµατος από την αρχή του πρώτου τόµου έως το σηµείο που εµφανίζεται το χρήµα ως κεφάλαιο στον τρίτο τόµο (στο κεφάλαιο για το τοκοφόρο κεφάλαιο και στη συνέχεια) αποτελεί µία από τις κινήσεις που ως σύνολο συνθέτουν την εννοιολογική ανάπτυξη της ολότητας του ΚΤΠ. Η ανάπτυξη όλων των κατηγοριών γίνεται µε τη µέθοδο της διαλεκτικής, αλλά όχι στο κενό. Η ανάπτυξη γίνεται δεδοµένης της ύπαρξης και της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εµβαπτίζεται ως ανάπτυξη µέσα σε αυτήν την ιστορία. Η ιστορία (κυρίως ως ταξική πάλη) αποτελεί για τον Μαρξ απαραίτητο στοιχείο συγκρότησης του εννοιολογικού του συστήµατος συνολικά, δεν είναι απλώς ένα στοιχείο «χρήσιµο» ή «διευκρινιστικό». Δεν αποδεικνύει ο Μαρξ αυτά που λέει µε «εµπειρικά παραδείγµατα». Αντίθετα δοµεί τις έννοιές του στη βάση της ύπαρξης του εξωτερικού από το εννοιολογικό του σύστηµα «πραγµατικού», δηλαδή δεδοµένης της ανεξάρτητης από την οργανωµένη σκέψη ύπαρξης της πρώτης, θολής αναπαράστασης του χαοτικού συγκεκριµένου. Μόνο µέσα από τον συνεχή αναστοχασµό αυτής της ανεξάρτητης ύπαρξης του χαοτικού συγκεκριµένου και µέσα από την εύρεση και παρουσίαση της ειδικής αλληλεπίδρασής της µε κάθε έννοια που κατασκευάζεται, και µε κάθε µετάβαση από µια «απλή» έννοια σε µια «πιο πλούσια» έννοια, µόνο µε αυτή τη διπλή κίνηση αναπτύσσεται το οικοδόµηµα του πλούσιου συγκεκριµένου, δηλαδή το οικοδόµηµα της οργανωµένης σκέψης. Η ιστορική πρακτική είναι το στοιχείο που «εµπλουτίζει» την έννοια. Αυτός ο εµπλουτισµός γίνεται µε την τοποθέτηση της έννοιας στο ιστορικό της πλαίσιο, δηλαδή, µε την εµβάπτισή της στην ολότητα των σχέσεων που έχουν παραχθεί ιστορικά. Οι συνθήκες, η ιστορική πρακτική, είναι που καθιστούν αναγκαία τη µετάβαση στην πιο «πλούσια» έννοια και δείχνουν την κατεύθυνση αυτής της µετάβασης. Μόνο έτσι το χάος της πρώτης πρόσληψης και η πραγµατικά «ακατάστατη» εµφάνιση της πραγµατικότητας µπορεί να «τακτοποιηθεί» ως εννοιολογικό σύστηµα. Σύµφωνα µε αυτή την ανάγνωση της µέθοδου του Μαρξ, µόνο όταν (εκκινώντας από το χρήµα) φτάνουµε στo χρηµατοπιστωτικό σύστηµα (µία από τις κινήσεις της εννοιολογικής ανάπτυξης της ολότητας του ΚΤΠ) εµφανίζεται ρητά η ολοκληρωµένη µορφή (της έννοιας) του χρήµατος ως κεφάλαιο, Χ-Χ΄ όπου ήδη το Χ = Χ-Ε-Χ΄. Το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα υπάρχει ήδη όταν γράφει ο Μαρξ. Με τον ειδικό τρόπο που αναπτύσσει ο Μαρξ τις αρχικές «απλές» έννοιές του όταν ξεκινάει από την ανταλλαγή, αφήνει ανοικτή την ανάγκη της ύπαρξης των πιο «πλούσιων» εννοιών. Πρόκειται για µία κίνηση από τη µία έννοια στην άλλη που αναπτύσσει επαρκώς τις αρχικές έννοιες στη µετέπειτα πιο πλούσια µορφή τους. Το χρήµα, όταν ο Μαρξ έχει φτάσει στο «κατασκευαστικό» σηµείο που του επιτρέπει να µιλήσει για το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και λειτουργεί αλλά και εµφανίζεται να λειτουργεί πλέον ως κεφάλαιο. Εµφανίζεται δηλαδή σύµφωνα µε την έννοια του κεφαλαίου ως αυτοαξιοποιούµενη αξία. Αξίζει να παρατηρήσουµε ότι ο Μαρξ εµφανίζει για πρώτη φορά το χρήµα ως κεφάλαιο ήδη στο τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου τόµου του Κεφαλαίου αλλά τότε «διακόπτει» την εξέλιξη της έννοιας γιατί πολύ απλά, στο σηµείο που βρίσκεται η κατασκευή του, δεν µπορεί να τη συνεχίσει. Για να µπορέσει να προχωρήσει την ανάλυσή του για το χρήµα πρέπει πρώτα να αφήσει τη φασαριόζικη και «φασµατική» σφαίρα της κυκλοφορίας και να µπει µαζί µε τον εργάτη (που τον σέρνει ο κεφαλαιοκράτης από πίσω του) στη σφαίρα της παραγωγής (όπου εξαφανίζεται µαζί µε τον Μπένθαµ η ισότητα και η ελευθερία). Επανέρχεται λοιπόν στο χρήµα στον τρίτο τόµο µόνο όταν έχει εξηγήσει α) µέσω της έννοιας της υπεραξίας ότι η ανταλλαγή δεν είναι παρά ο τρόπος ύπαρξης της εκµετάλλευσης στην καπιταλιστική κοινωνία, β) ότι η κεφαλαιακή σχέση µπορεί να αναπαράγεται διευρυνόµενη ακόµη και αν υπάρχουν µόνο δύο «καθαρές» τάξεις καπιταλιστών και εργαζόµενων, και γ) ότι ο τρόπος ύπαρξης της αξίας είναι το κέρδος και ότι το κεφάλαιο εµφανίζεται στην κυκλοφορία µε τη µορφή του χρήµατος (χρηµατικό κεφάλαιο).2 Μόνο τότε εµφανίζεται η ανεπτυγµένη µορφή του χρήµατος ως κεφάλαιο, το τοκοφόρο κεφάλαιο, η µορφή Χ-Χ΄.

 

 

Η σχέση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος µε την παραγωγή
(δηλαδή την εκµετάλλευση)

 

Με την εµφάνιση του τοκοφόρου κεφαλαίου το χρήµα εµφανίζεται όχι µόνο να λειτουργεί ως κεφάλαιο, δηλαδή να προκαταβάλλεται ως χρηµατικό κεφάλαιο για να εκκινήσει η διαδικασία παραγωγής, αλλά να εκχωρείται σε κάποιον ως κεφάλαιο. Ο Μαρξ προειδοποιεί ότι ναι µεν «σαν κεφάλαιο υπάρχει το κεφάλαιο στην πραγµατική κίνηση, όχι στο προτσές της κυκλοφορίας αλλά µόνο στο προτσές της παραγωγής, στο προτσές εκµετάλλευσης της εργασιακής δύναµης» αλλά «το ζήτηµα έχει όµως διαφορετικά µε το τοκοφόρο κεφάλαιο και ακριβώς αυτή η διαφορά αποτελεί τον ειδικό του χαρακτήρα». Η διαφορά είναι ότι «ο κάτοχος του χρήµατος που θέλει το χρήµα του σαν τοκοφόρο κεφάλαιο, το εκχωρεί σε έναν τρίτο, το ρίχνει στην κυκλοφορία το κάνει εµπόρευµα σαν κεφάλαιο».3 Η αξία χρήσης αυτού του εµπορεύµατος είναι η παραγωγή κέρδους. Η παραχώρηση, δηλαδή ο δανεισµός του χρήµατος για ένα ορισµένο χρονικό διάστηµα και η επανείσπραξη του ίδιου χρήµατος µε τόκο (υπεραξία), είναι η µορφή της κίνησης του τοκοφόρου κεφαλαίου.4 Το τοκοφόρο κεφάλαιο είναι ο τρόπος µε τον οποίο το χρήµα συµπεριλαµβάνει ως χρήµα τη µορφή του κεφαλαίου και εποµένως ο τρόπος µε τον οποίο το χρήµα δεν είναι µόνο µορφή εµφάνισης της αξίας και γενικό ισοδύναµο αλλά συγχρόνως είναι αυτοαξιοποιούµενο µέγεθος.

Οι µορφές της κυκλοφορίας, Ε-Χ-Ε, Χ-Ε-Χ΄, Χ-Χ΄, και τα συστατικά δοµικά στοιχεία Χ-Ε και Ε-Χ, αποτελούν το κέλυφος µέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο ΚΤΠ. Με την ιστορική ανάπτυξή του αλλάζουν κάποιες σηµαντικές ιδιότητες αυτών των µορφών. Αυτό δεν συµβαίνει γιατί αλλάζουν µορφικά οι µορφές κυκλοφορίας αλλά επειδή αλλάζουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές λειτουργούν. Η µορφή του τοκοφόρου κεφαλαίου διαφέρει από την τοκογλυφία επειδή αλλάζουν «οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες λειτουργεί, εποµένως και η [ολοκληρωτικά αλλαγµένη] µορφή του δανειζόµενου που αντικρίζει τον δανειστή του χρήµατος. Ακόµα και στην περίπτωση που ένας χωρίς περιουσία άνθρωπος παίρνει πίστωση σαν βιοµήχανος ή σαν έµπορος, αυτό γίνεται γιατί του εµπιστεύονται ότι µε το χρήµα που του δάνεισαν θα δράσει σαν κεφαλαιοκράτης, θα ιδιοποιηθεί απλήρωτη δουλειά. Του δίνουν πίστωση, γιατί τον θεωρούν δυνητικό κεφαλαιοκράτη».5 Με την ανάπτυξη του ΚΤΠ αυτές οι µορφές της κυκλοφορίας του χρήµατος και του εµπορεύµατος ενσωµατώνονται ως απλές φάσεις της διαδικασίας παραγωγής και αναπαραγωγής του.

Οι αναλύσεις στις οποίες το τοκοφόρο κεφάλαιο εµφανίζεται ως «τοκογλυφία» βασίζονται στην ιδέα ότι η δηµιουργία υπεραξίας απαιτεί µόνο τη σχέση των κατόχων των «υλικών» µέσων παραγωγής µε τους εργαζόµενους, και όχι το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, δηλαδή η ανάπτυξη του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος παρουσιάζεται ως εξωτερική της ιστορικής πορείας της εκµετάλλευσης, ή ακόµη χειρότερα αξιολογείται ως το «απόλυτο κακό». Όπως έχουµε εξηγήσει και αλλού,6 αυτές οι αναλύσεις έχουν τελικά ως στόχο την υπεράσπιση ενός «υγιούς παραγωγικού καπιταλισµού» (στον οποίο συµπεριλαµβάνεται και το αντίστοιχο «συνειδητοποιηµένο» εργατικό κίνηµα). Ο «καπιταλιστής του χρήµατος», στην ανάλυση αυτή, εξοβελίζεται από την εκµεταλλευτική σχέση, τοποθετείται στο περιθώριο της καπιταλιστικής κοινωνίας και παρουσιάζεται ως «παράσιτο». Η κίνηση του κεφαλαίου γενικά να επιστρέφει στην αφετηρία του ως υπεραξία αποδίδεται µόνο στο τοκοφόρο κεφάλαιο, µε σκοπό να στιγµατιστεί «ηθικά», όπως έγινε για παράδειγµα από τον Προυντόν.7 Από τα προηγούµενα όµως νοµίζουµε ότι γίνεται κατανοητό πως ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η δυνατότητα δηµιουργίας υπεραξίας ενυπάρχει ήδη στο χρήµα το οποίο εκχωρείται ως κεφάλαιο (δηλαδή ενυπάρχει στην κοινωνική πραγµατικότητα που έχει παραχθεί ιστορικά και επιτρέπει την ύπαρξη του τοκοφόρου κεφαλαίου Χ-Χ΄).

Η πλήρης ανάπτυξη της µορφής του τοκοφόρου κεφαλαίου γίνεται στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα στο σύνολό του. «Το πιστωτικό σύστηµα δεν εκχωρεί απλώς κάποια ήδη υπάρχουσα (ανήκουσα στις τράπεζες ή στους καταθέτες τους) ποσότητα χαρτονοµίσµατος (ή χρυσού = “εµπορεύµατος”), αλλά δηµιουργεί επιπλέον πιστωτικό χρήµα (καθώς το πιστωτικό χρήµα δηµιουργείται τη στιγµή ακριβώς της σύναψης του δανείου, π.χ. µέσω υπηρεσιών υπερανάληψης, χωρίς να αντλείται από κάποιο θησαυροφυλάκιο), δηλαδή διευρύνει, ανάλογα µε τη συγκυρία (την αναµενόµενη κερδοφορία κλπ.) τα όρια της διαδικασίας Χ–Ε (=Mπ+Εδ) [Π–Ε΄]–Χ΄ του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου. Μέσω της διαδικασίας αυτής θα καρπωθεί τόκους, που θα του επιτρέψουν να διευρύνει περαιτέρω, σε πολλαπλάσιο βαθµό εφόσον η συγκυρία το απαιτεί, τα δάνεια και τις χορηγήσεις του. Με τον τρόπο αυτό δηµιουργεί τις προϋποθέσεις παραγωγής κέρδους, στην έκταση που το επιτρέπει η εκάστοτε συγκυρία. Έτσι “ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου πετυχαίνεται και πραγµατοποιείται πέρα για πέρα µόνο µε την πλήρη ανάπτυξη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήµατος” (Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 758)».8

 

 

«Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…»

 

Αυτή η ανάλυση γίνεται στην προσπάθεια να σκεφτούµε οργανωµένα το ερώτηµα (που µας τέθηκε στη συνέντευξη που δηµοσιεύεται σε αυτό το τεύχος9): «µπορεί σήµερα να προκύψει ένας αυτοδιαχειριζόµενος καπιταλισµός»; Η καπιταλιστική κοινωνία εµπεριέχει τρεις βασικούς µορφικούς καθορισµούς, την επιχείρηση, την αγορά και το κράτος. Το ερώτηµα αυτό θέτει το ζήτηµα αν µπορεί να προκύψει ένας καπιταλισµός στον οποίο η µορφή επιχείρηση να διευθύνεται από τους ίδιους τους εργαζόµενους της.10 Μπορεί να υπάρξει ένας καπιταλισµός στον οποίο οι εργαζόµενοι να είναι ταυτόχρονα και εργαζόµενοι και καπιταλιστές, οι οποίοι ως καπιταλιστές πρέπει να βρουν πρόσβαση σε δανειζόµενο τοκοφόρο κεφάλαιο για να µπορούν να αναπαράγουν το δικό τους κεφάλαιο;

Σύµφωνα µε τον Μαρξ η µορφή συνεταιριστική επιχείρηση εξακολουθεί φυσικά να είναι καπιταλιστική µορφή καθώς «µέσα στα πλαίσια [των συνεταιριστικών εργοστασίων] όµως έχει αρθεί η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας αν και στην αρχή µόνο στη µορφή γιατί οι εργάτες σαν συνεταιρισµός είναι οι ίδιοι ο κεφαλαιοκράτης του εαυτού τους […]». Ο Μαρξ θεωρεί τη γενίκευση της µετατροπής του κεφαλαίου σε τοκοφόρο κεφάλαιο, και τη σύνθλιψη της προσωποποίησης του κεφαλαίου στο βιοµήχανο κεφαλαιοκράτη ουτοπική: «Αν ένα υπέρµετρα µεγάλο µέρος των κεφαλαιοκρατών µετέτρεπαν το κεφάλαιό τους σε χρηµατικό κεφάλαιο η συνέπεια θα ήταν µια τεράστια υποτίµηση του χρηµατικού κεφαλαίου και µια τεράστια πτώση του επιτοκίου. Πολλοί θα οδηγούνταν αµέσως στην κατάσταση να µην µπορούν να ζουν από τους τόκους τους, δηλαδή θα εξαναγκάζονταν να µετατρέψουν τους εαυτούς τους σε βιοµήχανους κεφαλαιοκράτες».11 Βλέπουµε όµως ήδη στις διατυπώσεις του Μαρξ τις εσωτερικές αντιφάσεις της σκέψης του. Αφού «η αντίθεση ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει αρθεί στην αυτοδιαχειριζόµενη επιχείρηση», η µορφή αυτή της επιχείρησης αναπόφευκτα εµφανίζεται ως ένα θετικό µεταβατικό στάδιο της εξέλιξης προς την κατάργηση του καπιταλισµού. Λέει ο Μαρξ: «Τις µετοχικές επιχειρήσεις όπως και τα εργοστάσια συνεταιρισµών πρέπει να τα βλέπουµε ως µεταβατικές µορφές από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στο συνεταιριστικό τρόπο µόνο που στις πρώτες η αντίθεση έχει αρθεί αρνητικά και στα δεύτερα θετικά».12 «Δεν θα µπορούσε να αναπτυχθεί το εργοστάσιο συνεταιρισµού […] χωρις το πιστωτικό σύστηµα […] καθώς αυτό προσφέρει εξίσου τα µέσα για τη βαθµιαία επέκταση των συνεταιρισµών πάνω σε περισσότερο ή λιγότερο εθνική κλίµακα». Σε αυτή τη δεύτερη διατύπωση βλέπουµε ότι κύριο ρόλο σε αυτή τη µετάβαση παίζει το πιστωτικό σύστηµα. Με περισσότερη σαφήνεια: «Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι το πιστωτικό σύστηµα θα χρησιµεύσει σαν µοχλός στο πέρασµα από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στον τρόπο παραγωγής της συνεταιρισµένης εργασίας[…]».13 Η καταγγελία του Μαρξ σχετικά µε την ουτοπική διάσταση της κατάργησης του καπιταλισµού µε καπιταλιστικούς όρους βρίσκει λοιπόν τα όριά της στο ίδιο το περιεχόµενο που δίνει ο ίδιος στην κατάργηση του καπιταλισµού, πρόκειται για το περιεχόµενο ενός άλλου τρόπου παραγωγής. Η αντίληψη του µεταβατικού σταδίου, η οποία είναι η κυρίαρχη µορφή του κοµµουνιστικού ορίζοντα της εποχής του, αφήνει χώρο σε µια ουτοπική σκέψη προοδευτικής µετάβασης µε θετικό τρόπο από την γενίκευση της αυτοδιαχείρισης, η οποία είναι εφικτή µόνο χάρη στο πιστωτικό σύστηµα, στον κοµµουνισµό.

Τι γίνεται όµως αν προσπαθήσουµε να σκεφτούµε το ερώτηµα της «αυτοδιαχειριστικής» αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου µε σηµερινούς όρους; Πρόκειται άραγε για τον επαναστατικό ορίζοντα της εποχής µας; Ή πρόκειται για µια οριακή συνθήκη που προκύπτει ως πρόσκαιρη απάντηση στο αδιέξοδο της σηµερινής ταξικής πάλης, αδιέξοδο που αφορά και τον ορίζοντα του κεφαλαίου ως οργανωµένης τάξης να εκµεταλλευτεί «ικανοποιητικά» το προλεταριάτο αλλά και τον ορίζοντα του προλεταριάτου που δεν ανασυντίθεται ως τάξη δι’ εαυτήν µέσα από το εργατικό κίνηµα; Από τη σκοπιά των καπιταλιστών σίγουρα δεν είναι ευκταίο να εξαφανιστεί η προσωποποίηση του κεφαλαίου στο πρόσωπο του βιοµήχανου καπιταλιστή. Αλλά, αν λάβει κανείς υπόψη του τη χυδαία νεοφιλελεύθερη ρητορική, η εξαφάνιση του βιοµήχανου δέν φαντάζει σαν υλοποίηση της νεοφιλελέυθερης ουτοπίας; Σύµφωνα µε τους «ιδεολόγους» του νεοφιλελευθερισµού το κεφάλαιο δεν πρέπει να εµπλέκεται ως κράτος στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης, το κράτος πρέπει να περιορίζεται µόνο στην κατασταλτική µορφή διαχείρισης των υπεράριθµων, τους οποίους βαφτίζουν συλλήβδην «τροµοκράτες». Επίσης ο διαχωρισµός ανάµεσα στις δύο τάξεις πρέπει να είναι στιβαρός σε όλα τα επίπεδα, να µπλοκαριστεί η κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω αλλά να λειτουργεί απρόσκοπτα προς τα κάτω. Και ταυτόχρονα µε όλα αυτά πρέπει να εξακολουθεί να υπάρχει κάποιου είδους κοινωνία! Μια κοινωνία µε καπιταλιστές του Χ-Χ΄ και αυτοδιαχειριζόµενες επιχειρήσεις βρίσκεται στο όριο αυτής της ονείρωξης. Μήπως όµως αυτή η διπολική µορφή κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ο µόνος ορίζοντας του αυτοδιαχειριστικού ονείρου του κινήµατος; Αν όχι η ουτοπία µήπως είναι ένας αναγκαίος συµβιβασµός, από τη στιγµή που, στον ορίζοντα αυτόν, δεν τίθεται σε αµφισβήτηση το ίδιο το χρήµα ως κεφάλαιο, η ίδια η µορφή των µέσων παραγωγής ως µέσων παραγωγής αξίας; Η απάντηση που προκύπτει κατά τη γνώµη µας είναι ότι οριακά το µοντέλο του αυτοδιαχειριζόµενου χρηµατοπιστωτικού καπιταλισµού θα µπορούσε να αποτελεί τον ορίζοντα της αντεπανάστασης στην ενδεχόµενη κορύφωση αυτού του κύκλου αγώνων. Αυτός ο αντεπαναστατικός ορίζοντας είναι ειδικά σήµερα δυνατός που ο καπιταλισµός είναι ήδη χρηµατοπιστωτικός µε την έννοια ότι η µορφή Χ-Χ΄ τείνει να αποτελεί ολοένα και περισσότερο τον ειδικό τρόπο µορφοποίησης της κοινωνίας από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας.

Ας δούµε τους βασικούς όρους µιας πιθανής διαδικασίας προς αυτήν την κατεύθυνση: α) Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου µέσα στην κρίση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού οδηγεί στη χρηµατιστικοποίηση ολοένα και περισσότερων µερίδων του κεφαλαίου, β) σύµφωνα ακόµη και µε το ΔΝΤ η παραγωγικότητα της εργασίας σε ένα αυτοδιαχειριστικό περιβάλλον «αυτοεκµετάλλευσης», συγκεκριµένα αυτό της Αργεντινής στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είναι µεγαλύτερη από την παραγωγικότητα της εργασίας σε «κανονικές» επιχειρήσεις (σε καθεστώς κρίσης), γ) η αυτοδιαχείριση ως αυτοοργάνωση της µιζέριας προωθείται ήδη από το Κράτος σε πολλές περιπτώσεις, και το κυριότερο δ) η ταξική πάλη οδεύει προς µια κορύφωση και η µία ή η άλλη µορφή αυτοδιαχείρισης εµφανίζεται σαν ιδεολογικό περιεχόµενο ολοένα και περισσότερων πρακτικών του κινήµατος.

Από την άλλη πλευρά αυτές οι τάσεις έχουν και τις αντίρροπές τους: α) Η συγκεντροποίηση γίνεται µε όρους λυσσαλέου ανταγωνισµού και δεν θα γίνει η συγκέντρωση κεφαλαιακών στοιχείων αρµονικά χωρίς εµπόδια και χωρίς συγκρούσεις σαν να πρόκειται για µια συµφωνία που κλείνεται σε ένα κοκτέιλ πάρτυ. Οι συγκρούσεις αυτές λαµβάνουν ήδη τη µορφή γενικευµένων ταξικών συγκρούσεων σε πολλά µέρη στον πλανήτη και µπορεί να φτάσουν να πάρουν και γεωπολιτική µορφή ειδικά αν η όξυνση της ταξικής πάλης γίνει πραγµατικά επικίνδυνη για την ίδια την ύπαρξη των κρατών, β) η αυτοεκµετάλλευση δεν παύει να είναι εκµετάλλευση, δηλαδή να υπόκειται σε όλους τους όρους της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, έστω και αν ο δεσποτισµός της παραγωγικής διαδικασίας δεν προσωποποιείται στο πρόσωπο του «αφεντικού», αλλά στο αόρατο πρόσωπο του συστήµατος που εκχωρεί κεφάλαιο και σε ένα αστυνοµικό κράτος στο οποίο η εργατική τάξη δεν έχει πρόσβαση, γ) µε την πρόοδο του κρατικού σχεδίου αυτοδιαχείρισης των περικοπών ή της εξαφάνισης του έµµεσου µισθού, αναπτύσσονται και οι εσωτερικές του αντιφάσεις ως ταξική πάλη. Η δηµιουργία κινηµατικών δοµών αυτοδιαχείρισης στο πεδίο της αναπαραγωγής συνεπάγεται µια νέα κοινωνικοποίηση των προλετάριων, η οποία δεν µπορεί να γίνει ανεκτή από το αστυνοµικό κράτος που παράγεται, µε αποτέλεσµα να δοµείται µια σύγκρουση έξω από το πεδίο της παραγωγής, δ) παράλληλα µε την εµφάνιση της αυτοδιαχείρισης ως κορυφαίας ιδεολογικής στιγµής της υπεράσπισης του ταξικού ανήκειν, προεικονίζεται µέσα στις πρακτικές των τρεχόντων αγώνων και η αµφισβήτηση αυτής ειδικά της µορφής του ταξικού ανήκειν. Το γεγονός ότι αυτή η προεικόνιση δεν παίρνει ιδεολογική και πολιτική µορφή και µοιάζει να µην έχει ορίζοντα άλλον από τον περιορισµένο ορίζοντα των ταραχών, σήµερα φαίνεται σαν αδυναµία, αλλά στη συνέχεια µπορεί ακριβώς αυτό το στοιχείο να είναι απαραίτητο για τη σαρωτική επέλαση αυτών των πρακτικών.

Σκοπός αυτού του κειµένου, σε τελική ανάλυση, µέσα από την επεξεργασία του ερωτήµατος που τέθηκε, είναι να υπενθυµίσει ότι ο καπιταλισµός µπορεί να βρει τρόπους να επιβιώσει ακόµη και µέσα από την αντεπανάσταση που θα έχει ως ορίζοντά της την περαιτέρω κοινωνικοποίηση κεφαλαίου,14 η οποία βέβαια, όπως πάντα στις αναδιαρθρώσεις/αντεπαναστάσεις, θα συνοδεύεται και µε αύξηση του ποσοστού εκµετάλλευσης. Το κεφάλαιο δεν είναι πράγµα που µεγαλώνει, ωριµάζει και σαπίζει, δεν είναι ιστορικό στάδιο από το οποίο αναγκαστικά θα οδηγηθούµε στον κοµµουνισµό, µε µια επίσης αναγκαία και µάλλον ευχάριστη στάση στην αυτοδιαχείριση. Το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση που µορφοποιεί όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις και δοµεί την καπιταλιστική κοινωνία, ως κίνηση, ως ιστορία. Μόνη αιτία κατάργησης αυτής της κοινωνίας είναι η ταξική πάλη.

 

Woland

 

1    Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 440.

2    Δεν είναι άνευ σηµασίας να θυµόµαστε ότι ο Μαρξ πρώτα έγραψε σε σηµειώσεις και τους τρεις τόµους του Κεφαλαίου και µετά επανήλθε και έφτασε στην τελική µορφή του πρώτου τόµου. Ο τρόπος παρουσίασης των αρχικών εννοιών εµπεριέχει την αναδραστική πληροφορία της συνολικής κατασκευής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

3    Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 434.

4    ό.π., σελ. 440.

5    Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σ. 750.

6    blaumachen, τ. 5, «Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η αντίφαση που ορίζει λογικά και ιστορικά το κεφάλαιο».

7    Δες Το Κεφάλαιο, 3ος τόµ., σελ. 438.

8    Γ. Μηλιός, Δ. Δηµούλης, Γ. Οικονοµάκης, Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισµό.

9    «Για την τρέχουσα κρίση, την Ευρωζώνη και τους ταξικούς αγώνες στην Ελλάδα».

10  Δεν θέτει καθόλου στο πεδίο της όρασής του το ζήτηµα του κράτους, αυτό είναι ένα σηµαντικό έλλειµµα και δείκτης των ορίων του ίδιου του ερωτήµατος.

11  ό.π., σελ. 477.

12  ό.π. σελ. 555-6, η έµφαση δική µας.

13  ό.π., σελ. 758.

14  Δες στη συνέχεια το κείµενο «Κοµµουνιστικοποίηση εναντίον Κοινωνικοποίησης».


Leave a Reply