subscribe to RSS

Bob

Τυφλοπόντικα, είσαι εδώ; Αναδιαρθρωµένο κεφάλαιο, πάλη των τάξεων και επαναστατική προοπτική

0 comments
Τυφλοπόντικα, είσαι εδώ; Αναδιαρθρωµένο κεφάλαιο, πάλη των τάξεων και επαναστατική προοπτική

Οι «επαναστάτες», και όσοι επιδιώκουν να δώσουν µια πολιτική διατύπωση στην εξέγερσή τους, θέλουν κατά κανόνα να καταθέτουν τη µαρτυρία τους για το µέλλον και να εγγράφουν τον λόγο τους και τη δραστηριότητά τους στη γενική κατεύθυνση αντιπαλοτήτων που κυοφορούν τις εξεγέρσεις του µέλλοντος. Αυτό είναι τελικά φυσιολογικό: κάθε ανάγνωση του κόσµου ξεκινάει αναγκαστικά από µια θέση µέσα στον κόσµο, και η βούληση να προσαρµοστεί το γίγνεσθαι του κόσµου στις επιθυµίες µας αποτελεί την αφετηρία κάθε επαναστατικής βούλησης. Το κείµενο που ακολουθεί προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια απόσταση. Επιχειρεί να αναφερθεί στην τωρινή εποχή εξετάζοντας τη συνάρθρωση ανάµεσα, αφενός, στην κριτική του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης και, αφετέρου, την ανάγνωση της πάλης των τάξεων – χωρίς να προσπαθεί να χαράξει επαναστατικό χρονοδιάγραµµα. Το κάνει κυρίως για να ξαναπεί το προφανές: αυτό που θα προκύψει από τον σηµερινό και τον µελλοντικό κοινωνικό πόλεµο δεν θα είναι ποτέ κάτι άλλο από προϊόν της αλληλεπίδρασης (και της ενδεχόµενης σύγκρουσης) ανάµεσα στη γενική κίνηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και τη δραστηριότητα εκείνων που, ενώ βρίσκονται µέσα της, θα καταλήξουν να κινηθούν εναντίον της. Κανείς δεν έχει το κλειδί αυτής της δυναµικής – ούτε οι καπιταλιστές ούτε οι αυτοανακηρυσσόµενοι εχθροί τους.

 

 

ΟΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ, ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΡΧΙΖΕΙ

 

Μόνο οι φίλοι της Monde diplomatique πιστεύουν ότι ο καπιταλισµός είναι ένα οικονοµικό σύστηµα που βασίζεται στη µη ρυθµιζόµενη ελεύθερη ανταλλαγή – σε µια παραχάραξη της δίκαιης τάξης πραγµάτων του κόσµου εξαιτίας µιας συµµορίας καθαρµάτων που το µόνο που έχουν κατά νου είναι να πλουτίζουν παίζοντας στο χρηµατιστήριο τον πλούτο που παράγεται από τους φτωχούς, αντί να δεχτούν τη δίκαιη µοιρασιά του.

Ο καπιταλισµός είναι αυτό που δοµεί σήµερα το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας µε τη µορφή της εργασίας, της απόσπασης αυτής της συγκεκριµένης αφαίρεσης που είναι η αξία, µέσω της παραγωγής εµπορευµάτων (του περιβόητου «πλούτου» τον οποίο οι αριστεριστές θα ήθελαν να «µοιράζεται», αλλά ο οποίος υπάρχει µόνο µε αυτή τη µορφή της «τεράστιας σώρευσης εµπορευµάτων»). Συνακόλουθα, το κεφάλαιο είναι αυτό που δοµεί µε χίλιους-δυο τρόπους τις σχέσεις µεταξύ των ανθρώπων, την κοινωνικότητά τους, τον χρόνο τους, τις νευρώσεις τους, τις σχέσεις τους µε την ανάγκη, µε τη φύση κτλ. Το κεφάλαιο είναι µια ολοποιητική κοινωνική σχέση. Εκεί βρίσκεται η καρδιά της µηχανής, που παραµένει ίδια από τότε που την ανάλυσε ο Μαρξ εδώ και κάµποσες δεκαετίες.

Αλλά ο καπιταλισµός έχει επίσης µια ιστορία, η οποία συντίθεται από κρίσεις. Μέχρι στιγµής όλες αυτές οι κρίσεις έχουν ξεπεραστεί, κάτι που επέφερε σηµαντικότατες αλλαγές στον τρόπο µε τον οποίο ο καπιταλισµός πλάθει τις κοινωνικές σχέσεις. Έτσι κυοφορήθηκε η εποχή µας, όπου το κεφάλαιο είναι πραγµατικά χρηµατιστικοποιηµένο, παγκοσµιοποιηµένο κτλ. Αυτή είναι η µορφή που έχει πάρει σήµερα η συσσώρευση – και διαδέχεται άλλα µοντέλα, που ήταν κι αυτά ακραιφνώς καπιταλιστικά (φορντισµός στη Δύση, σοσιαλισµός σε άλλα µέρη…). Αν όµως η κυριαρχία του κεφαλαίου έχει πράγµατι εµβαθυνθεί σήµερα, ο λόγος δεν είναι τόσο ότι δεν διαθέτει πια κάποια δίχτυα ασφαλείας που θα τον έκαναν πιο ανθρώπινο. Ο λόγος είναι ότι όχι µόνο δεν υπάρχει τίποτα που να του διαφεύγει γεωγραφικά, αλλά όλες οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν εφεξής υπαχθεί στην καπιταλιστική σχέση, και µάλιστα µε ολοένα πιο διάχυτο τρόπο: η εµβάθυνση της κυριαρχίας του κεφαλαίου συνοδεύεται λογικότατα από την αδιάκοπα αυξανόµενη φυσικοποίησή του. Η ιστορία έχει χαράξει µια διαδροµή: δεν υπάρχει πια άλλη υλική κοινότητα από την κοινότητα του κεφαλαίου, ακόµα και η αξία χρήσης των αντικειµένων έχει εξαφανιστεί µέσα στη γενική κίνηση της αξίας.

Όσο για την προοπτική ενός επέκεινα αυτού του κόσµου, παρά την ενδεχόµενη γενίκευση της κρίσης φαίνεται σήµερα πιο αφηρηµένη παρά ποτέ.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η επαναστατική προοπτική συνδεόταν µε µια ενίσχυση της προλεταριακής τάξης (θεωρούµενης ως τάξης των παραγωγών), η οποία θα ερχόταν να αποσπάσει την εξουσία από την αστική τάξη για να επιβάλει στην κοινωνία τη δική της εξουσία. Αυτή η προοπτική της «εξουσίας των εργαζοµένων» –που στις διάφορες παραλλαγές της (από τη δικτατορία του κόµµατος ίσαµε τον αναρχοσυνδικαλισµό και τη γενικευµένη αυτοδιεύθυνση) δεν περιείχε σαν πρόγραµµα την υπέρβαση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης (δεν καταργούσε την εργασία, την αξία, τον εµπορευµατικό φετιχισµό)– ήταν εγγενώς συνυφασµένη µε τη συνεχιζόµενη ύπαρξη ποικίλων µορφών αυτονοµίας όπου διαµορφωνόταν ένα κοινό ανήκειν στην προλεταριακή τάξη. Τώρα αυτό έχει εξαφανιστεί.

Δεν είναι ούτε για θρήνους ούτε για χαρές: σήµερα πια τίποτα δεν βρίσκεται αντιµέτωπο µε το κεφάλαιο. Η τελευταία αναδιάρθρωση, παγκοσµιοποιώντας την αγορά εργασίας, πολλαπλασιάζοντας τις µορφές της υπεργολαβικής ανάθεσης, διαχέοντας τον χώρο της εκµετάλλευσης και τείνοντας να κάνει αξεχώριστες τις σφαίρες της παραγωγής και της αναπαραγωγής,1 επέφερε την εξαφάνιση της προλεταριακής τάξης ως επαναστατικού υποκειµένου.

 

 

ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ Ο,ΤΙ ΗΤΑΝ

 

Ας µην ξεγελιόµαστε όµως: η έκλειψη µιας κοινωνικά υπαρκτής επαναστατικής προοπτικής δεν είναι ταυτόσηµη µε ειρήνευση των ταξικών σχέσεων. Η ειρήνευση αυτή εξακολουθεί να είναι φαντασίωση των αστών. Στην κλίµακα ολόκληρου του πλανήτη, οι κολασµένοι της γης δεν παύουν να κινούνται, και µπορούµε να στοιχηµατίσουµε πως ούτε θα το κάνουν σύντοµα. Το να είναι κανείς φτωχός είναι µια βία που ωθεί στην εξέγερση, και δεν βρίσκεται στην ηµερήσια διάταξη το να πάψουν οι φτωχοί να είναι φτωχοί, ούτε καν κάπως λιγότερο φτωχοί. Επειδή, ακόµα µια φορά, ο υπαίτιος δεν είναι οι πλούσιοι αλλά η οικονοµία.

Αυτό που άλλαξε µε την αναδιάρθρωση που άρχισε στη δεκαετία του 1970 δεν είναι ο κεντρικός ρόλος της εργασίας στη διευρυµένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου αλλά ο τρόπος ενσωµάτωσης εκείνων που την παρέχουν. Σε παγκόσµιο επίπεδο, το προλεταριάτο όχι µόνο δεν µπορεί να οριστεί µε βάση µόνο το εργατικό στοιχείο, αλλά δεν µπορεί πια ούτε καν να οριστεί µε βάση την ενσωµάτωσή του σε µια «σταθερή» σχέση µισθωτής εργασίας. Αυτό δεν σηµαίνει ότι η παραγωγή αποϋλοποιήθηκε ούτε ότι «δεν υπάρχουν πια εργάτες» – κατά πάσα πιθανότητα οι εργάτες ποτέ δεν ήταν τόσο πολλοί σε παγκόσµια κλίµακα. Αλλά οι εργαζόµενοι για τους οποίους η εκµετάλλευση συµπίπτει µε ένα κοινωνικό ανήκειν συνδεόµενο µε την εργασία αποτελούν πια µειοψηφία των προλετάριων, και το σύνορο που τους χωρίζει από τους άλλους δεν παύει να γίνεται ισχνότερο. Οι άλλοι: εκείνοι για τους οποίους οι σχέσεις µισθωτής εκµετάλλευσης αποτελούν έναν τρόπο µεταξύ άλλων για την επιβίωση, έναν τρόπο επιβίωσης που συχνά συνδυάζεται µε άλλους τύπους δραστηριότητας (π.χ. µικροεµπόριο), µοιράζεται µέσα σε πρωτογενείς οµάδες (ένα ή δύο µέλη της οικογένειας είναι µονίµως µισθωτοί, οι άλλοι «βοηθάνε» όπως µπορούν) και, το κυριότερο, δεν συνδέεται µε καµία κοινωνική ταυτότητα.2 Οι άνθρωποι αυτοί κατοικούν στις χώρες που σεµνότυφα δεν αποκαλούνται πια υπανάπτυκτες· εφεξής κατοικούν επίσης στην περιφέρεια των δυτικών µητροπόλεων – και αποτελούν κι εκείνους που οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν επισφαλείς εργαζοµένους. Οι προλετάριοι αυτοί που δεν έχουν πρόσδεση στη µισθωτή εργασία, όντας ταυτόχρονα µέλη ενός εφεδρικού στρατού νέας κοπής και εργατικό δυναµικό εκµεταλλεύσιµο κατά βούληση, θα είναι δύσκολο εφεξής να θεωρούνται µια άµορφη και αλλόκοτη µάζα µέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις, να τακτοποιούνται στη γωνία σαν περιθωριακοί και λούµπεν σε αντίθεση µε τους «αληθινούς» προλετάριους που έχουν ένα επάγγελµα και χτυπάνε κάρτα κάθε πρωί. Η επέκταση της προλεταριακής συνθήκης στο σύνολο του πλανήτη πραγµατοποιείται σήµερα κατά κύριο λόγο µε αυτές ακριβώς τις µορφές. Και οι σηµερινοί αγώνες και εξεγέρσεις ξεπηδούν από τα ερείπια αυτού του κοινωνικού ανήκειν που συνδέεται µε την εργασία.

Η διαπίστωση αυτή ισχύει για τις ταραχές στα περιφερειακά συγκροτήµατα λαϊκών κατοικιών (cités) της Γαλλίας, ισχύει για τις ταραχές που αναστατώνουν κάθε τόσο την Αλγερία και αρκετές άλλες χώρες. Ισχύει επίσης για πολλούς αγώνες µισθωτών των περιφερειακών ζωνών, στον βαθµό που τα διακυβεύµατα που συνδέονται µε τις συγκεκριµένες µορφές εκµετάλλευσης συµπεριλαµβάνουν κατά κανόνα κοινωνικές σχέσεις ευρύτερες από την καθαυτό σχέση της µισθωτής εργασίας – σχέση µε τις γραφειοκρατίες, µε την πρόσβαση στις υπηρεσίες, µε την κατοικία, µε τις πελατειακές διαπλοκές, µε το περιβάλλον κτλ. Τέλος, ισχύει έµµεσα για τους αγώνες των «σταθερών» εργαζοµένων της Δύσης, οι οποίοι, σαν κατάλοιπα της φορντιστικής περιόδου, βρίσκονται συνεχώς αντιµέτωποι µε ό,τι παράγει τους άλλους προλετάριους και επιτίθεται άµεσα στις δικές τους συνθήκες εκµετάλλευσης: οι αγώνες τους, πάντοτε αµυντικοί, επιδιώκουν κυρίως να αντιταχθούν στη συµπίεση του µισθού, άµεσου και έµµεσου, η οποία προκαλείται από µια αναδιάρθρωση που φαίνεται πως δεν θα σταµατήσει ποτέ.

Αφενός πλήρης εξάλειψη του οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το κεφάλαιο, αφετέρου αποσύνθεση της φορντιστικής κοινωνικής προστασίας: οι δύο αυτές συνυφασµένες διεργασίες ορίζουν την τωρινή φάση της πραγµατικής κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της εργασίας.3 Συνακόλουθα, το κέντρο βάρους των αγώνων έχει µετατοπιστεί: εφεξής η κινητήρια δύναµή τους δεν είναι τόσο οι συγκεκριµένες διευθετήσεις της εκµετάλλευσης όσο οι συγκεκριµένες διευθετήσεις της ενσωµάτωσης των προλετάριων στο κεφάλαιο.

 

 

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

 

Αυτή η αλλαγή εποχής, που δεν είναι πια τόσο πρόσφατη αλλά αποτέλεσε τέτοια ροπαλιά που είναι ακόµα δύσκολο να συλλάβουµε την εµβέλειά της, συνεπάγεται µεγάλες ανατροπές όσον αφορά τις επαναστατικές προσδοκίες που συνδέονται µε την ταξική πάλη.

Για παράδειγµα, χωρίς να εµπλακούµε στις συζητήσεις για την ιστορική αποστολή της αυτοάρνησής του (η τάξη που εµπεριέχει τη διάλυση όλων των τάξεων κτλ.), το προλεταριάτο, µε τον θετικό του ορισµό, ήταν µέχρι πρόσφατα η τάξη εκείνων που η εκµετάλλευση της εργασιακής τους δύναµης επιτρέπει τη διευρυµένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ο ορισµός αυτός, που για πολύ καιρό διαιώνισε τη σύγχυση µεταξύ προλεταριάτου και εργατικής τάξης, θέτει σήµερα ζήτηµα µε τις µάζες φτωχών που είναι οριακά ενσωµατωµένοι στις σχέσεις µισθωτής εκµετάλλευσης, αλλά δεν παύουν να είναι ενσωµατωµένοι στον κόσµο της καπιταλιστικής κυκλοφορίας. Ποια είναι η θέση τους στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας; Είναι προλετάριοι ή όχι;

Σήµερα έχει γίνει εύλογο να ορίζουµε το προλεταριάτο σαν την «τάξη εκείνων που βρίσκονται χωρίς µέσα επιβίωσης απέναντι στους καπιταλιστές». «Το κεφάλαιο στο σύνολό του περιλαµβάνει ένα µεταβλητό µέρος το οποίο αγοράζει το σύνολο των στερηµένων από µέσα επιβίωσης, ακόµα κι εκείνους που ίσως δεν θα δουλέψουν ποτέ». «Στο σύνολο αυτό βρίσκουµε “τυπικούς” εργαζοµένους (που έχουν σύµβαση εργασίας, κάλυψη ασθενείας, σύνταξη κτλ.) και “άτυπους” εργαζοµένους, “τυπικούς” ανέργους (µε κοινωνικές παροχές) και “άτυπους” ανέργους (που µοιράζονται τη συνολική µισθολογική µάζα µε µορφή διαφορετική από το επίδοµα ανεργίας – οικογενειακή αλληλεγγύη, λαθρεµπόριο κτλ.), εργαζοµένους που παράγουν υπεραξία και εργαζοµένους µη παραγωγικούς» (Μπ. Ασταριάν). Να λοιπόν ένας πολύ ευρύς ορισµός για το τι είναι το προλεταριάτο στην τωρινή περίοδο: η συνολική αγορά της εργασιακής δύναµης περιλαµβάνει αλλά επίσης υπερβαίνει τη διαδικασία εκµετάλλευσης – παρεµπιπτόντως, αυτό επιτρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε δραστηριότητα αγώνα εγγράφεται στη θεµελιώδη αντίφαση κεφαλαίου-εργασίας.

Ο ορισµός αυτός διαθέτει θεωρητική συνοχή, αλλά περιέχει επίσης ένα όριο, που έγκειται στη δυσκολία του να συµπεριλάβει αυτό που κάλλιστα µπορεί, µέσα στους αγώνες, να συγκροτεί µια προλεταριακή εµπειρία που υπερβαίνει τη συγκεκριµένη εµπειρία της διαδικασίας εκµετάλλευσης. Στην πραγµατικότητα, ενώ το κεφάλαιο έχει σήµερα ενοποιήσει τον κόσµο, έχει επίσης πολλαπλασιάσει και κατακερµατίσει τις κοινωνικές εµπειρίες που συνδέονται µε την κυριαρχία του – αυτό που αποκαλούµε ταξική κατάτµηση. Υπερβαίνοντας κατά πολύ τον χώρο της µισθωτής εκµετάλλευσης, οι καπιταλιστικές σχέσεις έχασαν τον ξεκάθαρα προσδιορισµένο πυρήνα τους. Και µία παράπλευρη απώλεια αυτής της εξέλιξης είναι η ικανότητα της κριτικής που έχει επαναστατική στόχευση να σχηµατοποιήσει έναν κοινωνικό πόλεµο που συµπεριλαµβάνει πολλαπλά κοινωνικά φαινόµενα, τα οποία µε τη σειρά τους παράγονται από την πολλαπλότητα των σχέσεων όπου εγγράφεται η καπιταλιστική κυριαρχία. Όση προσπάθεια επανορισµού κι αν καταβάλουµε, στην τωρινή πορεία της ταξικής πάλης το προλεταριάτο είναι µια θεωρητική αφαίρεση – σαφώς περισσότερο απ’ όσο πριν εκατόν πενήντα χρόνια.

Θα εξακολουθήσουµε βέβαια να παράγουµε µια ανάγνωση της ταξικής πάλης µε βάση τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας: η διαδικασία αξιοποίησης δεν αυτονοµήθηκε από τη σχέση εκµετάλλευσης, και όντως η αγορά της εργασιακής δύναµης από το κεφάλαιο είναι σήµερα συνολική. Είναι όµως επίσης γεγονός ότι το κρίσιµο περιεχόµενο των τωρινών αγώνων από πλευράς υποκειµενικότητας είναι τροµερά αποµακρυσµένο από τις διαρθρωτικές αναλύσεις του κεφαλαίου που έχει παραγάγει η θεωρία – αντίθετα µε τους εργατικούς αγώνες αλλοτινών καιρών. Κι αυτό δεν είναι µια ασήµαντη λεπτοµέρεια.

Πάνω σε αυτήν ακριβώς τη βάση της προλεταριακής εµπειρίας (κάποτε πρωτίστως εργατικής εµπειρίας) αναπτύσσονταν λίγο-πολύ πάντοτε, από τον Μαρξ µέχρι τον οπεραϊσµό διαµέσου της κοµµουνιστικής αριστεράς και των τάσεων της υπεραριστεράς, οι επαναστατικές κριτικές που έβαζαν στον ορίζοντα, έστω και αµυδρά, την κατάργηση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης.

Η εµπειρία αυτή έχει σήµερα διασπαστεί, και από τη δύναµη των πραγµάτων η επαναστατική θεωρία διατηρεί πια µόνο µακρινή σχέση µε το βίωµα των ταξικών συγκρούσεων. Αλλά η θεωρία δεν µπορεί, µέσω της σχηµατοποίησης του κόσµου την οποία επεξεργάζεται, να βάλει τον εαυτό της στη θέση αυτού του κόσµου και του καθηµερινού πολέµου που διεξάγεται µέσα του. Όταν αγωνίζονται, όταν εξεγείρονται, µαζικά ή ο καθένας στη γωνιά του, οι άνθρωποι δεν βρίσκονται αντιµέτωποι µε τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Βρίσκονται αντιµέτωποι µε τη συγκεκριµένη εµπειρία της κοινωνικής ανισότητας, µε τη µοίρα που τους επιφυλάσσεται ως κατώτερων µέσα στις κοινωνικές σχέσεις όπου είναι εγκλωβισµένοι – και µέσα σε αυτές ακριβώς τις σχέσεις βιώνεται καθηµερινά µια κοινωνία που είναι χωρισµένη σε τάξεις.

Εκείνο που ορίζει δοµικά την ταξική κοινωνία (η οποία δεν είναι καπιταλιστική εφεύρεση, όπως άλλωστε ούτε η πάλη των τάξεων) είναι η ιδιοποίηση από µια κοινωνική οµάδα µεγάλου µέρους όσων παράγονται από άλλους.4 Μέσα όµως στις κοινωνικές σχέσεις, εκείνο που συνθέτει τη βιωµένη εµπειρία µιας τέτοιας κοινωνίας είναι η κοινωνικά κατασκευασµένη ανισότητα µεταξύ των ανθρώπων. Είναι η άσκηση κοινωνικά θεσµοποιηµένων σχέσεων εξουσίας, η αναπαραγωγή τους, και οι αντίστοιχες σχέσεις µε την ανάγκη, µε την αφθονία καθώς και µε την ελευθερία.5 Και µόνο µε αφετηρία την (πολυτεµαχισµένη) εµπειρία αυτής της ταξικής κοινωνίας και των αντίστοιχων αγώνων θα µπορούσε να διαµορφωθεί µια θεωρία της επανάστασης που να είναι κάτι άλλο από βολονταριστική επιστηµονική φαντασία.

 

 

ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;

 

Σήµερα το πράγµα είναι δύσκολο. Με το τέλος του εργατικού κινήµατος και των µορφών αυτονοµίας που πήγαζαν από εκεί, η ταξική πάλη εκδηλώνει τώρα µε ακατέργαστο τρόπο αυτό που είναι: αγώνες ενάντια στις θέσεις τις οποίες επιφυλάσσουν στους κατώτερους οι κοινωνικές ιεραρχίες και ενάντια στις απορρέουσες διευθετήσεις της πρόσβασης στα εµπορεύµατα.

Για να συλλάβουµε την υπέρβαση αυτής της «κανονικής πορείας» της ταξικής πάλης –µε άλλο τρόπο και όχι σαν απλή αναγκαιότητα που ενυπάρχει στην καπιταλιστική αντίφαση– θα έπρεπε, µέσα στους αγώνες για κοινωνικά και/ή υλικά συµφέροντα, να εγγράφεται µια οικουµενική προοπτική ανατροπής. Κι αυτό κάθε άλλο παρά είναι προφανές: το να «αλλάξουµε τον κόσµο» είναι µια προοπτική εξωτερική από τα επίδικα των ίδιων των αγώνων, από εκείνο που ωθεί τις ταξικές σχέσεις να µετασχηµατιστούν σε συγκρούσεις µια ορισµένη στιγµή και σε έναν ορισµένο τόπο. Το να «αλλάξουµε τον κόσµο» είναι µια προοπτική που σε τελική ανάλυση προσιδιάζει στην αστική «κοινωνία των πολιτών». Αυτή η τελευταία έχει ανακτήσει το χαµένο έδαφος: ο οικουµενισµός, που είναι προϊόν της (ακόµα και στην επαναστατική του διάσταση), εξακολουθεί να της ανήκει πλήρως.

Η κοινωνία των πολιτών είναι αυτή η δραστική αφαίρεση που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα µε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που θέτει την ύπαρξη «της κοινωνίας» σαν σύνολο δεσµών οι οποίοι παράγονται από τους ανθρώπους για τον εαυτό τους, µε τη µεσολάβηση του δικαίου και των οργάνων του. Στηριζόµενη στη µυθοπλαστική κατασκευή ενός κοινωνικού συµβολαίου, προσδίδει στα άτοµα ένα ανήκειν σε αυτή την κοινωνία πέρα από τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνία των πολιτών θέλει να µεταµορφώσει τους ανθρώπους σε πολίτες, να ενσωµατώσει τους αγώνες στην πολιτική, να τους κάνει να µιλήσουν τη γλώσσα του δικαίου και του γενικού συµφέροντος, και να τους προσδώσει έναν ορίζοντα που υπερβαίνει την απλή απόρριψη των ταξικών κοινωνικών σχέσεων όπως αυτές βιώνονται µε απτό τρόπο.

Το εργατικό κίνηµα, εµφανιζόµενο σαν κληρονόµος του Διαφωτισµού, επιδιώκοντας να χειραφετήσει το ανθρώπινο γένος και να ξαναστήσει τον κόσµο στα πόδια του, ενσωµατωνόταν κατά κάποιο τρόπο στην κατασκευή αυτή. Είχε επιτύχει ένα είδος ιστορικού άθλου κατορθώνοντας να στρέψει ενάντια στην αστική κοινωνία τον οικουµενισµό που της ανήκε– κάνοντας τους αγώνες των φτωχών για τα ιδιαίτερα συµφέροντά τους να µιλούν τη δική του γλώσσα. Οι αστικές επαναστάσεις δεν είχαν παραγάγει την ανθρώπινη χειραφέτηση· το καθήκον αυτό αναλογούσε εφεξής στο προλεταριάτο. Έτσι το εργατικό κίνηµα, στηριζόµενο σε ζωντανές µορφές προλεταριακής αυτονοµίας, δηµιουργούσε κοινή γλώσσα και κοινό φαντασιακό στην αντίληψη των αντιπαλοτήτων και µιας ταξικής ταυτότητας οικειοποιήσιµης από τους φτωχούς – συνεπαγόµενο κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν διεθνισµό που δεν ήταν διόλου αµελητέος. Κυρίως όµως έδινε στους αγώνες µια οικουµενίζουσα προοπτική υπέρβασης (η οποία, µετά την περίοδο της «συγκρότησης της εργατικής τάξης», αποκρυσταλλώθηκε µε τη µορφή της «εξουσίας των εργαζοµένων»), όπου το διακύβευµα της «αλλαγής του κόσµου» ξέφευγε από τον αστικό του προσδιορισµό.

Με την έννοια αυτή, το εργατικό κίνηµα ήταν δίκοπο µαχαίρι: ήταν κίνηση ενσωµάτωσης των προλετάριων στο κεφάλαιο και των φτωχών στην κοινωνία των πολιτών, και ταυτόχρονα, µέσω του κοινού φαντασιακού και της κοινής γλώσσας που δηµιουργούσε, έβαζε την ανατροπή του κόσµου εντός του βεληνεκούς µιας εξέγερσης. Εκείνο που πρέπει τελικά να µας εκπλήσσει είναι αυτός ο ιστορικός άθλος, που είναι σήµερα πια παρωχηµένος, και όχι το γεγονός ότι σήµερα οι φτωχοί δεν µεταµορφώνονται σε επαναστάτες όταν κινητοποιούνται – όχι ότι αγωνίζονται για το σαρκίο τους εδώ και τώρα, χωρίς να εγκολπώνονται οποιαδήποτε αποστολή σχετικά µε το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.6

Σε σχέση µε την εξέγερση που συγκλόνισε την Αλβανία το 1997,7 κάποιοι επαναστάτες χωρίς επανάσταση (της µακαρίτισσας «Βιβλιοθήκης των Ταραχών» – Bibliothèque des Émeutes) σηµείωναν τότε: «Δεν γνωρίζουµε τίποτα για την εφήµερη οργάνωση που απέκτησαν οι εξεγερµένοι πριν κυριεύσουν τα όπλα, και ούτε καν σε ποιον βαθµό ήταν οργανωµένοι. Δεν γνωρίζουµε αν υπήρχε συζήτηση· κι αν όµως υπήρχε, πράγµα πιθανό, δεν γνωρίζουµε τι συζητιόταν. Δεν γνωρίζουµε πώς αξιολογούσαν οι εξεγερµένοι την εξέγερσή τους, τι σκέφτονταν για την Αλβανία, την Ευρώπη και τον κόσµο, τι σκέφτονταν για το εµπόρευµα και τη δυτική πληροφόρηση, για τη ζωή και τον έρωτα».

Δεν υπάρχει λόγος να µας εκπλήσσει αυτή η πολιτική σιγή των αλβανών εξεγερµένων. Επρόκειτο τελικά για ένδειξη της αυτονοµίας τους, όχι βέβαια απέναντι στο κεφάλαιο αλλά απέναντι στις πολιτοκεντρικές µεσολαβήσεις του – και είναι επίσης προφανές ότι οι εξεγερµένοι δεν έθεταν στον εαυτό τους ερωτήµατα για τη δράση τους µε τους όρους που αναφέρθηκαν προηγουµένως. Μπορούµε όµως άραγε να αντιληφθούµε αυτά τα γεγονότα σαν µια «επαναστατική απόπειρα» όπου διακυβευόταν η ανατροπή της τάξης του κόσµου; Στην πραγµατικότητα, αν οι αλβανοί εξεγερµένοι σκόπευαν µέσα από την πρακτική τους να την ανατρέψουν, θα το είχαµε µάθει. Ας αρκεστούµε λοιπόν στο ότι αυτή η εξαιρετικής έντασης εξέγερση βαλκάνιων φτωχών ανήκει ειδικά σε αυτούς που την έκαναν – εγγράφηκε πλήρως και αποκλειστικά στις κοινωνικές συνθήκες που τη γέννησαν. Και κανένα κρυφό ιστορικό νήµα δεν τη συνδέει µε τους επαναστατικούς ξεσηκωµούς του 1848 ή του 1871.8

 

 

ΜΑΣΗΜΑ ΚΑΙ ΧΩΝΕΨΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ

 

Η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας αποδυνάµωσε τις «αντιπροσωπευτικές» µεσολαβήσεις που πλαισίωναν την πάλη των τάξεων. Με την αποσύνθεση του εργατικού κινήµατος, οι προλετάριοι δεν αγωνίζονται πια για να αναλάβουν τον έλεγχο της καπιταλιστικής µηχανής. Δεν αγωνίζονται πια για να επιβάλουν την εξουσία τους στην κοινωνία µέσω των οργανώσεών τους (κατά γενικό κανόνα άλλωστε οι εξεγέρσεις τους ελάχιστα θέτουν ζήτηµα ανατροπής της ταξικής εξουσίας που ασκείται πάνω τους). Το τέλος του φορντισµού και η ολοκλήρωση της προλεταριοποίησης όλου του πλανήτη έχουν τη συνδυασµένη συνέπεια ότι οι περισσότεροι σηµερινοί αγώνες και εξεγέρσεις αναδύονται σε κοινωνικές διαµορφώσεις όπου οι συνδικαλιστικές και παρασυνδικαλιστικές µεσολαβήσεις είναι ελάχιστα λειτουργικές – κάτι που τους δίνει έναν φαινοµενικά πιο ανεξέλεγκτο χαρακτήρα.

Μερικοί λένε κατ’ ουσία: Μήπως τελικά µια βαλβίδα ασφαλείας αχρηστεύτηκε, µε αποτέλεσµα να ανοίγονται νέες προοπτικές όσον αφορά µια µη διαχειρίσιµη και µη αφοµοιώσιµη πορεία των αγώνων που δίνουν οι φτωχοί; Μήπως ακριβώς εκεί φωλιάζει ο γερο-τυφλοπόντικας; Θα θέλαµε να το πιστέψουµε, αλλά η αισιοδοξία αυτής της υπόθεσης παραβλέπει τις µεγάλες ικανότητες του κεφαλαίου να διαχειριστεί και να χωνέψει τους αγώνες που προκαλούν οι διευθετήσεις της κυριαρχίας του.

Σαν κοινωνική σχέση, ο καπιταλισµός δεν ανάγεται απλώς και µόνο στην κυριαρχία µιας τάξης ανθρώπων πάνω στους άλλους. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένα κίνηµα αγώνα θα απειλούσε την εξουσία αυτών των ανθρώπων δεν σηµαίνει αυτοµάτως ότι θα έθετε σε αµφισβήτηση τις καπιταλιστικές σχέσεις. Όσο δεν διαβρώνει αυτές τις σχέσεις, όσο δεν βάζει σε κατάσταση κρίσης τη µισθωτή εργασία, το χρήµα, την εµπορευµατική ανταλλαγή, τις σχέσεις ιδιοκτησίας κτλ. παράγοντας άλλες κοινωνικές σχέσεις (κάτι που οµολογουµένως δεν συµβαίνει πολύ συχνά), η ταξική πάλη αποτελεί µια στιγµή της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Ακόµα περισσότερο: η ταξική πάλη είναι συστατικό στοιχείο του καπιταλισµού, σαν τρόπος ρύθµισης της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Πολλές φορές οι αγώνες, σε συνδυασµό µε τις εσωτερικές κρίσεις της διαδικασίας αξιοποίησης (κρίσεις τις οποίες συχνά αναδεικνύουν οι περίοδοι έντονων αγώνων), υπήρξαν το κέντρισµα που ανάγκασε τον καπιταλισµό να αναδιαρθρωθεί. Οι επιθέσεις του εργατικού κινήµατος συνέβαλαν στην ανάδυση του φορντισµού και της µαζικής κατανάλωσης·9 οι αγώνες των δεκαετιών του 1960-70 αποτέλεσαν ώθηση για την αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας σε παγκόσµια κλίµακα.

Σήµερα οι διατυπώσεις που επικεντρώνονται στο δίκαιο και στη δηµοκρατία αποτελούν κτήµα πολλών αγώνων ανά τον κόσµο (όπως στην περίπτωση των εργατικών αγώνων στην Κίνα, οι οποίοι βρίσκουν διαύλους επικοινωνίας στο πλαίσιο της πολιτικής αµφισβήτησης του καθεστώτος· ή στην περίπτωση των αγώνων που δίνουν οι φτωχοί στον αραβικό κόσµο, αγώνων που γίνονται συστατικό στοιχείο του κινήµατος για τον δηµοκρατικό εκσυγχρονισµό). Οι διεκδικήσεις τέτοιου τύπου –που προχωρούν µέσω της απορρόφησης των κοινωνικών αγώνων από τη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών– παραπέµπουν κατά βάση σε αίτηµα καλύτερης ενσωµάτωσης των εργαζοµένων στο κεφάλαιο κι έτσι δεν περνάνε από µια φάση ταξικής αυτονοµίας. Η ικανότητα του κεφαλαίου να βρίσκει σε τέτοιους αγώνες ένα σηµείο στήριξης για την ανανέωση και εµβάθυνση της κυριαρχίας του θα αποτελέσει σηµαντικό διακύβευµα για τους καιρούς κρίσης που έρχονται…

… ή πάλι ίσως όχι. Γιατί η ενσωµάτωση των αγώνων στην κίνηση διεύρυνσης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι µόνο µία από τις ενδεχόµενες µορφές εξουδετέρωσης των ταξικών αναµετρήσεων – και µάλιστα, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, είναι η καλύτερη, η δυναµικότερη. Όταν όµως εµφανίζονται µέσα σε ένα πλαίσιο κρίσης της διαδικασίας συσσώρευσης το οποίο περιορίζει τα περιθώρια χειρισµού των καπιταλιστών, οι ταξικές αναµετρήσεις συχνά απορροφώνται µε πιο πεζό τρόπο: από ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις. Η αντιπαλότητα µπορεί τότε να απαιτήσει λύσεις επώδυνες για ένα µέρος των ιθυνόντων, ίσαµε και την κοινωνική εξάλειψη. Έτσι, η τελευταία παγκόσµια οικονοµική κρίση επιλύθηκε µε µια πολεµική σφαγή, η οποία, εκτός από εκατοµµύρια προλετάριους, εξάλειψε και κάποια κοµµάτια εθνικών αστικών τάξεων. Πιο κοντά σε µας, και σε µικρότερη κλίµακα, το 1988 η Αλγερία συγκλονίστηκε από ταραχές που ξέφευγαν από κάθε «αντιπροσώπευση», σε πλαίσιο κρίσης της ραντιέρικης οικονοµίας· µετά από έναν εµφύλιο πόλεµο και τη γρήγορη αποτυχία µιας δηµοκρατικής λύσης, οι ταραχές εκείνες αποδείχτηκαν έναυσµα για µιαν αναδιοργάνωση της ίδιας αυτής ραντιέρικης οικονοµίας και µιαν ανανέωση των πελατειών της.

Το κεφάλαιο δεν είναι αναγκασµένο να ενσωµατώνει πάντα τους προλετάριους στις µεσολαβήσεις της κοινωνίας των πολιτών – αυτό είναι απλώς ένας από τους τρόπους µε τους οποίους µπορεί να ρυθµίζει την κυριαρχία του. Όµως οι αγώνες των φτωχών, αγώνες που δεν είναι εγκλωβισµένοι σε πολιτοκεντρικές µεσολαβήσεις και έχουν µορφές φαινοµενικά ριζοσπαστικές (κατά κανόνα ταραχές), δεν συνεπάγονται την απουσία οποιασδήποτε µεσολάβησης. Είτε µέσω της άτυπης οικονοµίας («µαφίες» κτλ.), είτε µέσω πελατειακών δοµών (µε χαρακτήρα φατρίας, κοινοτικό, θρησκευτικό κτλ.) οι οποίες αποτελούν διαύλους επικοινωνίας µε ένα κράτος που σπανίως είναι µια ψυχρή και απρόσωπη µηχανή, οι αγώνες αυτοί ενσωµατώνονται σε κοινωνικές διαµορφώσεις όπου η ταξική κατά µέτωπο αναµέτρηση δεν είναι κατά κανόνα λειτουργική. Παρόµοια όπως, προκειµένου για ένα «κοινωνικό κίνηµα» στη Γαλλία ή στην Ιταλία, αναρωτιόµαστε για την ενδεχόµενη δυναµική αυτόνοµης πάλης σε σχέση µε την αφοµοιωτική λειτουργία των συνδικάτων, της αριστεράς κτλ., έτσι τίθενται ανάλογα ζητήµατα προκειµένου για εξεγέρσεις µε βιαιότερες µορφές ως προς τη σχέση τους µε τις µεσολαβήσεις που αναφέραµε προηγουµένως. Γιατί σήµερα οι µεσολαβήσεις αυτές εµπεριέχονται στην παγκόσµια αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας, η οποία σηµαδεύεται από τα δυσδιάκριτα όρια µεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής και από έναν νέο τρόπο διαχείρισης των προλετάριων. Πέρα από τις µυθολογίες της κοινωνίας των πολιτών και του πολιτικού οικουµενισµού, οι µεσολαβήσεις αυτές προσδένουν εκ παραλλήλου τους αγώνες και τις εξεγέρσεις σε κατατεµαχισµένες δυναµικές που αντανακλούν τις κοινωνικές σχέσεις µέσα στις οποίες εµφανίζονται.

Και πάλι, η διαπίστωση αυτή ισχύει για τους αγώνες που δίνουν οι υπεράριθµοι προλετάριοι, αλλά και για πολλούς αγώνες που διεξάγονται στο πεδίο της εκµετάλλευσης. Συχνά ο τρόπος µε τον οποίο ζεύονται στην εργασία εκατοµµύρια κινέζοι αγρότες συγκρίνεται µε τη βιοµηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Αλλά η διεργασία αυτή πραγµατοποιείται σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο που δεν είναι ίδιο, και ένα από τα ατού του κεφαλαίου στις διεργασίες προλεταριοποίησης είναι να αναπλάθει τις προϋπάρχουσες κοινωνικές διαµορφώσεις χωρίς ποτέ να τις εξαλείφει πλήρως. Στο στάδιο αυτό η συνδικαλιστική και πολιτοκεντρική ενσωµάτωση των αγώνων στην Ασία παραµένει περιορισµένη, απ’ όπου και ο κατατεµαχισµένος χαρακτήρας τους, οι κατά βάση εξεγερσιακές και, όπως φαίνεται, ανοργάνωτες µορφές τους· απ’ όπου επίσης µια διαχείριση η οποία µέχρι στιγµής κατορθώνει να παρακάµψει µια συνολική καπιταλιστική λύση. Η διαχείριση αυτή καθίσταται δυνατή χάρη στον κοινωνικό περίγυρο όπου διεξάγονται οι αγώνες – έναν περίγυρο όπου δεν βρίσκονται αντιµέτωποι οι προλετάριοι και οι καπιταλιστές και όπου λειτουργούν πολλαπλές µεσολαβήσεις, τις οποίες κατά κανόνα πολύ λίγο γνωρίζουµε εξ αποστάσεως.

 

 

ΚΡΙΣΗ

 

Ο καπιταλισµός βρίσκεται σήµερα επισήµως σε κρίση. Δεν θα επιχειρήσουµε εδώ να αναλύσουµε την κρίση αυτή ούτε να προβλέψουµε τη µελλοντική πορεία της. Είναι σαφές ότι δεν µπορεί να αποκλειστεί µια βίαιη επιδείνωση της κρίσης στα προσεχή χρόνια, ότι οι καπιταλιστικοί ρυθµιστικοί µηχανισµοί σε παγκόσµια κλίµακα αποδεικνύονται ανίσχυροι να προβλέψουν και να περιορίσουν την εµβάθυνση µιας καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής, µε όλες τις απορρέουσες κοινωνικές συνέπειες. Ωστόσο, αυτό µπορεί να πάρει πολλές και διάφορες µορφές και, κυρίως, είναι σήµερα αδύνατον να προβλεφθεί τι θα ήταν µια υποθετική «έξοδος από την κρίση». Η ύπαρξη κύκλων στη διαδικασία συσσώρευσης είναι αναµφισβήτητη, αλλά η υπέρβασή τους –το να καταλήξει η κρίση σε µια αναδιάρθρωση του τρόπου παραγωγής και/ή σε µια επαναστατική κρίση– συνδέεται εγγενώς µε τις εντάσεις που εκδηλώνονται στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας και µε τους τρόπους ενσωµάτωσης των προλετάριων στο κεφάλαιο. Και αυτά τα διακυβεύµατα δεν εµπεριέχονται στους αντικειµενικούς νόµους της συσσώρευσης: συγκροτούνται µέσα σε σχέσεις δυνάµεων.

Μπορούµε πάντως να θέσουµε το ερώτηµα: ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος µιας γενικής κρίσης της αξιοποίησης στη µελλοντική εξέλιξη των ταξικών συγκρούσεων;

Η διαµόρφωση που φαίνεται να διαγράφεται εδώ και κάµποσο καιρό είναι διχοτοµική – και η κρίση θα µπορούσε κάλλιστα να την επιτείνει. Από τη µια πλευρά, αγώνες που µιλάνε µια εν γένει ρεφορµιστική (και σπανιότερα «ριζοσπαστική») πολιτική γλώσσα, τους οποίους θα µπορούσε να θεωρηθεί ότι τους δίνουν κατά κύριο λόγο «µεσαίες τάξεις» που έχει µπλοκαριστεί η αναπαραγωγή τους – κάτι που δεν παραπέµπει σε συγκεκριµένη ταξική σύνθεση αλλά κυρίως στο γεγονός ότι οι πληθυσµοί αυτοί παρεµβαίνουν πολιτικά, σαν αθροίσµατα ατόµων, και ότι γι’ αυτούς υπάρχει ανάγκη επανοικειοποίησης της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι εξεγέρσεις των φτωχών έξω από την κοινωνία των πολιτών και για τους οποίους η µόνη προοπτική επανοικειοποίησης είναι αυτή που αφορά αποθέµατα εµπορευµάτων στα οποία δεν έχουν πρόσβαση εξαιτίας της κατάστασής τους. Οι δύο αυτές συγκρουσιακές δυναµικές µπορούν να συνυπάρξουν µέσα στην ίδια στιγµή. Στην Ελλάδα τον Δεκέµβριο του 2008, για παράδειγµα, υπήρχαν αφενός οι εξεγερµένοι και οι διαδηλωτές που µιλούσαν πολιτική γλώσσα και αφετέρου οι «περιφερειακοί» που λεηλατούσαν και συγκρούονταν παραδίπλα. Οι τελευταίοι δεν πήγαιναν στις συνελεύσεις των πρώτων. Στις αρχές της λεγόµενης «αραβικής άνοιξης» αναπτύχθηκε λίγο-πολύ η ίδια σύζευξη ανάµεσα σε πολιτικά αιτήµατα και κινήµατα ταραχών.10

Η εµβάθυνση µιας κοινωνικής κρίσης σε παγκόσµια κλίµακα θα έβαζε άραγε τέλος στη διχοτοµία ανάµεσα στο Τότεναµ αφενός και τους αγανακτισµένους αφετέρου; Ελλείψει µιας κοινωνικά υπαρκτής επαναστατικής προοπτικής, η αυξανόµενη φτωχοποίηση µπορεί άραγε να οδηγήσει σε κάτι άλλο από έναν γενικευµένο πόλεµο συµµοριών σε παγκόσµια κλίµακα, ο οποίος θα γινόταν τότε, µέσα σε ένα γενικό πλαίσιο αποσυσσώρευσης, το υφάδι της καπιταλιστικής κυριαρχίας στους καιρούς κρίσης που έχουµε µπροστά µας; Οι µελλοντικοί αγώνες θα βοηθήσουν άραγε τελικά το κεφάλαιο να γεννήσει νέες σχέσεις παραγωγής και κυριαρχίας; Αυτό θα το µάθουµε στα επόµενα επεισόδια…

Μια βεβαιότητα πάντως: το κεφάλαιο δεν βρίσκεται ποτέ µε την πλάτη στον τοίχο εξαιτίας των αντικειµενικών νόµων της οικονοµίας, και το προλεταριάτο δεν θα οδηγηθεί ποτέ κατά µηχανικό τρόπο να κάνει την επανάσταση εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισµού. Πάντα υπάρχουν καπιταλιστικές απαντήσεις στις κρίσεις. Εκείνο που θα εµποδίσει µια συγκρουσιακή δυναµική να ενσωµατωθεί και να χωνευτεί σε µια καπιταλιστική αναδιάταξη των κοινωνικών σχέσεων δεν θα είναι ποτέ η αντικειµενική αδυναµία για κάτι τέτοιο, αλλά η ικανότητά της να το αρνηθεί επειδή έχει το βλέµµα στραµµένο σε κάτι άλλο. Έχουµε δει στην ιστορία ορισµένες απαρχές της διεργασίας αυτής, αλλά στην πραγµατικότητα δεν την είδαµε ποτέ να φτάνει στην κατάληξή της. Αν παραχθεί κάποτε, θα πρέπει, για να µπορέσει να θριαµβεύσει, να είναι ικανή να εξουδετερώσει όλα όσα είναι σε θέση να αντιπαρατάξει το κεφάλαιο στο επίπεδο της αναδιοργάνωσης των σχέσεων παραγωγής και κυριαρχίας – θα πρέπει δηλαδή να υπονοµεύσει το σύνολο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων µέσα στην ίδια την πρακτική της εξέγερσης.

Το παλιό εργατικό κίνηµα, που συνδεόταν εγγενώς µε ένα ξεπερασµένο σήµερα µοντέλο καπιταλιστικής κυριαρχίας, δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Αλλά, αν κάποτε αναδυθεί ξανά µια ταξική πάλη επαναστατικής εµβέλειας, θα πρέπει κατ’ ανάγκη να εγγραφεί σε µια διαδικασία όπου παράγονται δυναµικές (και µια γλώσσα) που δηµιουργούν κοινή προοπτική υπέρβασης των αγώνων που δίνουν οι φτωχοί για τα συµφέροντά τους – δυναµικές οι οποίες ταυτόχρονα θα παρακάµπτανε τον ταξικό οικουµενισµό που χαρακτηρίζει τις µεσολαβήσεις της κοινωνίας των πολιτών και της πολιτικής.

Μια τέτοια διεργασία δεν µπορεί να εµφανιστεί ανεξάρτητα από τη δυναµική του κεφαλαίου, γιατί σε τελική ανάλυση αυτή ακριβώς η δυναµική διαπλάθει εξ ολοκλήρου τις συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων. Ούτε όµως θα είναι ποτέ µηχανικό προϊόν της δυναµικής του κεφαλαίου.

 

 

ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΡΣΗ

 

Δεν βρισκόµαστε ακόµα σε αυτό το σηµείο. Στην περίοδο που βιώνουµε αντενδείκνυται περισσότερο παρά ποτέ να παρασυρθούµε από τον µεσσιανικό χαρακτήρα της προοπτικής της κατάργησης της ταξικής κοινωνίας (µεσσιανισµός ο οποίος συχνά καλλιεργείται από µια επαναστατική θεωρία που µαγνητίζεται από το νοητικό επέκεινα των καπιταλιστικών σχέσεων που προσπαθεί να κατανοήσει). Γιατί εκείνο που διακυβεύεται συγκεκριµένα στους αγώνες δεν είναι ποτέ η αναζήτηση ενός σηµείου καµπής ανάµεσα στην καπιταλιστική αναπαραγωγή και την «κοµµουνιστική» ρήξη: είναι πρωτίστως το εδώ και τώρα των καπιταλιστικών σχέσεων. Κι επειδή ακριβώς το κεφάλαιο δεν είναι αυτόνοµη µηχανή, επειδή είναι µια κοινωνική σχέση και ζει από τη δραστηριότητα των ανθρώπων, η κατανόηση του φαινοµένου δεν µπορεί να είναι παγιωµένη, δοσµένη µια για πάντα στα εγχειρίδια κριτικής της πολιτικής οικονοµίας.

Οι αγώνες, ακόµα κι όταν αποδεικνύονται αφοµοιωµένοι, όταν περιορίζονται σε αιτήµατα για το µοίρασµα της πίτας ή όταν αναπτύσσουν µια ταξική βία δίχως προοπτική ξεπεράσµατος, µας µιλούν συνεχώς για την κατάσταση αυτής της προβληµατικής σχέσης, για την εγγενή αδυναµία της να µετατρέψει τους ανθρώπους σε µηχανές.11 Όπως χθες ή σήµερα, έτσι και αύριο η διχοτοµία ανάµεσα στον αγώνα σαν στιγµή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τον αγώνα σαν ρωγµή στις καπιταλιστικές σχέσεις δεν θα τεθεί µε σαφώς οριοθετηµένο τρόπο. Στις στιγµές κρίσης της κοινωνικής τάξης πραγµάτων (και εν δυνάµει αυτό τίθεται σε κάθε ταξική σύγκρουση) διαµορφώνονται πάντα κάποιες καταστάσεις: το ζήτηµα δεν είναι να προσπαθούµε να προβάλουµε πάνω τους τις φαντασιώσεις ή τις θεωρητικές κατασκευές των επαναστατών δίχως επανάσταση, αλλά να τις αφουγκραζόµαστε, να προσπαθούµε να κατανοήσουµε τη γλώσσα τους, να τις διαβάζουµε σε σχέση µε τη γενική δυναµική του καπιταλισµού µε την οποία βρίσκονται αναγκαστικά σε αλληλεπίδραση.

Καθώς έρχονται να διαρρήξουν την καθηµερινή πορεία των πραγµάτων, οι αγώνες πάντα12 δηµιουργούν τη δυνατότητα ενός χώρου ανατροπής. Η ανατροπή είναι αυτό που, µέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις, επιτρέπει να διακρίνουµε ότι οι αγώνες δεν εξαντλούνται σε αυτές. Πρόκειται επίσης για τη συγκεκριµένη οργάνωση που συγκροτείται σε µια στιγµή αγώνα, για τις σχέσεις αλληλεγγύης που αναπτύσσονται, για την αναγνώριση µιας κοινής συνθήκης και την άρνησή της, για την αντιστροφή της βίας µέσα στις ιεραρχικές σχέσεις, για το φαντασιακό που παράγεται πάνω σε αυτές τις βάσεις. Κατ’ αυτή την έννοια, είναι τεράστια πρόκληση να κατανοήσουµε τι εξυφάνθηκε στην Αλβανία όταν ο πληθυσµός έδιωχνε το κράτος από τις πόλεις.

Στην εποχή µας που ελάχιστα προσφέρεται για κοµµουνιστική εσχατολογία, πέρα από οποιαδήποτε ανάλυση των επαναστατικών σκιρτηµάτων στους αγώνες (και κατά περίπτωση τη βίωσή τους), πέρα από οποιαδήποτε κατονοµασία της αντεπανάστασης που τους αντιπαρατίθεται (και κατά περίπτωση την καταπολέµησή της), χρειάζεται να ενδιαφερθούµε για τη συγκρουσιακή πορεία του καπιταλισµού, για τις κρίσεις που φέρει η αναπαραγωγή του, καθώς και για τις εξεγέρσεις που προκαλεί και θα εξακολουθήσει να προκαλεί. Γιατί ναι µεν οι σηµερινές εξεγέρσεις και οι σηµερινοί αγώνες ποτέ δεν θα παραγάγουν κατά µηχανικό τρόπο επαναστατικές προοπτικές, αλλά µόνο µέσα σε αυτές τις στιγµές και στη βάση των πρακτικών που αναπτύσσονται εκεί θα µπορέσει ίσως να αναδυθεί ξανά η επαναστατική προοπτική.

 

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΔΙΧΩΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Όντας αντανάκλαση της εποχής που τους παράγει, οι σηµερινοί επαναστάτες ακτιβιστές περιορίζονται σε µερικές χούφτες «ριζοσπαστών» που παράγονται από την κρίση αναπαραγωγής των δυτικών µεσαίων τάξεων.13 Τους παραµονεύει πάντα η πολιτική ειδίκευση της ζωής τους, και βέβαια δεν έχουν καµία επαναστατική δραστηριότητα: εκτός κι αν αναγάγουν τον εαυτό τους σε οικουµενικά επαναστατικά υποκείµενα, βρίσκονται διαρκώς αντιµέτωποι µε τα πραγµατικά διακυβεύµατα των αγώνων, τα οποία αφορούν τη διαπραγµάτευση των υπαρχουσών συνθηκών και όχι την κατάργησή τους. Θέτοντας συνεχώς το ζήτηµα της «παρέµβασης», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επικυρώνουν µιαν εξωτερικότητα –την εξωτερικότητα της επαναστατικής προοπτικής και, πιο πέρα, όσων αυτοανακηρύσσονται επαναστάτες– σε σχέση µε ό,τι διακυβεύεται στους αγώνες.

Δεν τίθεται ζήτηµα να κάνουµε κήρυγµα στους ακτιβιστές και τους αγωνιστές από υπαρξιακή σκοπιά. Γενικά και αφηρηµένα, δεν είναι δυνατόν να επικριθεί η επιθυµία/ανάγκη που µπορεί να έχουµε για να επιζητήσουµε να εγγραφούµε σε δυναµικές αγώνα, σε αντιπαλότητες και σε ποικίλες καταστάσεις πάνω στις βάσεις που βρίσκουµε γύρω µας και µαζί µε άλλους, δίνοντας στον εαυτό µας ό,τι µέσα µπορούµε: όσο και να ’ναι, αυτά τα πράγµατα επιτρέπουν να νιώσουµε λίγο περισσότερο ζωντανοί. Οι αναπόφευκτες διευθετήσεις µας µε έναν κόσµο στον οποίο δεν ζητήσαµε να γεννηθούµε, οι όσο το δυνατόν λιγότερο σαπισµένες πρακτικές και «τρόποι ζωής» που θα µπορούσαµε να συγκροτήσουµε µέσα του, αυτά είναι υπόθεση του καθένα και στην πραγµατικότητα δεν επιδέχονται κριτική παρά µόνο στις συγκεκριµένες λεπτοµέρειες.

Το ζητούµενο είναι απλώς να µην φανταζόµαστε ότι η επέκταση αυτών των υπαρξιακών τρόπων θα φέρει την επανάσταση, ή ότι οι αυτοανακηρυσσόµενοι επαναστάτες θα κάνουν την επανάσταση πάνω στις δικές τους βάσεις. Δεν πρόκειται για µεθοδολογικό σφάλµα ως προς τον τρόπο παρέµβασης, τοποθέτησης κτλ. Πρόκειται απλώς για το γεγονός ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων την ύπαρξή τους, άλλα αντίθετα η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή τους»: καθώς συνενώνονται και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σαν όµοιους, οι µικρές οµάδες αυτοανακηρυσσόµενων επαναστατών παράγουν αναγκαστικά µια «ριζοσπαστικότητα» (λόγου και δράσης) που προσιδιάζει στη θέση την οποία οι ίδιοι κατέχουν µέσα στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και στην ταυτότητα που διαµόρφωσαν στο πλαίσιο αυτό για τον εαυτό τους. Η ριζοσπαστικότητα αυτή µπορεί να επεκταθεί µόνο µε τη µορφή της αριθµητικής αύξησης ενός πάντοτε κοινωνικά καθορισµένου χώρου, ο οποίος θα οδηγηθεί λογικά να «κάνει πολιτική», δηλαδή να στρατολογήσει, να συγκροτήσει τις ιεραρχικές σχέσεις που αρµόζουν στην πολιτική ειδίκευση και να αναγάγει τους αγώνες σε ζήτηµα αυτοαναπαραγωγής. Και, καθώς θα τα κάνει αυτά, να δίνει επίσης µαθήµατα εξέγερσης σε εκείνους που έχουν τους περισσότερους λόγους να εξεγερθούν.

Η πολιτική, έστω και «ριζοσπαστική», έχει πάντοτε να πουλήσει µια πραµάτεια και ποτέ δεν είναι εντελώς αµέτοχη σε νταβατζιλίκια.

(Δεν υπάρχει ωστόσο καµία προλεταριακή αυθεντικότητα που θα µπορούσε να αντιπαρατεθεί στη «µικροαστική» εξέγερση. Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές δεν έχουν άλλωστε κανένα νόηµα από µόνες τους: ανάµεσα στον µετανάστη που δουλεύει στην οικοδοµή και βγάζει αξιοπρεπώς τα προς το ζην και τον απόφοιτο γιο καθηγητή που τα «κουτσοβολεύει» δεξιά κι αριστερά, ποιος βρίσκεται πάνω από τον άλλον από ταξική άποψη; Δύσκολο να πούµε. Κι όµως οι σχέσεις που τους καθορίζουν δεν παύουν να είναι σχέσεις ταξικές, κατά το ότι παραµένουν διαµεσολαβηµένες από την ταξική κοινωνία, εµπλέκοντας τους τρόπους πρόσβασης στο χρήµα αλλά και το κοινωνικό κεφάλαιο, τη σχέση µε τις «επιλογές ζωής», την πολιτιστική εγγύτητα µε τις κυρίαρχες τάξεις, την ικανότητα οικειοποίησης της αστικής «γνώσης» κτλ. – χωρίς να µιλήσουµε για όλες τις κοινωνικές µορφές της ανδρικής κυριαρχίας, οι οποίες πάντα παρεµβάλλονται στα ζητήµατα αυτά. Όλες αυτές οι σχέσεις, οι οποίες συνθέτουν το υφάδι της ανισότητας µεταξύ των ανθρώπων, αποτελούν επίσης την αντικειµενικότητα της ταξικής κοινωνίας, από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγει ακόµα και ο κάτοχος του πιο λυσσαλέου βολονταρισµού.)

Το ενδόµυχο δράµα των επαναστατών δίχως επανάσταση στις αρχές του 21ου αιώνα είναι ότι ζουν διαρκώς µε προβολές στο µέλλον. Καταλήγουµε να χτίζουµε υποθέσεις και (αναπόφευκτα) φαντασιώσεις µε βάση τους απόηχους ταξικής βίας που φτάνουν στα αυτιά µας, χωρίς ποτέ να κατανοούµε πλήρως τι παράγουν αυτοί που εξεγείρονται. Όσο κι αν θα θέλαµε να ήταν αλλιώς τα πράγµατα, οι προβληµατικές ενός «τοιχόβιου»14 του Μπαµπ ελ-Ουέντ όταν πετροβολάει τους µπάτσους δεν είναι ίδιες µε εκείνες των αυτοανακηρυσσόµενων επαναστατών των δυτικών µητροπόλεων, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ο ένας έχει δίκιο και ο άλλος άδικο. Μόνο που ο τοιχόβιος δεν επιδιώκει να ενσωµατώσει το σκεπτικό των ριζοσπαστών σε µια δική του γενική αντίληψη των αντιπαλοτήτων – του είναι αδιάφορο. Οι ριζοσπάστες το επιδιώκουν και, έστω και λίγο αν το επιχειρήσουν στην πράξη, είναι δύσκολο να αποφύγουν για πολύ την τροµερή διαπίστωση: οι φτωχοί συνήθως δεν συµπεριφέρονται όπως θα ήθελαν οι ριζοσπάστες.

Οι αγώνες και οι εξεγέρσεις δεν βγαίνουν από µαγική χύτρα. Το υλικό τους δεν είναι φτιαγµένο από όνειρα ή γενικές ιδέες, αλλά από τις κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν στον χώρο εµφάνισής τους, και αναγκαστικά µε αυτές καταπιάνονται – η επιλογή µιας «ριζοσπαστικότητας» είναι φαντασιακή προβολή και αναγκαστικά εξωτερική προς αυτά που διακυβεύονται στους αγώνες.

Για τους αυτοανακηρυσσόµενους επαναστάτες είναι πάντοτε περίπλοκο να αντιπαραβάλουν την επαναστατική επιβεβαίωση µε την πραγµατικότητα των τωρινών ταξικών σχέσεων και συγκρούσεων. Η δυσκολία αυτή δεν περιορίζεται άλλωστε στη σφαίρα του ακτιβισµού: µπορούµε επίσης να τη δούµε να εκδηλώνεται (µε διαφορετικό τρόπο) στο πλαίσιο της θεωρίας που έχει επαναστατικές βλέψεις. Το σηµείο καµπής της θεωρίας έγκειται στο γεγονός ότι είναι µια δραστηριότητα που προσπαθεί να κατανοήσει τη δυναµική εκείνου που παράγει το σύνολο της ανθρώπινης ζωής σήµερα (του κεφαλαίου), ενώ ταυτόχρονα προβάλλει µια ανατροπή της τάξης πραγµάτων του κόσµου από εκείνους που µέσα του είναι κοινωνικά υποταγµένοι (τους φίλους µας τους προλετάριους). Αλλά η ικανότητα της θεωρίας να αλληλεπιδρά µε ό,τι κάνουν οι τελευταίοι είναι κοινωνικά περιορισµένη: παραµένοντας υπόθεση διανοουµένων, η θεωρία εγγράφεται στις υπάρχουσες ταξικές σχέσεις (όπου εκείνοι που επιδίδονται σε αυτό το είδος δραστηριότητας δεν είναι οι κοινωνικά υποταγµένοι). Αυτό δεν µπορεί να ξεπεραστεί όσο η θεωρία δεν βρίσκεται σε άµεση αλληλεπίδραση µε εµπειρίες αγώνων που είναι κι αυτοί επαναστατικοί. Γύρω στο 1848, στο 1917, στο 1968 κτλ., η επανάσταση ήταν µια διεργασία σε εξέλιξη, και η θεωρητικοποίησή της εξαρτιόταν από όποιες ρήξεις παράγονταν µέσα στη σύγκρουση – η θεωρητικοποίηση ήταν τότε αναπόσπαστο µέρος της επαναστατικής διεργασίας. Έξω από αυτές τις περιόδους επαναστατικού αναβρασµού, η θεωρία αποκτά το νόηµά της σαν θεωρία του κεφαλαίου, αλλά οι προοπτικές που επιζητεί να χαράξει όσον αφορά την κατάργησή του παραµένουν θεωρητικές: είναι νοητικές προβολές έξω από τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τους ταξικούς προσδιορισµούς οι οποίοι παράγουν τη θεωρία σαν διαχωρισµένη δραστηριότητα.

Στη σηµερινή περίοδο η επαναστατική ανίχνευση είναι ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, τίποτα παραπάνω. Μόλις συγκροτηθεί σε τελεολογική συστηµατοποίηση που προσπαθεί µε γερά σπρωξίµατα να χωρέσει τα γεγονότα στις προϋπάρχουσες εννοιολογήσεις της, η επαναστατική θεωρία γίνεται δραστηριότητα κλεισµένη στον εαυτό της µε κυριότερο επίδικο την αντιπαράθεση απόψεων µεταξύ λίγο-πολύ ειδικευµένων διανοουµένων, µια δραστηριότητα που πάντοτε υπάρχει κίνδυνος να παράγει την ίδια εργαλειακή σχέση µε τους αγώνες όπως εκείνη που χαρακτηρίζει τον ακτιβισµό που έχει επαναστατικές βλέψεις.

Όλα αυτά δεν είναι λόγος για να πάψουµε να διαβάζουµε τον κόσµο µέσα στον οποίο τριγυρνάµε, βρίσκοντας σε αυτόν µια λογική, µια έσχατη συνοχή – και να τον υποβάλλουµε σε συνολική κριτική. Αντίθετα, πρέπει να το κάνουµε µε σοβαρότητα, γιατί πρόκειται για σοβαρή υπόθεση. Αλλά πρέπει επίσης να κατορθώνουµε να το κάνουµε χωρίς να παραπαίρνουµε τον εαυτό µας στα σοβαρά, γιατί το κρίσιµο περιεχόµενο δεν είναι ίδιο όπως όταν αυτή η κριτική έθετε πρακτικά ζητήµατα σε ένα κοινωνικά υπαρκτό επαναστατικό κίνηµα. Εµείς οι «επαναστάτες» δεν έχουµε ούτε κατά διάνοια τα µέσα για να είµαστε επαναστάτες, και στην πραγµατικότητα, µέσα στην ταξική κοινωνία όπου ζούµε, είµαστε όλοι κατά βάση κάτι άλλο.

 

Bob

 

 

1    [Σ.τ.W.] Η διατύπωση αυτή ενέχει κάποιους κινδύνους. Πρώτο, µπορεί να προκαλέσει σύγχυση σχετικά µε την έννοια της παραγωγικής εργασίας: Παραγωγική είναι η εργασία που µετέχει στο κύκλωµα παραγωγής υπεραξίας. Το κεφάλαιο τείνει να εντάσσει ολοένα και περισσότερες «αναπαραγωγικές δραστηριότητες» σε αυτό το κύκλωµα αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι κατορθώνει µε αυτόν τον τρόπο να άρει τη διάκριση ανάµεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή. Όποια δραστηριότητα ενσωµατώνεται στο κύκλωµα παραγωγής υπεραξίας είναι παραγωγική, γιατί η παραγωγή είναι παραγωγή εµπορευµάτων και όχι γενικά και αόριστα «υλικών αγαθών» ή «υπηρεσιών». Δεύτερο (παρότι ο συγγραφέας φροντίζει να αποσαφηνίσει τη θέση του στην υποσηµείωση 5), η διατύπωση αυτή θα µπορούσε να παρερµηνευτεί και ως τάση καπιταλιστικής κατάργησης του κοινωνικού φύλου, της φυλής και όλων των άλλων σχέσεων που υποστηρίζουν την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η αναδιάρθρωση είναι βέβαια και αναδιάρθρωση των σχέσεων αυτών όχι όµως εξαφάνιση τους µέσα στην εκµετάλλευση.

2    [Σ.τ.W.] Οι «άλλοι» και οι «άλλες» είναι εκείνο το ρευστό τµήµα του προλεταριάτου που ενσωµατώνεται στην καπιταλιστική κοινωνία διά του αποκλεισµού του από την εργασία ή µέσω της επισφαλούς του σχέσης µε την εργασία, µιας σχέσης που τείνει περισσότερο προς τον αποκλεισµό παρά προς τη µερική ενσωµάτωση. Ο τρόπος επιβίωσής τους δεν είναι δυνατό να µην συνδέεται µε κοινωνικές ταυτότητες. Όσο υπάρχει η καπιταλιστική κοινωνία θα υπάρχουν κοινωνικές ταυτότητες στις οποίες θα καθηλώνεται το προλεταριάτο. Η καθήλωση αυτή είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας ως κοινωνίας. Ακόµη και η εργατική ταυτότητα για την οποία συνεχώς γράφουµε ότι έχει παρακµάσει δεν είναι δυνατό να εξαφανιστεί πλήρως, εκείνο που συµβαίνει είναι η αποδυνάµωσή της στον βαθµό που να µην µπορεί να υπάρχει πλέον το εργατικό κίνηµα, ο ορίζοντας της επανάστασης ως εργατική κοινωνία.

3      Η διάκριση που κάνει η µαρξική θεωρία ανάµεσα στην τυπική και την πραγµατική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας αφορά κυρίως τον τρόπο άντλησης υπεραξίας: η απόλυτη υπεραξία παράγεται µε αύξηση του χρόνου εργασίας, ενώ η σχετική υπεραξία µε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασιακής δύναµης. Η πραγµατική κυριαρχία σηµατοδοτεί την πρωτοκαθεδρία της σχετικής υπεραξίας, που συνοδεύεται από την ενσωµάτωση της αναπαραγωγής του εργατικού δυναµικού στην καπιταλιστική σχέση. Οι δύο αυτές µορφές καπιταλιστικής εκµετάλλευσης µπορούν να συνυπάρχουν και να εναλλάσσονται. Μέσα όµως από το πρίσµα των τρόπων υπαγωγής µπορούµε επίσης να διαβάσουµε την ιστορία του κεφαλαίου, που είναι η ιστορία των κρίσεών του και των αναδιαρθρώσεών του. Στην περίπτωση αυτή το κρίσιµο στοιχείο δεν είναι τόσο ο τρόπος άντλησης υπεραξίας όσο ο τρόπος ενσωµάτωσης των προλετάριων στις καπιταλιστικές σχέσεις. Η φορντιστική περίοδος, που στην Ευρώπη αντιστοιχεί χρονικά στη µεταπολεµική «ένδοξη τριακονταετία», σηµαδεύει τη στιγµή της επέκτασης της πραγµατικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, µέσω της ανάπτυξης της µαζικής κατανάλωσης, αλλά και του θριάµβου της δηµοκρατίας, τόσο στο κράτος όσο και στην επιχείρηση. Με την αναδιάρθρωση που άρχισε στη δεκαετία του 1970, συνεχίστηκε και εµβαθύνθηκε η επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσο στην παραγωγή όσο και στην αναπαραγωγή, ενώ µερικές φορές στη σχέση εκµετάλλευσης στις περιφερειακές ζώνες σηµειώθηκε επάνοδος σε µορφές απόλυτης υπεραξίας. Αν λοιπόν η πραγµατική κυριαρχία του κεφαλαίου εµβαθύνθηκε κατά την τελευταία αυτή περίοδο, ο λόγος δεν είναι ο τρόπος άντλησης υπεραξίας αλλά η αυξηµένη ενσωµάτωση της σφαίρας της αναπαραγωγής στις καπιταλιστικές σχέσεις.

4    [Σ.τ.W.] Πρόκειται για θεωρητικό σφάλµα. Η παραγωγός τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι το κεφάλαιο γιατί διαθέτει τα µέσα παραγωγής, από τα οποία είναι ριζικά αποκλεισµένοι οι προλετάριοι. Μόνο από την ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και της ταξικής πάλης, της ιστορίας της, παράγεται ο κοµµουνισµός ως πιθανό µέλλον της ανθρωπότητας. Η αντίληψη που θεωρεί την εκµετάλλευση ως ιδιοποίηση των ήδη παραχθέντων προϊόντων, θέτει εκ των πραγµάτων στον ορίζοντα της ταξικής πάλης το ζήτηµα της «δίκαιης διανοµής» και αφήνει τη µορφή της παραγωγικής διαδικασίας και τη διάκριση ανάµεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή έξω από το οπτικό πεδίο της κριτικής της.

5    Σήµερα οι σχέσεις αυτές διαθέτουν µια κεντρική µεσολάβηση, τη µεσολάβηση του χρήµατος – µοναδική οικουµενική µεσολάβηση µεταξύ των ανθρώπων σε έναν κόσµο όπου ο νόµος της αξίας έχει κυριεύσει το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Και πρωτίστως µε αυτή την έννοια όλες οι τωρινές ταξικές σχέσεις είναι, αντικειµενικά και υποκειµενικά, καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις – όχι επειδή συµπεριλαµβάνουν κατ’ ανάγκη την κατεξοχήν καπιταλιστική κοινωνική σχέση, τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας.

6    Βέβαια, αρκετοί αγώνες της περιόδου του εργατικού κινήµατος µιλούσαν εντελώς δική τους γλώσσα· επίσης, αρκετοί άλλοι δανείζονταν το επαναστατικό του συντακτικό µόνο επιδερµικά, σαν λόγο ο οποίος χρησίµευε για να γίνουν θεµιτοί οι αγώνες που διεξάγονταν για τα ιδιαίτερα συµφέροντα ορισµένων κοινωνικών οµάδων. Ποτέ δεν πρόκειται να γίνει δηµοσκόπηση για το ζήτηµα αυτό, δεν είναι πάντως βέβαιο ότι τόσοι προλετάριοι, έστω και αγωνιζόµενοι, αναγνώριζαν τον εαυτό τους µέσα σε µια επαναστατική προοπτική. Αλλά ας µην υπερβάλλουµε.

7    Τον Φεβρουάριο του 1997 η κατάρρευση των εταιρειών-πυραµίδων, που έκαναν χρηµατιστηριακές τοποθετήσεις και µε τις οποίες συνδεόταν όλη σχεδόν η πολιτική τάξη, κατέστρεψε πολλούς Αλβανούς. Οι διαδηλώσεις µετατράπηκαν σε ταραχές και, ύστερα από λεηλασία των στρατοπέδων, σε ένοπλη εξέγερση. Ένα µεγάλο µέρος της χώρας (κυρίως ο Νότος) ξέφυγε τότε από τον έλεγχο του κράτους, χωρίς να αναδυθεί καµιά µορφή πολιτικής ηγεσίας της εξέγερσης. Η τάξη αποκαταστάθηκε τελικά τον Απρίλιο µε ευρωπαϊκή στρατιωτική επέµβαση.

8    Αυτό που εννοούµε εδώ όταν µιλάµε για «φτωχούς» δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό µε την έννοια της εξαθλίωσης. Εννοούµε ταυτόχρονα την εµπειρία της διαρκούς αντιπαράθεσης µε το χρήµα σαν αναγκαιότητα και την εµπειρία των ιεραρχιών µεταξύ των ανθρώπων όπως αυτές διαπλάθονται από την ταξική κοινωνία – κάτι που συµπεριλαµβάνει και υπερβαίνει το ζήτηµα της πρόσβασης στο χρήµα. Εποµένως εννοούµε επίσης την εξωτερικότητα σε σχέση µε την κοινωνία των πολιτών: οι φτωχοί είναι εκείνοι (από τον µπανγκλαντεσιανό εργάτη µέχρι τον άνεργο από το Μάλι που βρίσκεται στο Παρίσι και συµπεριλαµβάνοντας τον άνεργο περιθωριακό του Αλγεριού ή του Κλισί-σου-Μπουά) που δεν εµπλέκονται στις διευθετήσεις παραγωγής «της κοινωνίας» και των µυθοπλαστικών κατασκευών της όσον αφορά τους δεσµούς οι οποίοι συνενώνουν κατά αφηρηµένο τρόπο τους ανθρώπους που έχουν γίνει πολίτες. Η κατηγορία των φτωχών ούτε καλύπτει την κατηγορία των προλετάριων ούτε της αντιτίθεται. Η διαφορά έγκειται απλώς στο επίπεδο ανάγνωσης: οι προλετάριοι ορίζονται στη σχέση τους µε το κεφάλαιο (σχέση που δεν συµπίπτει µε καµία άµεσα βιωνόµενη εµπειρία), ενώ οι φτωχοί ορίζονται στη σχέση τους µε την άµεση κοινωνική κατάστασή τους ως κατώτερων (σχέση που βιώνεται άµεσα). Οι προλετάριοι δεν είναι όλοι κατ’ ανάγκη φτωχοί (κάποιοι µπορεί να είναι ενσωµατωµένοι στις µεσολαβήσεις της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως στη Δύση)· από την άλλη πλευρά, αν δεχτούµε τον ορισµό των «δίχως µέσα επιβίωσης», όλοι οι φτωχοί είναι προλετάριοι. Όταν όµως οι φτωχοί κινητοποιούνται συλλογικά, ο δεσµός που τους ενώνει δεν είναι ποτέ πολιτικός: είναι καρπός του άµεσου συµµερισµού µιας κοινωνικής κατάστασης, η οποία εγγράφεται σε σχέσεις αντιπαλότητας και ταυτόχρονα αναγνώρισης που παράγονται και αναπαράγονται τοπικά. Όταν οι φτωχοί κινούνται ενάντια στην κατάσταση που τους επιφυλάσσεται, έρχονται δυνητικά σε σύγκρουση µε τον εξαναγκασµό που τους διατηρεί στην κατάσταση αυτή (η αστυνοµία µε όλες της τις µορφές)· έρχονται δυνητικά σε σύγκρουση µε τις άµεσες κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εγγράφεται η φτώχεια τους (εκείνοι που βρίσκονται απέναντί τους και που τους εκµεταλλεύονται, έχουν στη διάθεσή τους τα εµπορεύµατα κτλ.)· έρχονται επίσης δυνητικά σε σύγκρουση µε τους φτωχούς που βρίσκονται απέναντί τους. Δεν το κάνουν επειδή είναι βλάκες αλλά για κοινωνικά συµφέροντα (υλικά ή µη) που συνδέονται µε την τωρινή κατάστασή τους, και πρόκειται για σχέσεις που είναι κι αυτές ταξικές κοινωνικές σχέσεις παραγόµενες από το κεφάλαιο – σχέσεις που, ως προς ό,τι τις παράγει, δεν µπορούν να διακριθούν από την εξέγερση «ενάντια στους καταπιεστές». Περισσότερο παρά ποτέ, ο καπιταλισµός δεν δηµιουργεί ενότητα µεταξύ των φτωχών· περισσότερο παρά ποτέ, δεν τους κάνει «επαναστατικό υποκείµενο» που θα έβαζε στόχο του να κυριεύσει την κοινωνία για να την ανατρέψει.

9    Εκείνο που είχε οδηγήσει στην καπιταλιστική δυναµική της «ένδοξης τριακονταετίας» ήταν κυρίως µια καλύτερη ενσωµάτωση των προλετάριων στις καπιταλιστικές σχέσεις και η επέκταση της πραγµατικής κυριαρχίας του κεφαλαίου επί της εργασίας: το 1936 ήταν οδυνηρή για τη γαλλική εργοδοσία η παραχώρηση άδειας µετ’ αποδοχών, αλλά πιο µακροπρόθεσµα το ζήτηµα χρειάζεται να γίνει αντιληπτό σε σχέση µε την ανάδυση της µαζικής παραγωγής/κατανάλωσης και της αγοράς των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου. Γενικά, όλες οι «κοινωνικές κατακτήσεις» της φορντιστικής περιόδου, όσο κι αν «κερδήθηκαν µε σκληρούς αγώνες», συµµετείχαν σε αυτή τη διαδικασία.

10  Εδώ και µερικές δεκαετίες τα ξεσπάσµατα της δυτικής νεολαίας, χαρακτηριζόµενα από τις ταραχές και τις συνελεύσεις και µε έντονο πολιτικό χρωµατισµό, φαίνεται να ξεφεύγουν από αυτή τη διχοτοµία. Μπορούµε να θεωρήσουµε ότι το φαινόµενο αυτό ξεκίνησε µε το κίνηµα του ’77 στην Ιταλία και να το συνδέσουµε µε το κίνηµα κατά της σύµβασης πρώτης απασχόλησης (CPE) του 2006 στη Γαλλία και µε τις ταραχές του Δεκεµβρίου 2008 στην Ελλάδα (µε όλα όσα συνεπάγονται τα τριάντα χρόνια που τα χωρίζουν). Στα εξεγερσιακά αυτά κινήµατα ο ταξικός ντετερµινισµός υποτάσσεται στη νεολαιίστικη διάσταση και στη συνακόλουθη κοινωνική ανάµιξη. Θα γίνουν αντιληπτά σαν κινήµατα άρνησης των µηχανισµών κοινωνικής αναπαραγωγής, µιας άρνησης που εκφράζεται µε αφετηρία τις διάφορες µορφές κοινωνικής διαβίωσης που χαρακτηρίζουν µια νεολαία η οποία δεν έχει ακόµα εξοβελιστεί στην ανάγκη ατοµικής αναπαραγωγής του σαρκίου της κι έτσι εκδηλώνεται σαν «αποσυνδεδεµένη» και µε συλλογική βλέψη σε «κάτι άλλο». Θα γίνουν επίσης αντιληπτά, από µια πιο αντικειµενιστική σκοπιά, σαν συµπτώµατα κρίσης της ενσωµάτωσης των προλετάριων στο κεφάλαιο, µιας κρίσης που προσιδιάζει στην περίοδο µετά την αναδιάρθρωση. Το δυναµικό ρήξης τους είναι συχνά µεγάλο και η σύγκρουση µε την αστυνοµία, σε συνδυασµό µε τη γενικευµένη κουβέντα και την απόλαυση µιας απότοµα συγκροτηµένης συλλογικής δύναµης, φαίνεται µερικές φορές να προεικονίζουν την όψη του κυοφορούµενο επαναστατικού αύριο. Όµως τα κινήµατα αυτά προσκρούουν πάντα στο ίδιο όριο: την αδυναµία τους να παραγάγουν µια σχέση δυνάµεων που να εκφράζεται µέσα στην ίδια την καπιταλιστική σχέση, τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Σαν συνέπεια της αναδιάρθρωσης και του τέλους του κοινωνικού ανήκειν που συνδέεται µε την εργασία, η ζωή βρίσκεται εφεξής έξω από το εργοστάσιο, όπως επίσης έξω από αυτό εκφράζεται συλλογικά η άρνηση της κοινωνικής τάξης πραγµάτων – ενώ ο κόσµος αυτός εξακολουθεί κατά βάση να αναπαράγεται µέσα στο αναδιαρθρωµένο εργοστάσιο. Ο τωρινός τρόπος παραγωγής είναι εκείνος που παράγει την «αποσύνδεση» της νεολαίας του (που κι αυτή η νεολαία είναι µια κατηγορία την οποία ο ίδιος δηµιούργησε µέσα στην παραγωγίστικη ευφορία της «ένδοξης τριακονταετίας»), και έχει µέχρι στιγµής κατορθώσει να οριοθετήσει την ανατρεπτικότητα που µπορεί να εκδηλωθεί στην κατάσταση αυτή σαν ζήτηµα κοινωνικής πειθαρχίας το οποίο, όσο κι αν δεν είναι καθόλου ασήµαντο, δεν έχει καµία σχέση µε το τι θα ήταν µια γενικευµένη κρίση της αναπαραγωγής του µεταβλητού κεφαλαίου. Σε ό,τι εκφράστηκε µέσα του σαν άρνηση του καπιταλιστικού κόσµου, το κίνηµα του ’77 στην Ιταλία αναδύεται σαν η στιγµή µε τις περισσότερες επαναστατικές δυνατότητες κατά τη δεκαετία ου 1970. Αν όµως ο αγώνας εισέβαλε τότε στον δρόµο, στις γειτονιές, στις σχολές κτλ., αυτό οφείλεται και στο ότι εγκατέλειπε τον χώρο των εργοστασίων και ότι κάπου είχε επέλθει µια ήττα: το ιταλικό προλεταριάτο του 1977 είχε χάσει την ικανότητά του να µπλοκάρει τον πυρήνα της µηχανής, και το κίνηµα ανατροπής που εξαπλώθηκε τότε στην κοινωνία δεν σταµάτησε ούτε στο ελάχιστο την καπιταλιστική επίθεση, η οποία εκτυλισσόταν παράλληλα µε στόχο την αναδιάρθρωση των µισθιακών σχέσεων.

11  [Σ.τ.W.] Η διατύπωση αυτή δηµιουργεί ένα ερώτηµα. Τι είναι ο άνθρωπος; Τα βιολογικά χαρακτηριστικά του; Αν έχει κάποια µηχανικά εξαρτήµατα στο σώµα του, για παράδειγµα ένα µηχάνηµα που στηρίζει την καρδιακή του λειτουργία παύει να είναι εκατό τοις εκατό άνθρωπος; Χρειάζεται µεγάλη προσοχή σε διατυπώσεις που υπονοµεύουν την κατανόηση της κοινωνίας και της ιστορίας της ως κοινωνίας και ιστορίας σχέσεων και διολισθαίνουν σε οντολογικές αντιλήψεις.

12  [Σ.τ.W.] Ολόκληρη αυτή η παράγραφος διέπεται από τη γνωστή στο ρεύµα της κοµµουνιστικοποίησης αντίληψη του Ζυλ Ντωβέ και όσων ακολουθούν ή εµπλουτίζουν την αντίληψη αυτή µε το πέρασµα των χρόνων. Στη λέξη πάντα εντοπίζεται η πηγή του προβλήµατος αυτής της αντίληψης. Αν οι σχέσεις κοινότητας που δηµιουργούνται µέσα στους ταξικούς αγώνες δηµιουργούν πάντα τη δυνατότητα ανατροπής είναι απορίας άξιο πώς σχεδόν πάντα αποτυγχάνουν. Πρόκειται ουσιαστικά για µια αντικειµενίστικη αντίληψη. Το τέλος είναι βέβαιο καθώς εµπεριέχεται στην ίδια τη φύση του προλεταριάτου η οποία είναι η «ανθρώπινη ουσία». Έτσι όλοι οι αγώνες αντιµετωπίζονται ως χαµένες ευκαιρίες για την επανάσταση, το περιεχόµενο της επανάστασης είναι πάντα το ίδιο, ο α-ιστορικός κοµµουνισµός, και η αποτυχία τους οφείλεται πάντα σε λάθη, αστοχίες, προδοσίες των επαναστατών. Οι επαναστάτες δεν είναι ποτέ αρκετά ικανοί να πετύχουν τον στόχο τους. Για µια ενδελεχή κριτική αυτής της άποψης δείτε το κείµενο «Πολύ κακό για το τίποτα» στο blaumachen #5.

13  Όσο για τον λόγο των επαναστατών αγωνιστών της περιφέρειας, έχει βαθµιαία µετατοπιστεί από τον «σοσιαλισµό» προς δηµοκρατικές διεκδικήσεις τύπου «ανθρώπινα δικαιώµατα και κοινωνική δικαιοσύνη», όπου δεν τίθεται καθόλου ζήτηµα ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος.

14  «Hittiste» στα αραβικά του Μαγκρέµπ: αυτός που ακουµπάει στον τοίχο, δηλαδή νεαρός άνεργος που σκοτώνει την ώρα του.


Leave a Reply