subscribe to RSS

Théorie Communiste

Théorie Communiste

1 comment
Théorie Communiste

Για την ιστορική καταγωγή της
«
Théorie Communiste»

[Από το κείμενο Qui sommes nous?]

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Théorie Communiste» (TC) κυκλοφόρησε το 1977. Η αρχική ομάδα σχηματίστηκε το 1975. Νωρίτερα, κάποια από τα μέλη αυτής της ομάδας εξέδιδαν το περιοδικό «Intervention Communiste» (κυκλοφόρησαν δύο τεύχη το ’72 και το ’73) και συμμετείχαν στην έκδοση «Cahiers du Communisme de Conseils». Αυτό το περιοδικό εκδιδόταν στη Μασσαλία ανάμεσα στο ’68 και το ’73 και ήταν στενά συνδεδεμένο με την ICO («Informations et Correspondance Ouvriére», η οποία αργότερα έγινε «Echanges et Mouvement»). Η ομάδα διαχωρίστηκε από τα «Cahiers du Communisme de Conseils» όταν το περιοδικό αυτό άρχισε να συγχωνεύεται με τη «Révolution Internationale» («International Communist Current»). Το σύντομο ιστορικό που ακολουθεί μας επιτρέπει εν μέρει να κατανοήσουμε τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα που οδήγησαν στη γέννηση της TC.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μια ολόκληρη τάση που αντιμετώπιζε ήδη κριτικά την ιστορική υπεραριστερά άρχισε να βρίσκει ορισμένες όψεις της ανάλυσης της υπεραριστεράς ανεπαρκείς, συγκεκριμένα την κριτική όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών διαμεσολαβήσεων που μορφοποιούν το γεγονός ότι το προλεταριάτο ανήκει, ως τάξη, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Στα συμπεράσματα που μπορούμε να αντλήσουμε από το κύμα των ταξικών αγώνων του τέλους της δεκαετίας του ’60, η ίδια η έκκληση να δράσει η τάξη για τον εαυτό της αποκρύπτει το ουσιώδες πρόβλημα: το ζήτημα δεν είναι να ανακαλύψουμε ξανά μια καθαρή επιβεβαίωση του προλεταριάτου. Η επανάσταση, η καταστροφή του κεφαλαίου, θα είναι η άμεση άρνηση όλων των τάξεων, συμπεριλαμβανομένου του προλεταριάτου. Ωστόσο, δεν θέλαμε να υιοθετήσουμε την προσέγγιση της «Invariance» η οποία, εκκινώντας από αυτή την παρατήρηση, κατέληγε να αρνηθεί κάθε ταξική προσέγγιση των αντιφάσεων της υπάρχουσας κοινωνίας και της επανάστασης, ούτε αυτή του «Mouvement Communiste», με επικεφαλής τον Jean Barrot (Ζιλ Ντωβέ), το οποίο επιδίωξε να ριζοσπαστικοποιήσει την προβληματική της υπεραριστεράς με μια δόση μπορντιγκισμού.

Αρχικά, το θεωρητικό έργο της TC (σε συνεργασία με την ομάδα που εξέδιδε τη «Négation») συνίστατο στην επεξεργασία της έννοιας του εργατικού προγράμματος, του «προγραμματισμού». Η κρίση του τέλους της δεκαετίας του ’60/ αρχής της δεκαετίας του ’70 ήταν η πρώτη κρίση του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Σηματοδοτούσε το τέλος όλων των προηγούμενων κύκλων, οι οποίοι από τις αρχές του 19ου αιώνα είχαν ως άμεσο περιεχόμενο και ως στόχο την ενίσχυση της τάξης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την επιβεβαίωσή της ως τάξης της παραγωγικής εργασίας, μέσω της κατάληψης της εξουσίας και της έναρξης μιας μεταβατικής περιόδου. Πρακτικά και θεωρητικά, ο προγραμματισμός χαρακτηρίζει το σύνολο αυτής της περιόδου των ταξικών αγώνων του προλεταριάτου. Παρόλο που αναγκαστικά ανανέωσε αυτή την προβληματική, η «Echanges» (που εκδίδεται στα αγγλικά και τα γαλλικά) παραμένει στην ίδια γενική βάση, δηλαδή στο ότι μέσα σε κάθε αγώνα το προλεταριάτο οφείλει να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό του∙ η επανάσταση γίνεται έτσι η εξέλιξη των αγώνων, η εξέλιξη αυτής της κατάκτησης του εαυτού.

«Théorie Communiste»

[κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «THÉORIE COMMUNISTE»

αριθ. 14, Δεκ. 1997]

Η αφορμή για το γράψιμο του κειμένου αυτού δόθηκε όταν μια ομάδα «νεαρών» Λυωνέζων, που τους απασχολούσε ένας θεωρητικός προβληματισμός πάνω στην ιταλική και την ολλανδική υπεραριστερά, ζήτησε να «παρουσιάσει» το περιοδικό «Théorie Communiste». Αυτό στάθηκε για μας μια ευκαιρία να συνοψίσουμε την προβληματική μας και τις σημερινές μας θέσεις. Μέσα στη σύνοψη αυτή ενσωματώνουμε κάπου-κάπου ορισμένες παραγράφους από παλαιότερα τεύχη του περιοδικού, αλλά το ουσιώδες είναι η συνολική και σύντομη έκθεση της θεωρητικής μας δουλειάς και εκείνων που σήμερα αποτελούν τους θεμελιώδεις της άξονες.

____________________

Το θεμελιώδες πρόβλημα στο οποίο αναπόφευκτα οδηγείται κάθε θεωρητική παραγωγή, το οποίο οφείλει να αντιμετωπίσει και να προσπαθήσει να επιλύσει, είναι το ακόλουθο: πώς μπορεί το προλεταριάτο, δρώντας αποκλειστικά και μόνο ως τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, στο πλαίσιο της αντίφασής του με το κεφάλαιο στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, να καταργήσει το κεφάλαιο, άρα και τις τάξεις, άρα και τον εαυτό του, δηλαδή να παραγάγει τον κομμουνισμό;

Η γενεαλογία αυτού του ζητήματος μάς οδηγεί στην κληρονομιά της υπεραριστεράς, και κυρίως της γερμανο-ολλανδικής. Θα μπορούσαμε βέβαια να φτάσουμε ως τον Μαρξ, ή τον Μπακούνιν στη διαμάχη του με τον Μαρξ, και ως μερικούς αναρχικούς θεωρητικούς. Πιο κάτω θα δούμε γιατί η λεγόμενη Ιταλική Αριστερά δεν έφτασε ως την αναγκαιότητα αυτού του ερωτήματος.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισε η TC από τις απαρχές της το 1975 είναι εκείνο που θέτει, σε μια προοπτική που παραμένει ταξική, η παραγωγή του κομμουνισμού ως κατάργηση του κεφαλαίου και συνεπώς των τάξεων, ως υπέρβαση όλων των σημερινών κατηγοριών μέσα στις οποίες ορίζονται το κεφάλαιο και οι τάξεις: ανταλλαγή, αξία, κράτος, ύπαρξη των τάξεων ως ιδιαιτεροποίηση της κοινότητας, καταμερισμός της εργασίας, ιδιοκτησία, σύστημα της μισθωτής εργασίας, συσσώρευση, παραγωγικές δυνάμεις, επιχειρηματικό πλαίσιο, ύπαρξη και άρα διαχείριση της οικονομίας. Ο κομμουνισμός δεν είναι η εργατική διαχείριση αυτού του τρόπου παραγωγής, ο συνειδητός επωμισμός των αντιφάσεών του, η συνέχιση του δικού του προγράμματος ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων το οποίο δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας ο ίδιος· ο κομμουνισμός δεν είναι τρόπος παραγωγής, δεν είναι ούτε καν κοινωνία, με την έννοια μιας ολότητας όπου θα ήταν εμβαπτισμένες οι σχέσεις που τα άτομα ορίζουν αναμεταξύ τους μέσα στη μοναδικότητά τους, επειδή δεν θεωρεί τίποτε από τα όσα υπάρχουν ως κάτι που πρέπει να αναπαραχθεί. Ο κομμουνισμός είναι αυτό που το προλεταριάτο βρίσκει μέσα του την ικανότητα να παραγάγει, καταργώντας το κεφάλαιο και τον εαυτό του.

Τοποθετούμαστε λοιπόν μέσα στην «κληρονομιά» της γερμανο-ολλανδικής υπεραριστεράς, αλλά χρειάζεται να εξηγήσουμε ποια είναι για εμάς η δυναμική αυτής της «κληρονομιάς». Το να τοποθετείται κάποιος στο πλαίσιο αυτής της «κληρονομιάς» δεν συνίσταται στην επανάληψη του οποιουδήποτε αναλλοίωτου χαρακτήρα των θέσεων του K.A.P.D., της A.A.U.D. ή θεωρητικών όπως ο Γκόρτερ, ο Πάννεκουκ ή ο Ρύλε. Δεν είναι καν σταχυολόγηση από ένα σύνολο θέσεων· το σημαντικό είναι το θεωρητικό σύστημα, η προβληματική.

***

Η γερμανική επανάσταση βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη θεωρητική της έκφραση στα κείμενα και στην οργανωτική πρακτική των διάφορων τάσεων της υπεραριστεράς, μέσα ακριβώς από το πλήθος των διασπάσεων και συσπειρώσεων. Η υπεραριστερά εκφράζει, αφενός, την περάτωση ενός προηγούμενου μακρόχρονου κύκλου αγώνων (από το 1871 ή ακόμη από το 1848) και, αφετέρου, την αποτυχία αυτού του κύκλου. Ωστόσο, εξαιτίας του ίδιου του περιεχομένου της ταξικής πάλης και μάλιστα στην ήττα της, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η υπεραριστερά αποσαφήνισε αυτό το περιεχόμενο και θεωρητικοποίησε την ήττα, η υπεραριστερά προαναγγέλλει μια νέα περίοδο, μια νέα δόμηση τη ταξικής πάλης από πρακτική και θεωρητική άποψη.

Ο κύκλος αγώνων που περατώνεται με τη γερμανική επανάσταση του 1918-1923 είναι εκείνος της επανάστασης και του κομμουνισμού ως επιβεβαίωσης της τάξης – η οποία αναγορεύεται άρχουσα τάξη, εγκαθιδρύει μια μεταβατική περίοδο, επωμίζεται την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον ιστορικό τερματισμό των αντιφάσεων του καπιταλισμού. Πρόκειται για την «κοινωνία των συνασπισμένων παραγωγών» που περιγράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», για τα μέτρα που σκιαγραφεί το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» του 1848 ή η «Κριτική του προγράμματος της Γκότα». Για να φτάσουμε σ’ αυτή την «αποθέωση» του προλεταριάτου που γίνεται άρχουσα τάξη, οι προϋποθέσεις της επανάστασης, αλλά και η ίδια η επανάσταση, εκδηλώνονται με την ενίσχυση της τάξης στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ενίσχυση του κόμματος (του οποίου η ίδια η έννοια και η ύπαρξη συνδέονται με τη συγκεκριμένη δόμηση της ταξικής πάλης), συνδικαλιστική πίεση, συνταγματικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, κοινοβουλευτισμός. Στην πραγματικότητα, μέσα σ’ αυτή την προοπτική όπου η επανάσταση είναι επιβεβαίωση της τάξης, ο ρεφορμισμός ενυπάρχει στην ίδια τη διαδικασία της ταξικής πάλης. Δεν πρόκειται για σφάλματα, για παρεκκλίσεις από κάποια ορθοδοξία. Το γεγονός ότι το προλεταριάτο θέτει την επανάσταση ως επιβεβαίωσή του, αναγόρευσή του σε άρχουσα τάξη και γενίκευση της προλεταριακής συνθήκης στο σύνολο της κοινωνίας· ότι η ενίσχυσή του στο εσωτερικό του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής αποτελεί τη βασιλική οδό αυτής της επιβεβαίωσης· ότι η τελευταία συγχέεται μάλιστα με την ενίσχυση του ίδιου του κεφαλαίου – όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο δομείται η αντίφαση μεταξύ των τάξεων, μέσα σ’ αυτή την ιστορική φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής την οποία, ακολουθώντας την περιοδολόγηση του Μαρξ, αποκαλούμε τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Στη φάση αυτή, το κεφάλαιο –για να εκφραστούμε συνοπτικά– αποτελεί έναν εξωτερικό καταναγκασμό από τον οποίο το προλεταριάτο μπορεί να απελευθερωθεί· το ζητούμενο είναι η απελευθέρωση της εργασίας, η οποία μπορεί τότε να φαίνεται σαν πραγματικά διαφορετική από τη μισθωτή εργασία, δηλαδή σαν σχέση της εργασίας με τον εαυτό της στον βαθμό που η εργασία θεωρείται επιδεκτική απελευθέρωσης. Έτσι όμως η επανάσταση και ο κομμουνισμός γίνονται ανέφικτα. Όχι επειδή από καταβολής κόσμου η επανάσταση είναι κάτι άλλο. Αλλά επειδή η επιβεβαίωση της τάξης –όταν τίθεται πρακτικά με τέτοιο τρόπο μέσα την πάλη των τάξεων– και η διαδικασία την οποία απαιτεί στο εσωτερικό του καπιταλισμού, βρίσκουν στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου την αναγκαιότητά τους, την ύπαρξή τους. Βρίσκουν το εγγενές όριό τους στην ίδια την ανάπτυξη του κεφαλαίου, αναγκαία μορφή αυτής της ενίσχυσης της τάξης και της οργάνωσής της.

Πράγματι, από τη στιγμή που η μετάβαση στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο έχει προχωρήσει σημαντικά (τέλος 19ου αιώνα), η αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης έρχεται σε αντίθεση με την ενίσχυσή της στο εσωτερικό του κεφαλαίου, κατά το ότι αυτή η ενίσχυση είναι σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό η ίδια η κίνηση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η [αυτόνομη] επιβεβαίωση δεν μπορεί παρά να βρίσκει σ’ αυτή την ενίσχυση το θεμέλιό της, τον ορισμό των στόχων της και τον λόγο ύπαρξής της. Η γενική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, όχι μόνο της γερμανικής, είναι η πολιτική, κοινωνική και θεωρητική εκδήλωση αυτής της δυναμικής. Η επανάσταση ως επιβεβαίωση λειτουργεί βάσει μιας δυαδικότητας όρων που αναπτύσσεται ιστορικά ως αντίθεση ανάμεσα στην αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης και την ενίσχυσή της μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Οι όροι της αντίθεσης, που ώς το 1871 μπορούσαν να συνυπάρχουν στο εργατικό κίνημα κατά το μάλλον ή ήττον «φιλικά», δεν το μπορούν πια… Η γερμανική επανάσταση, κι επομένως και οι διάφορες τάσεις της υπεραριστεράς, παγιδεύονται από αυτή την κατάσταση: η αυτόνομη επιβεβαίωση του προλεταριάτου συγκρούεται με ό,τι είναι, με ό,τι έχει γίνει το προλεταριάτο μέσα στο κεφάλαιο, συγκρούεται με την ίδια την ισχύ της τάξης ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης βρίσκεται αντιμέτωπη με την ίδια της την άρνηση (η αντεπανάσταση είναι εγγενώς συνδεδεμένη μαζί της) μέσα σ’ αυτό που αποτελεί τον λόγο ύπαρξής της. Σε σχέση με τη γερμανική επανάσταση έγινε λόγος για «τραγωδία», και η έκφραση θα ήταν σχεδόν σωστή – αν δεν υπονοούσε μια εσωτερική αντίφαση της τάξης (οι δύο εξαναγκασμοί του τραγικού ήρωα). Η ισχύς της τάξης, ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι στην πραγματικότητα ισχύς του κεφαλαίου στο οποίο η ισχύς της τάξης πάντα υπάγεται και το οποίο την κάνει πραγματικά δική του εξ ορισμού, σαν δική του κίνηση. Στην περίοδο της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, η ενίσχυση της τάξης, μέσα στην οποία η εργασία τίθεται σαν ουσία του κεφαλαίου, συγχέεται με την ίδια την ανάπτυξη του κεφαλαίου. Έτσι, από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η ενίσχυση της τάξης μπορεί να αναγορευθεί διαχείριση του κεφαλαίου, να γίνει καθαυτήν η οξεία μορφή της αντεπανάστασης. Αναγνωρίζοντας ως περιεχόμενό της την ανταλλαγή, την αξία, το πλαίσιο της επιχείρησης (πάντοτε η τάξη υπάρχει κάπου για το κεφάλαιο), τη συσσώρευση βάσει των τομέων, τον σχεδιασμό, η επιβεβαίωση της τάξης θέτει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως προϋπόθεσή της και, σύμφωνα με την ιστορικά προσδιορισμένη φύση της, θέτει την επανάσταση ως ανέφικτη. Η ρωσική επανάσταση υπήρξε το υπόδειγμα αυτού του ανέφικτου, αυτής της διαδικασίας, έστω κι αν χρειάστηκαν ιδιαίτερες περιστάσεις προκειμένου να είναι η ίδια η επιβεβαίωση της τάξης εκείνη που ολοκληρώνεται ως αντεπανάσταση και ανάπτυξη του κεφαλαίου (ο προσδιορισμός της σύνθεσης της καπιταλιστικής τάξης παρουσιάζει σχετικό μόνο ενδιαφέρον).

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (για να τοποθετήσουμε χρονολογικά τη ρήξη), η μετάβαση του κεφαλαίου στην πραγματική υπαγωγή, ύστερα από τη μακρόχρονη ύφεση στα τέλη του 19ου αιώνα, έχει ξεκινήσει για τα καλά. Η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο σημαίνει ότι η αναπαραγωγή του προλεταριάτου ενσωματώνεται, κατά συγκρουσιακό τρόπο, στον ίδιο τον κύκλο του κεφαλαίου (σχετική υπεραξία)· σημαίνει ότι η απορρόφηση της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο πραγματοποιείται μέσα στην ίδια την άμεση διαδικασία παραγωγής, η οποία, χάρη στην ανάπτυξη του παγίου κεφαλαίου, έχει εναρμονιστεί με την έννοια του κεφαλαίου· σημαίνει ότι η ανταλλαγή στις τιμές παραγωγής εκμηδενίζει -στο επίπεδο της συνολικής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής- τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εργασίας ως εργασίας που παράγει αξία· σημαίνει ότι η εργασία που παράγει υπεραξία, με τη μορφή της σχετικής υπεραξίας, προσδιορίζεται πλήρως ως μισθωτή εργασία. Η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι συνεχώς, και θεμελιωδώς, ιστορία της αντίφασης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Η μετάβαση του τρόπου παραγωγής στην πραγματική υπαγωγή οικοδομεί τους ιστορικούς καθορισμούς της στην περίοδο του επαναστατικού κύματος που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μετάβαση αυτή θα φέρει τα «στίγματά» της ως ιδιαιτεροποίηση της εργατικής τάξης και επιβεβαίωση μιας εργατικής ταυτότητας στο εσωτερικό της ίδιας της αναπαραγωγής του κεφαλαίου (βλ. «Προβληματικές της αναδιάρθρωσης», T.C. 12).

Η γερμανική επανάσταση, και η θεωρητική της έκφραση στη γερμανο-ολλανδική υπεραριστερά, από τη μια πλευρά εκφράζουν την πάλη εναντίον αυτής της ενσωμάτωσης της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης στον ίδιο τον κύκλο του κεφαλαίου. Πρόκειται για την έμπρακτη κριτική όλων των μεσολαβήσεων της ενίσχυσης της τάξης στο εσωτερικό του τρόπου παραγωγής σαν διαδικασίας της ίδιας της επανάστασης: συνδικαλισμός, μαζικό κόμμα, κοινό μέτωπο, κοινοβουλευτισμός. Ορισμένες μερίδες της υπεραριστεράς φτάνουν μάλιστα στο σημείο να επικρίνουν κάθε μισθολογικό αγώνα ότι εκτρέπει την τάξη από την επανάσταση, επειδή οι αγώνες αυτοί είναι «αυτοαναγνώριση» της τάξης μέσα στο σύστημα. Από την άλλη πλευρά, η υπεραριστερά ανάγει τον κομμουνισμό σε αποκάλυψη του είναι του προλεταριάτου ως τάξης παραγωγικής, τάξης της εργασίας, της συνεργατικής εργασίας μεγάλης κλίμακας. Θεωρείται ότι τίποτε δεν χωρίζει πια την τάξη από κάτι που αυτή περιέχει άμεσα, που το φέρει εντός της: τον κομμουνισμό. Η μορφή συμβούλιο είναι επομένως η φυσική μορφή της δραστηριότητάς της. Αλλά τότε ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ μέρους του προλεταριάτου διαχείριση της παραγωγής βάσει των κατηγοριών που ορίζουν και το ίδιο: ιδιοκτησία (συλλογική, κοινωνική, κρατική…), καταμερισμός της εργασίας, ανταλλαγή, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ύπαρξη μιας οικονομίας ως τομέα της αντικειμενοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Εκδηλώνοντας με τον σαφέστερο τρόπο την ενσωμάτωσή του, δηλαδή το γεγονός ότι ορίζεται από το κεφάλαιο, το προλεταριάτο δεν μπορεί πια μέσα στον αγώνα του παρά μόνο να ενισχύσει συγκρουσιακά τον αντίπαλό του (το κεφάλαιο είναι ακριβώς η διαδικασία αυτής της σύγκρουσης) και να αναγνωρίσει την αναγκαιότητά του1.

Την ενσωμάτωση που πραγματοποιείται στη μετάβαση προς την πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας η υπεραριστερά την είδε μόνο στις μεσολαβήσεις της ενίσχυσης της τάξης, και διαχώρισε τις μεσολαβήσεις αυτές από τον ορισμό του προλεταριάτου ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο κομμουνισμός ήταν η αποκάλυψη, η απελευθέρωση του ίδιου τού είναι της τάξης, όπως η τάξη υπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και όπως ορίζεται απ’ αυτόν. Η ιταλική υπεραριστερά δεν έφτασε ώς ένα τέτοιο σημείο ρήξης που παράγει ερωτήματα και υπερβάσεις. Περιορίστηκε στην κριτική των μεσολαβήσεων όχι καθεαυτές, όχι επειδή ήταν μεσολαβήσεις, αλλά κατά τυπικό τρόπο· τις μορφές αυτών των μεσολαβήσεων τις κατανοούσε μόνο ως μορφές και έτσι ακριβώς διατύπωνε την κριτική της γι’ αυτές (μαζικό κόμμα, ενιαίο μέτωπο, αντιφασισμός…). Ήθελε τις μεσολαβήσεις (κόμμα, συνδικάτα, μεταβατική περίοδος, εργατικό κράτος) της ενίσχυσης της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ή της επιβεβαίωσής της, χωρίς αυτές να εκφράζουν την ύπαρξη της τάξης ως τάξης αυτού του τρόπου παραγωγής (βλ. τις συζητήσεις του «Bilan» σχετικά με τον συνδικαλισμό και μάλιστα ακόμη και σχετικά με την ύπαρξη του προλεταριάτου).

Η εμβάθυνση της πραγματικής υπαγωγής δεν μπορούσε παρά να αποβεί μοιραία για την υπεραριστερά. Γινόταν ολοένα καταφανέστερο –όχι σαν διανοητική ανακάλυψη αλλά ως πρακτική της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής– ότι ο συνδικαλισμός, ο κοινοβουλευτισμός, ο ενστερνισμός της δημοκρατίας (στον βαθμό που η δημοκρατία αποτελεί τον αναγκαίο φετιχισμό αυτής της κοινωνίας, συμμαχία των τάξεων), η εκ μέρους του εργαζομένου υπεράσπιση της συνθήκης του, η οργάνωση σε κόμμα, όλα αυτά δεν ήταν μεσολαβήσεις εξωτερικές από το είναι της τάξης, απ’ ό,τι η τάξη ήταν εξ ορισμού μέσα στην αμοιβαία συνεπαγωγή της με το κεφάλαιο. Ο ισχυρισμός, παράλληλα προς την κριτική όλων των μεσολαβήσεων, ότι το είναι της τάξης φέρει άμεσα τον κομμουνισμό δεν μπορούσε να αφήσει «ανέπαφο» αυτό το είναι σαν επαναστατική φύση προς ελευθέρωση. Γινόταν φανερό, μέσα στην κριτική αυτών των μεσολαβήσεων και όλων των πρακτικών που παίρνουν την ονομασία «παλιό εργατικό κίνημα», ότι εκείνοι που διατύπωναν την κριτική απλώς «έδειχναν» και προσέκρουαν στο γεγονός ότι το προλεταριάτο ανήκει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ορίζεται μέσα του, ενώ ταυτόχρονα επέμεναν να αντιλαμβάνονται τον κομμουνισμό ως αποκάλυψη και ελευθέρωση αυτού του είναι. Εμμένοντας στην κατάφαση αυτού του είναι, δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν την αντίληψη της επανάστασης ως απελευθέρωσης της τάξης, ενώ ταυτόχρονα, με την κριτική των μεσολαβήσεων, καταργούσαν κάθε δυνατότητα υλοποίησης αυτής της κατάφασης. Διατηρούσαν εξάλλου μια προοπτική του κομμουνισμού ως εργατικής διαχείρισης του κεφαλαίου.

Ωστόσο, η ιστορία της γερμανο-ολλανδικής υπεραριστεράς δεν είναι απλώς και μόνο μια πορεία προς αυτό το αδιέξοδο· η γερμανο-ολλανδική υπεραριστερά είχε επίσης, σχεδόν ενάντια στον εαυτό της (όπως δείχνει η ίδια η ιστορία των διασπάσεών της στις δεκαετίες του 1920 και 1930), παραγάγει τις προϋποθέσεις και τα θεωρητικά όπλα της υπέρβασής της. Ο προβληματισμός της σχετικά με το «παλιό εργατικό κίνημα», η ανάλυσή της για τη ρωσική επανάσταση και οι κριτικές της για την εργατική πολιτική οδήγησαν τη γερμανο-ολλανδική υπεραριστερά να θεωρήσει ότι το προλεταριάτο κάνει την επανάσταση, φέρει τον κομμουνισμό, όντας σε αντίφαση με όλα όσα συνιστούν και εκφράζουν την άμεση ύπαρξή του σ’ αυτή την κοινωνία και καταστρέφοντάς τα. Διατηρούσαν την επανάσταση ως κατάφαση του είναι της τάξης, ενώ συγχρόνως κριτικάριζαν όλες τις μορφές ύπαρξης αυτού του είναι. Πάντα σε μια προοπτική κατάφασης της τάξης, η υπεραριστερά βρισκόταν σε αδιέξοδο αλλά η κριτική της για την ύπαρξη της τάξης αποτελούσε την οδό διαφυγής από το αδιέξοδο. Θα αρκούσε να μη θεωρείται πια ότι αυτή η ύπαρξη της τάξης βρίσκεται σε αντίφαση με το είναι της.

Εκείνο που η «Υπεραριστερά» (ο όρος εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, σχηματοποιώντας, μετά τον θρίαμβο της αντεπανάστασης, όλες τις προόδους της Αριστεράς μέσα στο επαναστατικό κύμα) δεν κατόρθωσε ποτέ να πει ήταν ότι η τάξη είναι επαναστατική βρίσκοντας μέσα στον ίδιο τον ορισμό της ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής την ικανότητα και την αναγκαιότητα να αρνηθεί, ενάντια στο κεφάλαιο, τον εαυτό της ως τάξη. Όταν το κατόρθωσε, στην κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1960, ήταν το κύκνειο άσμα της. Όσοι πλησίασαν περισσότερο αυτή την αντίληψη δεν μπόρεσαν, μέσα στην υποβλητικότητα της εργατικής ταυτότητας σ’ αυτή την πρώτη φάση της πραγματικής υπαγωγής, παρά να εγκαταλείψουν τη θεωρία του κομμουνισμού ως θεωρία του προλεταριάτου (όπως, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η ομάδα «Κομμουνιστής Εργάτης»· ορισμένοι από το «Bilan»· η «τάση του Έσσεν» του K.A.P.D., που συνάντησε τις θεωρίες των «Jungen» σχετικά με τον εργάτη-άτομο· και όλοι όσοι εγκατέλειψαν «μην πιστεύοντας πια στο προλεταριάτο»). Χρειάστηκε να περιμένουμε τη δεκαετία του 1960 για να ξανατεθεί το ζήτημα· αυτή ήταν η βασική συνεισφορά της «Καταστασιακής Διεθνούς», αν και με παραπλανητικό τρόπο. Οι ορισμοί του προλεταριάτου και του θεάματος προϋποθέτουν ότι το πρόβλημα έχει ήδη λυθεί, καθώς περιορίζονται στο επίπεδο του ατόμου και του εμπορεύματος· είχαμε και πάλι την αλλοτρίωση, αλλά όχι την αμοιβαία συνεπαγωγή μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Τελικά η «Invariance» έλυσε το πρόβλημα καίγοντας τα χλωρά μαζί με τα ξερά: «Το καταληκτικό σημείο έχει ήδη υποδειχθεί: να τοποθετήσουμε τα όρια της θεωρίας του προλεταριάτου σε ιστορικό επίπεδο, δηλαδή να δείξουμε ότι κατά τους επαναστατικούς αγώνες αυτού του αιώνα το προλεταριάτο δεν πρότεινε μιαν άλλη κοινωνία, έναν άλλο τρόπο ζωής· ότι σε τελική ανάλυση διεκδικούσε απλώς μιαν άλλη διαχείριση του κεφαλαίου […] Επιβλήθηκε τότε η ανάγκη να οριοθετηθούν τα όσα εκείνοι (οι αγώνες της δεκαετίας του 1920) είχαν κατορθώσει να δώσουν, καθώς και να κατανοηθεί γιατί το δρων κίνημα των ημερών μας δεν κατόρθωνε να ξεπεράσει αυτά τα προηγούμενα. Προέκυψε πως δεν θα μπορούσαμε να βγούμε από το αδιέξοδο αν δεν εγκαταλείπαμε τη θεωρία του προλεταριάτου» (Jacques Camatte, «Invariance», σειρά II αριθ. 6, σελ. 39, 1975).

Στον βαθμό που εμβαθυνόταν η πραγματική υπαγωγή, η οποία ήταν η πραγματική αντεπανάσταση επί το έργον σε σχέση με την περίοδο των αρχών της δεκαετίας του 1920, φαινόταν ότι οι μεσολαβήσεις της ύπαρξης της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής όχι μόνο δεν ήταν εξωτερικές από αυτό το «είναι» της τάξης, ώστε να πρέπει να επιβεβαιωθεί εναντίον τους, αλλά δεν ήταν άλλο από αυτό το είναι σε κίνηση, μέσα στην αναγκαία συνεπαγωγή του με τον άλλο πόλο της κοινωνίας. Η υπεραριστερά έφτανε ταυτόχρονα, αφενός, στην κριτική κάθε σχέσης ανάμεσα στην ύπαρξη της τάξης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τον κομμουνισμό και, αφετέρου, στην επιβεβαίωση της αρμονικής αντιστοιχίας του κομμουνισμού και του είναι της τάξης· η αντίφαση ξεπερνιόταν προσωρινά με την κατανόηση (περιορισμό) της ενσωμάτωσης σαν απόρροιας όλων των μεσολαβήσεων που τίθενται ανάμεσα στο είναι της τάξης και τον κομμουνισμό. Κατά την υπεραριστερά, έπρεπε να καταπολεμήσουμε και να εξαλείψουμε όλες αυτές τις μεσολαβήσεις. Το προλεταριάτο έπρεπε να αρνηθεί τον εαυτό του ως τάξη του κεφαλαίου (να αποκτήσει την αυτονομία του) για να πραγματώσει εκείνο που το προλεταριάτο αληθινά ήταν και που υπερέβαινε το κεφάλαιο: τάξη της εργασίας και της κοινωνικής της οργάνωσης, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά η ξεροκέφαλη πραγματικότητα επέβαλλε να δούμε ότι το αληθινό είναι του προλεταριάτου ήταν ακριβώς εκείνο που επέτρεπε στις μεσολαβήσεις να υπάρχουν, βρισκόταν σε μιαν αναγκαία σχέση με αυτές τις μεσολαβήσεις. Η υπεραριστερά μάς είχε υποδηλώσει ότι «η επανάσταση και ο κομμουνισμός δεν είναι επιβεβαίωση της τάξης όπως αυτή υπάρχει μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής». Αλλά δεν κατόρθωσε η ίδια να αντλήσει τις συνέπειες αυτής της διαπίστωσης ως προς ό,τι θεωρούσε επαναστατικό είναι του προλεταριάτου, το οποίο πάντοτε το έθετε σαν διαχωρισμένο από την «ύπαρξη» του προλεταριάτου (η υπεραριστερά λειτουργούσε βάσει μιας δυαδικότητας που μπορούσε να πάρει τη μορφή: προλεταριάτο/ εργατική τάξη).

Η υπεραριστερά, παρ’ όλους της τους περιορισμούς, μάς είχε οδηγήσει ίσαμε το θεμελιώδες θεωρητικό σημείο του κομμουνισμού ως άρνησης του προλεταριάτου (κάτι που ακόμη και σήμερα χρειάζεται να ορίσουμε). Μόνο μετά την επαναστατική ανάκαμψη του τέλους της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970 υποχρεωθήκαμε να αντλήσουμε τα θεωρητικά διδάγματα όλου αυτού του κύκλου αγώνων, που άρχισε τη δεκαετία του 1920, και να τον ξεπεράσουμε. Η εμπειρία αυτών των χρόνων δεν μπορούσε πια να αφήσει καμία ψευδαίσθηση ότι οι διαχειριστικές προοπτικές είναι επαναστατικές. Η ιταλική υπεραριστερά είχε ήδη ενστερνισθεί αυτή την κριτική, αλλά χωρίς να τη συνδέει –κάθε άλλο μάλιστα– με την άρνηση της τάξης από την ίδια την τάξη, εκτός ίσως κατά έναν τρόπο που ήταν «λαθρόβιος» σε σχέση με τον επίσημο λόγο της (βλ. τις αμφιβολίες του Μπορντίγκα που τόνισε ο Camatte στο βιβλίο «Bordiga et la passion du communisme», εκδ. Spartacus). Ο κύκλος αγώνων που είχε περατωθεί μάς άφηνε δύο βεβαιότητες: η επανάσταση και ο κομμουνισμός είναι κατάργηση του καπιταλισμού κι επομένως και κατάργηση των τάξεων, όλων των τάξεων, συμπεριλαμβανομένου του προλεταριάτου (εδώ έχουμε την κομμουνιστική θεωρία ως θεωρία της επανάστασης)· η αντίφαση μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου είναι η ίδια η διαδικασία μέσα στην οποία παράγεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η ίδια η διαδικασία της συσσώρευσής του ως ποιοτική κίνηση, και η ίδια η διαδικασία των αναδιαρθρώσεών του (εδώ έχουμε την κομμουνιστική θεωρία ως θεωρία της αντεπανάστασης). Έτσι εξαλειφόταν αυτομάτως η δυνατότητα να αναζητήσουμε αλλού, και όχι στις αυστηρά καπιταλιστικές συνθήκες αυτής της αντίφασης, την ικανότητα του προλεταριάτου να παραγάγει τον κομμουνισμό. Ξαναβρισκόμασταν λοιπόν αδυσώπητα αντιμέτωποι με το ερώτημα που τέθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου: «πώς μια τάξη που δρα αποκλειστικά και μόνο ως τάξη μπορεί να καταργήσει τις τάξεις»;

***

Διατυπώθηκαν τότε, στις συνθήκες των αρχών της δεκαετίας του 1970, δύο τύποι απαντήσεων. Η πρώτη συνίστατο στην υιοθέτηση των συνεισφορών της υπεραριστεράς, χωρίς τη διαχειριστική πτυχή (περιοδικό και βιβλίο «Le Mouvement Communiste») ή αφήνοντάς την σε εκκρεμότητα· στην περίπτωση αυτή οδηγούμασταν απλώς και μόνο σε έναν κατάλογο «επαναστατικών θέσεων» («Bail à céder»), των οποίων οι «επαναστάτες» ήταν θεματοφύλακες (Le Mouvement Communiste 4). Η συλλογιστική αυτή συνεχίζεται αργότερα σε περιοδικά όπως το «La Banquise» ή το «La Guerre Sociale», αλλά σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό στηρίζεται σε μιαν ανθρωπιστική κατανόηση του προλεταριάτου, η οποία είναι εμφανής στα περιοδικά «Le Brise-glace» και «Mordicus»: απελευθέρωση της ανθρώπινης δραστηριότητας κάτω από την εργασία ή τις τάξεις, το κεφάλαιο ως καταπίεση, το προλεταριάτο ως φτωχοί. Τελικά, μη μπορώντας πια να συλλάβει την αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου ως πηγή δημιουργίας του κομμουνισμού, η συνολική αντίληψη συνίστατο σε μιαν αντίθεση ανάμεσα στην τάση προς τον κομμουνισμό και στον καπιταλισμό. Αυτό οδηγεί σε μια κατανόηση της πορείας της κοινωνίας ως αντίθεσης ανάμεσα στην αληθινή ανθρώπινη κοινότητα και την ψευδή: τη δημοκρατία (εδώ βρήκε έδαφος η παρεκτροπή του ιστορικού «αναθεωρητισμού» περί του Ολοκαυτώματος, βλ. T.C. 13).

Η δεύτερη απάντηση ήταν να μιλάμε για αυτοάρνηση του προλεταριάτου («Négation»· «Intervention Communiste», «Théorie Communiste» αριθ. 1· «Crise Communiste»). Παραδόξως, βρισκόμασταν ακόμη μέσα στην προηγούμενη προβληματική: εξακολουθούσαμε να αναφερόμαστε σε μια επαναστατική φύση του προλεταριάτου. Αυτή η επαναστατική φύση ήταν μια εσωτερική αντίφαση ανάμεσα στην ένταξη του προλεταριάτου σ’ αυτή την κοινωνία και την άρνησή της, η οποία γινόταν αντιληπτή ως «τάση» που υπάρχει στο προλεταριάτο και που έρχεται σε ρήξη με αυτή την ένταξη. Η αυτοάρνηση αναγεννούσε την ουσία του ανθρώπου· βρισκόμασταν ακόμη στον σχολαστικισμό και την τελολογία: η ουσία, η ύπαρξη, το είναι, οι τάσεις, οι σημασίες, οι ιδιότητες… Μέσα σ’ εκείνη την προβληματική απείχαμε πάντα μόνο δυο βήματα από την εγκατάλειψη της ταξικής θεωρίας και τη μετάπτωση σε μια θεωρία της ανθρωπότητας και/ή του ατόμου («Crise et Communisme»· «L’unique et son ombre»).

Ξεκινώντας από εκεί, επιχειρήσαμε μια δουλειά θεωρητικού επαναπροσδιορισμού της αντίφασης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Έπρεπε, σε μια πρώτη φάση, να επαναπροσδιορίσουμε την αντίφαση κατά τρόπο ώστε να είναι αντίφαση που φέρει ως επίλυσή της τον κομμουνισμό και ταυτόχρονα αναπαραγωγική και δυναμική αντίφαση του κεφαλαίου. Έπρεπε να θεμελιώσουμε την ταυτότητα του προλεταριάτου ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ως τάξης επαναστατικής. Αυτό συνεπαγόταν ότι δεν θα αντιλαμβανόμασταν πια αυτή την «επαναστατικότητα» ως φύση της τάξης η οποία προσαρμόζεται, εξαφανίζεται, αναγεννάται ανάλογα με τις περιστάσεις και τις συνθήκες.

Η αντίφαση αυτή είναι η εκμετάλλευση:

1) Ορίζει τις υπάρχουσες τάξεις μέσα σε μιαν αυστηρή σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής.

2) Όντας συσσώρευση, θέτει άμεσα την αντίφαση μεταξύ των τάξεων ως ιστορία.

3) Τους όρους της δεν τους ορίζει ως πόλους με καθορισμένη φύση οι οποίοι τροποποιούνται μέσα στην ιστορία, οι οποίοι δρουν σε σχέση με μια εξωτερική πορεία της συσσώρευσης που τίθεται ως προϋπόθεση της δράσης τους· την «ουσία» των όρων της την ανάγει στη σχέση των όρων αυτών μεταξύ τους και στην πορεία αυτής της σχέσης.

4) Ως αντίφαση μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου, είναι η διαδικασία της ιστορικής σημασίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· ορίζει ποιοτικά τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου ως διαδικασία κατά την οποία η εργασία γίνεται επουσιώδης, ως «αντίφαση εν κινήσει»· ορίζει τη συσσώρευση του κεφαλαίου ως τη νεκρολογία του2 (βλ. Μαρξ, «Grundrisse»).

5) Έχει τη συνέπεια ότι το προλεταριάτο ποτέ δεν επιβεβαιώνεται στη σχέση του με το κεφάλαιο: η εκμετάλλευση είναι υπαγωγή. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο η εργασία υπάρχει κοινωνικά, δηλαδή η αξιοποίηση, αποτελεί την αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Οριζόμενο από την εκμετάλλευση, το προλεταριάτο βρίσκεται σε αντίθεση με την αναγκαία κοινωνική ύπαρξη της εργασίας του ως κεφαλαίου, δηλαδή ως αξίας αυτονομημένης και η οποία παραμένει έτσι μόνο εφόσον αξιοποιείται: η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι αντίφαση μεταξύ των τάξεων. Η εκμετάλλευση ως αντίφαση αποαντικειμενοποιεί την πορεία του κεφαλαίου.

6) Το προλεταριάτο βρίσκεται διαρκώς σε αντίφαση με τον ίδιο του τον ορισμό ως τάξης:

* η αναγκαιότητα της αναπαραγωγής του είναι κάτι που το βρίσκει απέναντί του και που αντιπροσωπεύεται από το κεφάλαιο·

* το προλεταριάτο δεν βρίσκει ποτέ την επιβεβαίωσή του στην αναπαραγωγή της κοινωνικής σχέσης της οποίας ωστόσο αποτελεί αναγκαίο πόλο·

* το προλεταριάτο βρίσκεται σε αντίθεση όχι με μιαν αυτόματη πορεία αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλλά με μιαν άλλη τάξη: το κεφάλαιο είναι κατ’ ανάγκην καπιταλιστική τάξη. Για το προλεταριάτο η ίδια του η ταξική υπόσταση περνά από μια μεσολάβηση, την ανταγωνιστική τάξη.

7) Η εκμετάλλευση δεν μπορεί να επιτρέψει να ορισθούν οι τάξεις έξω από την αμοιβαία συνεπαγωγή τους και από την ιστορική πορεία τής μεταξύ τους αντίφασης (η αντίφαση είναι ακριβώς αυτή η ιστορική πορεία), αλλά δεν παύει να προσδιορίζει τη θέση κάθε τάξης μέσα σ’ αυτή τη συνεπαγωγή. Το προλεταριάτο πάντοτε υπάγεται στο κεφάλαιο, και το κεφάλαιο πρέπει στο τέλος κάθε κύκλου να αναπαραγάγει την κατάσταση όπου αυτό βρίσκεται απέναντι στην εργασία· πράγματι, η εκμετάλλευση καταλήγει στον ουδέποτε εξασφαλισμένο μετασχηματισμό της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο (εδώ πρόκειται για το κεφάλαιο ως διαδικασία αυτοπροϋπόθεσης).

Με την εκμετάλλευση ως αντίφαση μεταξύ των τάξεων αντιλαμβανόμασταν την ιδιαιτεροποίησή τους ως ιδιαιτεροποίηση της κοινότητας, δηλαδή ταυτόχρονα ως αμοιβαία συνεπαγωγή τους. Πράγμα που σημαίνει ότι αντιλαμβανόμασταν: το ανέφικτο της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου· την αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου ως ιστορία· την κριτική κάθε αντίληψης για μια επαναστατική φύση του προλεταριάτου ως ορίζουσας ουσίας η οποία θάβεται ή συγκαλύπτεται από τη συνολική αναπαραγωγή (αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου). Είχαμε ιστορικοποιήσει την αντίφαση, και άρα την επανάσταση και τον κομμουνισμό, και όχι μόνο τις περιστάσεις τους. Η επανάσταση και ο κομμουνισμός είναι όπως ακριβώς παράγονται ιστορικά μέσα από τους κύκλους αγώνων3 που σημαδεύουν την ανάπτυξη της αντίφασης.

Το τελευταίο αυτό σημείο είναι θεμελιώδες. Η αποτυχία του κύκλου αγώνων ήταν επομένως μια ιστορική αποτυχία· δεν έπρεπε ούτε να κάψουμε τα χλωρά μαζί με τα ξερά ούτε να επιζητήσουμε να ξανακάνουμε τη γερμανική επανάσταση «επί το ριζοσπαστικότερο» (μείον τη διαχείριση). Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν η επανάσταση και ο κομμουνισμός στον καιρό της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ήταν η επιβεβαίωση της τάξης· κι έπειτα, από τη δεκαετία του 1920 και μετά, ήταν η αποσύνθεση αυτής της επιβεβαίωσης. Χωρίς πάντως να ξεχνάμε ότι ταυτόχρονα, κατά δεσπόζοντα τρόπο, η ταξική πάλη αυτής της περιόδου είχε την προοπτική να ωθήσει την ενσωμάτωση μέχρι του σημείου να επιζητεί να οδηγήσει στην κατάργηση της αντίφασης που δεν θα είχε πια λόγο ύπαρξης (σοσιαλδημοκρατία, κομμουνιστικά κόμματα). Το κίνημα που εκφραζόταν από την υπεραριστερά δεν απέτυχε επειδή ήταν διαχειριστικό αλλά επειδή δεν μπορούσε παρά να είναι διαχειριστικό, αφού ο κύκλος αγώνων ήταν κύκλος επιβεβαίωσης της εργασίας. Δεν επρόκειτο για αποτυχία της Επανάστασης με κεφαλαίο «Ε», αλλά της επανάστασης όπως αυτή ήταν ιστορικά. Δεν μπορούσε να τεθεί ζήτημα να κάνουμε ένα είδος διαλογής ανάμεσα στις διάφορες θέσεις· εκείνο που έπρεπε να ξεπεραστεί ήταν ολόκληρη η προβληματική της επανάστασης ως επιβεβαίωσης της τάξης. Το γεγονός ότι, σε μιαν άλλη προβληματική, ορισμένα θεωρητικά στοιχεία ανασύρονται και χρησιμοποιούνται είναι εντελώς διαφορετικό4.

Περνούσαμε από μια προοπτική όπου το προλεταριάτο βρίσκει μέσα του απέναντι στο κεφάλαιο την ικανότητά του να παραγάγει τον κομμουνισμό, σε μια προοπτική όπου η ικανότητα αυτή δεν αποκτάται παρά μόνο ως εσωτερική κίνηση εκείνου που η ίδια καταργεί [Σ.τ.Ε.: δηλαδή της σχέσης κεφάλαιο]. Έτσι η ικανότητα αυτή τοποθετείται μέσα σε μια ιστορική διαδικασία, ορίζει την υπέρβαση της σχέσης και όχι τον θρίαμβο ενός από τους όρους της σχέσης με τη μορφή της γενίκευσής του. Με την εκμετάλλευση ως αντίφαση, το προλεταριάτο ως τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ταυτιζόταν με το προλεταριάτο ως επαναστατική τάξη.

Όσον αφορά ωστόσο τον δεύτερο όρο της σχέσης, αυτό μπορούσε ακόμη να φαίνεται προβληματικό. Βέβαια η εκμετάλλευση δεν επιβεβαιώνει ποτέ το προλεταριάτο και η διαδικασία του κεφαλαίου ως αντίφαση μεταξύ των τάξεων είχε αποαντικειμενοποιηθεί, έτσι που η ιστορική διαδικασία του κεφαλαίου ήταν ταξική πάλη και η ταξική πάλη είχε νόημα ως «αντίφαση εν κινήσει» (έως και ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους αναλυόταν ως αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου). Βέβαια η εκμετάλλευση θέτει μια σχέση μέσα στην οποία το προλεταριάτο ορίζεται ως η άρνηση όλων των υπαρχουσών συνθηκών (ανταλλαγή, αξία, τάξη, καταμερισμός εργασίας, ιδιοκτησία κτλ.) πάνω στη βάση και ως ανάπτυξη αυτών των υπαρχουσών συνθηκών (βλ. παρακάτω). Όμως αυτό δεν έπρεπε να απολιθωθεί, η αντιφατική αυτή σχέση είναι ιστορία, δεν είναι η πορεία μιας επαναστατικής φύσης που κινείται μέσα σε ποικίλες συνθήκες. Ποια ήταν λοιπόν ιστορικά η διάρθρωση της αντίφασης που βρισκόταν επί το έργον στα τέλη τη δεκαετίας του 1970; Εκείνα τα χρόνια η σχέση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου αναδιαρθρωνόταν.

***

Όλος ο προηγούμενος κύκλος αγώνων (από την αναδιάρθρωση του μεσοπολέμου έως την κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1960) στηριζόταν, αφενός, στην ενσωμάτωση της αντιθετικής αναπαραγωγής του προλεταριάτου στον κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Έτσι, ήταν πράγματι διαδικασία αποσύνθεσης της επανάστασης ως επιβεβαίωσης της τάξης. Αφετέρου, στηριζόταν στην ιδιαιτεροποίηση του προλεταριάτου στο εσωτερικό της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, και κατά τούτο το προλεταριάτο λειτουργούσε πάντα πάνω στη βάση μιας εργατικής ταυτότητας απέναντι στο κεφάλαιο. Από εδώ πήγαζε η δεσπόζουσα θέση της εργατικής ταυτότητας μέσα στην αποσύνθεση του «προγραμματισμού»5 («Προβληματικές της αναδιάρθρωσης», T.C. 12).

Η προηγούμενη κατάσταση της ταξικής πάλης, και το εργατικό κίνημα, στηρίζονταν, στην πρώτη αυτή φάση της πραγματικής υπαγωγής που ολοκληρώνεται τη δεκαετία του 1970, στην αντίφαση ανάμεσα, αφενός, στη δημιουργία και την ανάπτυξη μιας εργατικής δύναμης που ενεργοποιείται από το κεφάλαιο με ολοένα συλλογικότερο και κοινωνικότερο τρόπο και, αφετέρου, τις μορφές –που φαίνονταν περιορισμένες– της ιδιοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο στην άμεση διαδικασία παραγωγής και στη διαδικασία αναπαραγωγής. Ιδού η αντιθετική κατάσταση που αναπτυσσόταν ως εργατική ταυτότητα, που έβρισκε τα διακριτικά της γνωρίσματα και τους άμεσους τρόπους αναγνώρισής της (την επιβεβαίωσή της) στο μεγάλο εργοστάσιο, στη διχοτομία μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, εργασίας και επαγγελματικής εκπαίδευσης, στην εξάρτηση της εργασιακής διαδικασίας από τη συγκέντρωση εργαζομένων, στις σχέσεις μεταξύ μισθών, οικονομικής μεγέθυνσης και παραγωγικότητας μέσα στα όρια ενός εθνικού χώρου, στις θεσμικές αντιπροσωπεύσεις που όλα αυτά συνεπάγονται τόσο στο εργοστάσιο όσο και σε επίπεδο κράτους. Υπήρχε όντως αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου, όπως συνεπάγεται η έννοια του κεφαλαίου, αλλά η αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στο επίπεδο αυτό, στον βαθμό που στο εσωτερικό αυτής της αυτοπροϋπόθεσης παραγόταν και επιβεβαιωνόταν μια εργατική ταυτότητα μέσω της οποίας η ταξική πάλη διαρθρωνόταν ως εργατικό κίνημα. Τέτοια ήταν η κατάσταση όλου του κύκλου αγώνων που ολοκληρώνεται τη δεκαετία του 1970 και που αναπτυσσόταν σε τρία επίπεδα:

α – επιβεβαίωση της ταυτότητας αυτής (κομμουνιστικά κόμματα, συνδικάτα, ορισμένες σοσιαλδημοκρατικές φράξιες), η οποία, αντίθετα με την κατάσταση στην περίοδο της τυπικής υπαγωγής, δεν μπορεί να εμπεριέχει ως ανάπτυξή της μια επαναστατική προοπτική διαφορετική από έναν οργανωμένο ή αριστεροκεϋνσιανό καπιταλισμό – απ’ όπου ο αριστερισμός, που ανήκει στο ίδιο αυτό επίπεδο ως αιώνια δυσαρέσκεια·

β – αυτοοργάνωση, δηλαδή ρήξη με την ενσωμάτωση της αναπαραγωγής και της υπεράσπισης της προλεταριακής συνθήκης στο εσωτερικό της ίδιας της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η αυτοοργάνωση συναρτάται επίσης με την ικανότητα του προλεταριάτου να αναφέρεται στον εαυτό του μέσα στην αμοιβαία συνεπαγωγή του με το κεφάλαιο. Ως μαχητικός ιδεολογικός λόγος, προϋποθέτει ότι έχουν διαχωριστεί, αφενός, η ουσία του προλεταριάτου ως εκμεταλλευμένης και επαναστατικής τάξης μέσω της επιβεβαίωσης των όσων τη χαρακτηρίζουν (εργασία, κοινωνικοποιημένη παραγωγή κτλ.) και, αφετέρου, η ύπαρξή του μέσα στην αμοιβαία συνεπαγωγή του με το κεφάλαιο (κάτι που ωστόσο αποτελεί την ίδια την κίνηση της αντίφασης ως εκμετάλλευσης). Η ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ανάγεται λοιπόν στις πολιτικές και συνδικαλιστικές μεσολαβήσεις (πρόκειται για την αντίληψη της υπεραριστεράς)·

γ – αυτοάρνηση: κατάληξη των προηγούμενων πρακτικών και θεωρητικοποιήσεων, τοποθετείται ύστερα απέναντί τους ως προοπτική επίλυσης των αδιεξόδων τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε ένα από τα τρία επίπεδα ακατάπαυστα συσχετίζεται με τα άλλα και προσδιορίζεται συνεχώς σε σχέση με αυτά: η αυτοάρνηση των αρνητών της εργασίας εναντίον των αυτοοργανωμένων, οι αυτοοργανωμένοι εναντίον των συνδικάτων.

Η αναδιάρθρωση, που βρίσκεται επί το έργον από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, καθιστά τη διαδικασία συνολικής αναπαραγωγής της κοινωνίας κατάλληλα προσαρμοσμένη στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν περιέχει πια κανένα σημείο καθήλωσης μέσα στον «διπλό μύλο» (ή «μάγγανο) της συνολικής αναπαραγωγής, ο οποίος ακατάπαυστα αναπαράγει και θέτει αντιμέτωπους το προλεταριάτο και το κεφάλαιο: «Η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής αναπαράγει λοιπόν από μόνη της τον διαχωρισμό μεταξύ εργαζομένου και προϋποθέσεων της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό αναπαράγει και διαιωνίζει τις συνθήκες που αναγκάζουν τον εργάτη να πουληθεί για να ζήσει και δίνουν στον καπιταλιστή τη δυνατότητα να τον αγοράσει για να πλουτίσει. Εκείνο που τους τοποθετεί στην αγορά τον έναν απέναντι στον άλλο, ως πωλητή και αγοραστή, δεν είναι πια η τύχη. Είναι ο διπλός μύλος της ίδιας της διαδικασίας, ο οποίος πάντοτε ρίχνει τον πρώτο στην αγορά ως πωλητή της εργατικής του δύναμης και πάντοτε μετατρέπει το προϊόν του σε αγοραστικό μέσο για τον δεύτερο. Στην πραγματικότητα ο εργαζόμενος ανήκει στην καπιταλιστική τάξη προτού πουληθεί σε κάποιον συγκεκριμένο καπιταλιστή. Η οικονομική του υποδούλωση διαμεσολαβείται, και ταυτόχρονα συγκαλύπτεται, από την περιοδική ανανέωση αυτής της πράξης αγοράς, από το μύθευμα της ελεύθερης σύμβασης, από την αλλαγή των συγκεκριμένων αφεντικών και από τις διακυμάνσεις των αγοραίων τιμών της εργασίας. Η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής, αν γίνει αντιληπτή στη συνέχειά της, δηλαδή ως αναπαραγωγή, δεν παράγει επομένως μόνο εμπορεύματα ούτε μόνο υπεραξία· παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική σχέση μεταξύ καπιταλιστή και μισθωτού» (Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 3).

Όλα τα χαρακτηριστικά της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (συνεργασία, εργασία στην αλυσίδα παραγωγής, παραγωγή-συντήρηση, συλλογικός εργαζόμενος, συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής, ανάθεση εργασιών σε υποκατασκευαστές, κατακερματισμός της εργατικής δύναμης), όλα τα χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής (εργασία, ανεργία, επαγγελματική κατάρτιση, πρόνοια), όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν την τάξη να είναι προσδιοριστικό στοιχείο της αναπαραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου (περιχαράκωση της συσσώρευσης σε έναν εθνικό χώρο, έρπων πληθωρισμός, «μοίρασμα των οφελών από την αύξηση της παραγωγικότητας», δημόσιος χαρακτήρας παρεχόμενων υπηρεσιών), όλα όσα έθεταν το προλεταριάτο ως εθνικό συνομιλητή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, δηλαδή όλα όσα θεμελίωναν μια εργατική ταυτότητα με αφετηρία την οποία διεξαγόταν η διελκυστίνδα του ελέγχου στο σύνολο της κοινωνίας υπό μορφή διαχείρισης και ηγεμονίας – όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συντρίβονται ή αναστατώνονται. Πρόκειται για όλα όσα μπορούν να παρεμποδίσουν τον «διπλό μύλο» της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, να μην τον αφήνουν να λειτουργεί απρόσκοπτα: Από τη μια πλευρά βρίσκουμε όλους τους διαχωρισμούς, τις προστασίες, τις ιδιαιτεροποιήσεις που ορθώνονται απέναντι στην πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτό συμβαίνει διότι εμποδίζουν μια κατάσταση όπου το σύνολο της εργατικής τάξης, σε παγκόσμια κλίμακα, μέσα στη συνέχεια της ύπαρξής της, της αναπαραγωγής της και της διεύρυνσής της, θα υποχρεωνόταν να βρεθεί αντιμέτωπη ως τάξη με το σύνολο του κεφαλαίου. Πρόκειται για τον πρώτο μύλο, για το μύλο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

Από την άλλη πλευρά βρίσκουμε όλους τους περιορισμούς της κυκλοφορίας, της ανακύκλησης, της συσσώρευσης, οι οποίοι παρεμποδίζουν το δεύτερο μύλο, το μύλο της μετατροπής του υπερπροϊόντος σε υπεραξία και πρόσθετο κεφάλαιο. Οποιοδήποτε υπερπροϊόν πρέπει να μπορεί οπουδήποτε να βρει την αγορά του, οποιαδήποτε υπεραξία πρέπει να μπορεί να βρει οπουδήποτε τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως πρόσθετο κεφάλαιο, δηλαδή να μετατραπεί σε μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη, χωρίς αυτή η μετατροπή να προκαθορίζεται από μια σχηματοποίηση του διεθνούς κύκλου (ανατολικές χώρες, περιφέρεια). Η λειτουργία κάθε μύλου δεν γίνεται απρόσκοπτη παρά μόνο μέσα στον άλλο και μέσω του άλλου.

Συνολικά, η αναδιάρθρωση ορίζεται ως διάλυση όλων των σημείων αποκρυστάλλωσης του διπλού μύλου της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου – από όλα όσα συγκροτούν την εργατική ταυτότητα μέχρι τον διαχωρισμό μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, τον διαχωρισμό του παγκόσμιου κύκλου σε δύο χώρους συσσώρευσης και, τέλος, το νομισματικό σύστημα. Με τη σημερινή αναδιάρθρωση οι δύο βραχίονες του μύλου γίνονται κατάλληλα προσαρμοσμένοι στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, ταυτόχρονα με την άμεση διαδικασία παραγωγής, την τομή τους, που προσδίδει στον καθένα την ενέργειά του και την αναγκαιότητα της μεταμόρφωσής του. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η παραγωγή υπεραξίας και η αναπαραγωγή των συνθηκών αυτής της παραγωγής συμπίπτουν. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε η αντίφαση μεταξύ των τάξεων τίθεται εφεξής στο επίπεδο της αναπαραγωγής τους ως τάξεων. Αυτό το επίπεδο της αντίφασης συνεπάγεται: εξαφάνιση κάθε εργατικής ταυτότητας· η ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης είναι ταυτόσημη της αντίφασής του με το κεφάλαιο· το προλεταριάτο δεν είναι φορέας κανενός σχεδίου κοινωνικής αναδιοργάνωσης με βάση το τι είναι το ίδιο. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά του νέου κύκλου αγώνων.

Για το προλεταριάτο, αυτό σημαίνει ότι το να βρίσκεται σε αντίφαση με το κεφάλαιο ισοδυναμεί με το να βρίσκεται σε αντίφαση με την ίδια του την ύπαρξη ως τάξης· δεν υπάρχει καμία εσωτερική αντίφαση, αλλά σύγκρουση με τον άλλο, καθ’ όλα πραγματικό και αυτόνομο όρο της σχέσης: το κεφάλαιο. Στη διάρκεια αυτού του κύκλου αγώνων, η πρακτική της τάξης κατά του κεφαλαίου, μέσα στην επερχόμενη φάση κρίσης της συνολικής αναπαραγωγής, εμπεριέχει την ικανότητα του προλεταριάτου να αμφισβητήσει την ίδια του την ύπαρξη ως τάξης. Η ίδια διάρθρωση της αντίφασης βρίσκεται επί το έργον στην πορεία των διεκδικητικών αγώνων· και τότε βρίσκει στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου το ειδικό της όριο και ταυτόχρονα τη ριζοσπαστικότητά της. Το να παράγει ο προλετάριος την ταξική του ιδιότητα μέσα στο κεφάλαιο ως εξωτερικό καταναγκασμό, ως κάτι ενδεχόμενο και όχι αναγκαίο, σημαίνει την υπέρβαση –μέσα στην επανάσταση, στην κρίση της αμοιβαίας συνεπαγωγής– της καθημερινής πορείας των διεκδικητικών αγώνων, υπέρβαση που παράγεται με αφετηρία αυτούς τους ίδιους αγώνες και μέσα στους κόλπους τους. Πρόκειται για την προοπτική που προσφέρει αυτός ο κύκλος αγώνων, όχι ως μετεξέλιξη αλλά ως παραγόμενη υπέρβαση (βλ. «Από τους σημερινούς αγώνες στην επανάσταση», T.C. 13).

Για να κατανοήσουμε την παραγωγή του κομμουνισμού, θα πρέπει να ενδιαφερθούμε για το περιεχόμενο αυτής της αμφισβήτησης, από το προλεταριάτο, τη ίδιας του τη ύπαρξης ως τάξης. Η τάξη βρίσκει τότε, μέσα σε ό,τι αυτή είναι ενάντια στο κεφάλαιο, την ικανότητα να κομμουνιστικοποιήσει την κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει την ίδια της την ταξική φύση ως εξωτερικευμένη μέσα στο κεφάλαιο. Η αντίφαση μεταξύ των τάξεων έχει γίνει η «προϋπόθεση» της ίδιας της της επίλυσης ως κοινωνικής αμεσότητας του ατόμου.

***

Το προλεταριάτο, που ορίζεται μέσα στην εκμετάλλευση, είναι η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών κατά το ότι είναι μη κεφάλαιο. Εκεί βρίσκει το περιεχόμενο της επαναστατικής δράσης του με τη μορφή κομμουνιστικών μέτρων: κατάργηση της ιδιοκτησίας, του καταμερισμού της εργασίας, της ανταλλαγής, της αξίας.

Επειδή ακριβώς το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση με το κεφάλαιο, είναι η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών, η αντίφαση –η εκμετάλλευση– μπορεί να πάρει αυτή τη μορφή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασμού μέσα στο κεφάλαιο. Η έσχατη αυτή διάρθρωση της αντίφασης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου δεν είναι άλλο από αυτό το περιεχόμενο (δηλαδή το προλεταριάτο ως διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών πάνω στη βάση των υπαρχουσών συνθηκών) εν κινήσει, αυτό το περιεχόμενο ως μορφή. Η δόμηση αυτή της αντίφασης δεν είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδηλωνόταν ένα αναλλοίωτο περιεχόμενο, μια επαναστατική φύση της τάξης, ένας προϋπάρχων ορισμός. Η αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, που είναι η εκμετάλλευση, μπορεί να δομηθεί ως εξωτερίκευση του ταξικού ανήκειν μέσα ακριβώς απ’ ό,τι βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της κατάστασης διάλυσης των υπαρχουσών συνθηκών στην αντιφατική σχέση με το κεφάλαιο: δηλαδή μέσα από τη μη επιβεβαίωση του προλεταριάτου στο εσωτερικό της αντίφασης, μέσα από το γεγονός ότι κανένα από τα στοιχεία του ορισμού της δεν είναι κάτι που να το επιβεβαιώνει στο εσωτερικό της σχέσης. Αυτή η δόμηση της ταξικής πάλης γίνεται τότε καθεαυτήν ένα περιεχόμενο, δηλαδή μια πρακτική. Το να είναι το προλεταριάτο ως τάξη η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών επιβάλλεται, μέσα στην εξωτερίκευση του ταξικού ανήκειν, ως κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλεται ως προϋπόθεση αυτής της υπέρβασης, παρέχει τους άξονες της υπέρβασης ως πρακτική, ως κομμουνιστικά μέτρα μέσα στην επανάσταση.

Το προλεταριάτο είναι η διάλυση της ιδιοκτησίας πάνω στη βάση της ιδιοκτησίας. Ως ιδιοκτησία, η ίδια του η δραστηριότητα ορθώνεται απέναντί του. Πάνω στη βάση της ιδιοκτησίας, το προλεταριάτο είναι η διάλυση της αυτόνομης μορφής του πλούτου. Ως άρνηση της ιδιοκτησίας μέσα σε μια σχέση που βρίσκεται στο εσωτερικό της ιδιοκτησίας, το προλεταριάτο είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την υπέρβαση της κτητικής οικειοποίησης, τη διάλυση της αντικειμενικότητας που αντιπαρατίθεται στη δραστηριότητα ως υποκειμενικότητα, την υπέρβαση του αντιφατικού προσδιορισμού του πλούτου ως αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας.

Το προλεταριάτο είναι η διάλυση του καταμερισμού της εργασίας πάνω στη βάση του καταμερισμού της εργασίας. Η αλλοτρίωση την οποία αντιπροσωπεύει ο καταμερισμός της εργασίας δεν έγκειται σε αυτό καθαυτό το γεγονός ότι κάθε άτομο καθηλώνεται σε μια μονομερή ανάπτυξη, αλλά στο ότι η καθήλωση αυτή υπάρχει μόνο σε συσχέτιση με την αυτονόμηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο καταμερισμός της εργασίας φτάνει σε ένα στάδιο όπου μια τάξη μπορεί να είναι η εσωτερική του διάλυση και, ως επαναστατική δραστηριότητα, η προϋπόθεση της υπέρβασής του.

Ως ζωντανή εργασία, το προλεταριάτο βρίσκεται αντιμέτωπο με τη συνάρμοση της αντικειμενοποιημένης κοινωνικής εργασίας μέσα στο κοινωνικό κεφάλαιο. Όντας παραγωγός υπεραξίας, το προλεταριάτο σχετίζεται με κάθε κεφάλαιο ως μέρος του συνολικού κεφαλαίου. Η ικανότητα του προλεταριάτου να αντιμετωπίζει αυτή τη συνάρμοση ως ολότητα δεν απορρέει μόνο από το γεγονός ότι, επειδή είναι παραγωγός υπεραξίας, η εργασία του δεν είναι συνυφασμένη με καμία ιδιαίτερη παραγωγή· το ότι είναι παραγωγός υπεραξίας προϋποθέτει επίσης την πλήρη ανάπτυξη του βιομηχανικού καταμερισμού. Ο άκρος βιομηχανικός καταμερισμός της εργασίας σχετίζεται με τη συγκεκριμένη εργασία, αλλά υπάρχει μόνο επειδή αυτή η συγκεκριμένη εργασία πρέπει να αποδεικνύεται αφηρημένη εργασία, μόνο χάρη στον διπλό χαρακτήρα της εργασίας. Έτσι, για το προλεταριάτο, το ότι είναι η διάλυση του καταμερισμού της εργασίας πάνω στη βάση του καταμερισμού της εργασίας, επειδή είναι ζωντανή εργασία που παράγει αξία και υπεραξία, του δίνει τις βάσεις για να παραγάγει τον κομμουνισμό, καθώς είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως ολότητα. Εξάλλου, η σχέση που υπάρχει μέσα στο προλεταριάτο ανάμεσα στον κοινωνικό και τον βιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας τού δίνει τις βάσεις να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως ολότητα με αφετηρία κάθε ιδιαίτερη δραστηριότητα που εμπεριέχει αυτή την ολότητα. Το ζήτημα επομένως δεν είναι πια να γίνει αντιληπτή η ανθρώπινη δραστηριότητα ως ολότητα μέσα από μια αναδιοργάνωση της παραγωγής, μια συνολικοποίηση, μια σχεδιοποίηση, που απλώς θα όριζε τα μέρη ως τυχαία επεισόδια της ολότητας (βλ. τον καταμερισμό της εργασίας στον ασιατικό τρόπο παραγωγής ή στην παραδοσιακή κοινότητα). Εκεί ακριβώς, σ’ αυτή τη διπλή όψη της καταμεριζόμενης εργασίας (διπλή όψη που οι συνιστώσες της αλληλοπροσδιορίζονται μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή της αξίας), βρίσκεται η ικανότητα να παραχθεί αυτή η αμεσότητα της γενικής συνάρμοσης της κοινωνικής εργασίας μέσα σε κάθε συγκεκριμένη δραστηριότητα και όχι ως συνολικοποίηση ή απόρροια αυτών των δραστηριοτήτων. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν έχει τότε άλλο στόχο από τον εαυτό της και το αντικείμενό της, στο οποίο εφαρμόζεται, και όχι πια έναν εξωτερικό σκοπό (κεφάλαιο, αξία, αναπαραγωγή της ανώτερης ενότητας κτλ.).

Το προλεταριάτο είναι η διάλυση της ανταλλαγής και της αξίας πάνω στη βάση της ανταλλαγής και της αξίας. Στο σύστημα της αξίας, η άρνηση της αξίας περνάει αναγκαστικά από την εν κινήσει μορφή της: την ανταλλαγή.

Η πρώτη πλευρά μέσω της οποίας το προλεταριάτο είναι άρνηση της ανταλλαγής πάνω στη βάση της ανταλλαγής εδραζόταν στην ανταλλαγή της ζωντανής εργασίας με αντικειμενοποιημένη εργασία. Σ’ αυτή την ανταλλαγή σε τελική ανάλυση ο καπιταλιστής δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιστρέφει στον εργάτη ένα μέρος της προηγουμένως αντικειμενοποιημένης εργασίας του. Ξεκινώντας από εκεί, ενάντια στο κεφάλαιο, το προλεταριάτο βρίσκει σε ό,τι είναι το ίδιο την ικανότητα, καταργώντας το κεφάλαιο, να παραγάγει και να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως την ίδια του τη διαδικασία ανανέωσης πέρα από κάθε άλλη προϋπόθεση.

Η δεύτερη πλευρά μέσω της οποίας το προλεταριάτο είναι άρνηση της ανταλλαγής πάνω στη βάση της ανταλλαγής εδράζεται στο γεγονός ότι το κεφάλαιο είναι μια αντίφαση εν κινήσει, κατά το ότι, για να αξιοποιηθεί, κινητοποιεί εργασία που έχει αναγορευθεί κοινωνική εργασία αλλά που είναι τέτοια μόνο στον βαθμό που έχει απέναντί της τον αντικειμενοποιημένο κοινωνικό χαρακτήρα της· μόνο μέσα στη σχέση αυτή μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως άμεσα κοινωνική εργασία. Τα χαρακτηριστικά της συσσώρευσης του κεφαλαίου, η καθολικοποίηση και η κοινωνικοποίηση της εργασίας ως αντιθετικότητα προς την ίδια την εργασία, παρέχουν στο προλεταριάτο την ικανότητα, καταργώντας το κεφάλαιο, να παραγάγει την κατάσταση στην οποία κάθε δραστηριότητα βρίσκει τον σκοπό της μέσα της, κατά το ότι την προϋποθέτει η δραστηριότητα όλης της κοινωνίας και συμπυκνώνει τη δραστηριότητα αυτή.

Το προλεταριάτο είναι λοιπόν η άρνηση της ανταλλαγής πάνω στη βάση της ανταλλαγής, κατά το ότι η ανταλλαγή είναι η επιβεβαίωση του κοινωνικού χαρακτήρα κάθε δραστηριότητας μέσα στην αλλοτρίωση ως εξωτερικού προς την ίδια τη δραστηριότητα. Η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής και εκμετάλλευσης δεν μπορεί να θέσει σε ενέργεια παρά μόνο μια κοινωνικοποιημένη εργασία με στόχο τη δημιουργία αξίας· πρόκειται για μια αντίφαση εν κινήσει, που στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αποκτά την απολύτως πραγματική μορφή της αδυναμίας της ζωντανής εργασίας να αξιοποιήσει την αυξανόμενη μάζα του παγίου κεφαλαίου μέσα στο οποίο αντικειμενοποιείται, διαχωρισμένος από την ίδια, ο κοινωνικός χαρακτήρας της.

Το προλεταριάτο είναι, ως τάξη, η διάλυση των τάξεων. Το να είναι η διάλυση των τάξεων δεν σημαίνει πως είναι κάτι διαφορετικό από τη διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών, αλλά δεν πρόκειται για το ίδιο επίπεδο: το να είναι η διάλυση των τάξεων σημαίνει πως είναι η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών ως πρακτική, ως ταξική πάλη· είναι η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών κατά το ότι, ως ιδιαίτερη τάξη, η διάλυση αυτή είναι υποκείμενο, επαναστατική πρακτική. Το προλεταριάτο ποτέ δεν επιβεβαιώνεται στην ταξική του κατάσταση από την αναπαραγωγή της κοινωνικής σχέσης της οποίας είναι ένας από τους πόλους. Δεν μπορεί λοιπόν να θριαμβεύσει με το να γίνει ο απόλυτος πόλος της κοινωνίας (βλ. πιο πάνω σχετικά με τη ρωσική επανάσταση).

Ενάντια στο κεφάλαιο, μέσα στην αμεσότερη πτυχή της πρακτικής του, δηλαδή των όσων κάνει, το προλεταριάτο δεν θέλει να παραμείνει όπως είναι· δεν πρόκειται εδώ για εσωτερική αντίφαση. Το προλεταριάτο όντως δρα ως τάξη: το να αλλάξει τον εαυτό του και το να αλλάξει αυτές τις συνθήκες συμπίπτουν. Στο επίπεδο αυτό έχουμε τη διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών ως δράση ενός υποκειμένου, ως πρακτική που συνοψίζει τη διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών μέσα σε μια τάξη – τάξη που είναι η διάλυση των τάξεων απλώς και μόνο επειδή αγωνίζεται ως τάξη. Μέσα ακριβώς στην αντίφασή του με το κεφάλαιο, το προλεταριάτο είναι μια τάξη που ποτέ δεν προσδιορίζεται θετικά προς τα έσω· είναι επομένως διάλυση των τάξεων μόνο ενάντια στο κεφάλαιο και όχι αφεαυτού.

Το ταξικό ανήκειν δεν είναι καθαυτό αλλοτρίωση σε σχέση με ένα απομονωμένο άτομο, ένα πρόσωπο, το οποίο θα έπρεπε να ορισθεί ή να μην ορισθεί κοινωνικά ως μέλος μιας τάξης. Το ταξικό ανήκειν, η ύπαρξη κάποιου ως συγκεκριμένου ατόμου, είναι αλλοτρίωση στο βαθμό που το άτομο αυτό θέτει αναγκαστικά την αντίπαλη τάξη, το διαχωρισμό από την κοινότητα, ως το δικό του ορισμό της συμμετοχής στην κοινότητα.

Η ανάλυση του προλεταριάτου σύμφωνα με την οποία αποτελεί, ως ιδιαίτερη τάξη, τη διάλυση των τάξεων οδηγεί απλώς και μόνο στην κατανόηση πώς το προλεταριάτο, καταργώντας το κεφάλαιο, βρίσκει σε ό,τι το ίδιο είναι μέσα σ’ αυτή την αντίφαση την ικανότητα να παραγάγει τον κομμουνισμό ως ανάπτυξη της ανθρωπότητας, μη θεωρώντας τίποτε από τα ήδη παραχθέντα ως όριο: αυτοπαραγωγή της ανθρωπότητας που δεν θέτει καμία κοινωνική σχέση ως προϋπόθεση προς αναπαραγωγή, αυτοπαραγωγή ως έλλειψη, πάθος, καταστροφή και συνεχής δημιουργία, που θέτει αδιάκοπα το γίγνεσθαι ως προαπαιτούμενο. Όπως στο προλεταριάτο, ως ιδιαίτερη τάξη που είναι η διάλυση των τάξεων, είχαμε τη σύνθεση κάθε διάλυσης την οποία αποτελεί το προλεταριάτο (ιδιοκτησία, ανταλλαγή, αξία, καταμερισμός της εργασίας), έτσι στην κατάργησή του ως τάξης, κατάργηση που παράγεται μέσα στην επανάσταση, ξαναβρίσκουμε το θετικό περιεχόμενο της υπέρβασης όλων των αλλοτριώσεων, που στην ποικιλομορφία της αποτελεί το περιεχόμενο των κομμουνιστικών μέτρων που παίρνονται από το προλεταριάτο κατά τη διάρκεια της επανάστασης.

Η κοινωνική αμεσότητα του ατόμου σημαίνει κατά βάση την κατάργηση της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, αυτού του σχίσματος με το οποίο η κοινότητα γίνεται ξένη προς το άτομο. Πάνω στη βάση αυτή μπορούμε να αντιληφθούμε με θετικό τρόπο τι είναι τα άμεσα κοινωνικά άτομα, ή μάλλον τι είναι οι σχέσεις των άμεσα κοινωνικών ατόμων μέσα στη μοναδικότητά τους (στο στάδιο αυτό ο ίδιος ο όρος «κοινωνικά» γίνεται διφορούμενος, ίσως να μην είναι πια αναγκαίος). Η αυτοπαραγωγή τους μέσα στις αμοιβαίες σχέσεις τους δεν συνεπάγεται ποτέ αναπαραγωγή σε μια κατάσταση που θα ήταν μια ιδιαιτεροποίηση της κοινότητας – αντίθετα απ’ ό,τι συνεπάγονται ο καταμερισμός της εργασίας, η ιδιοκτησία και οι τάξεις. Τα άμεσα κοινωνικά άτομα αντιμετωπίζουν συνειδητά κάθε αντικείμενο ως ανθρώπινη δραστηριότητα και διαλύουν την αντικειμενικότητα σε μια ροή δραστηριοτήτων (υπέρβαση του προλεταριάτου ως διάλυση της ιδιοκτησίας πάνω στη βάση της ιδιοκτησίας)· αντιμετωπίζουν την ίδια τους τη δραστηριότητα ως ιδιαίτερη συγκεκριμενοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας (παρόμοια όπως πριν για τον καταμερισμό της εργασίας)· θεωρούν έμπρακτα ότι η παραγωγή τους και το προϊόν τους, μέσα στη σύμπτωσή τους, είναι ο ίδιος ο αυτοσκοπός τους και περιέχουν τους προσδιορισμούς τους, τις δυνατότητες πραγματοποίησής τους και τις επιδιώξεις τους (παρόμοια όπως πριν για την ανταλλαγή και την αξία)· και, τέλος, θέτουν την κοινωνία ως συνεχώς προς παραγωγή μέσα στη σχέση μεταξύ ατόμων, και κάθε σχέση ως προαπαιτούμενο του μετασχηματισμού της (παρόμοια όπως πριν για τις τάξεις).

Η υπέρβαση των υπαρχουσών συνθηκών είναι υπέρβαση της αντικειμενοποίησης της παραγωγής. Από την άποψη αυτή ο κομμουνισμός είναι υπέρβαση όλης της περασμένης ιστορίας, δεν είναι ένας νέος τρόπος παραγωγής και δεν μπορεί να θέσει στον εαυτό του το ζήτημα της διαχείρισης της παραγωγής. Αποτελεί πλήρη ρήξη με τις έννοιες της οικονομίας, των παραγωγικών δυνάμεων, του αντικειμενοποιημένου μέτρου της παραγωγής. Ο άνθρωπος είναι αντικειμενικό ον (που συμπληρώνει τον εαυτό του με εξωτερικά αντικείμενα τα οποία κάνει να γίνονται γι’ αυτόν)· σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του η μη σύμπτωση μεταξύ της ατομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής δραστηριότητας –που είναι προϊόν της ίδιας της ιστορίας του και δεν χρειάζεται ούτε να αποδειχθεί ούτε να συναχθεί με αφηρημένο τρόπο– έπαιρνε, σ’ αυτό το αντικειμενικό ον, τη μορφή του διαχωρισμού (της αντικειμενοποίησης) της παραγωγικής πράξης και της παραγωγής από το ίδιο, διαχωρισμού που γινόταν ο κοινωνικός χαρακτήρας της ατομικής του δραστηριότητας. Στην ιστορική πορεία του διαχωρισμού της δραστηριότητας από τις προϋποθέσεις της, ο διαχωρισμός, η αλλοτρίωση, η αντικειμενοποίηση, συγκρότησαν τις προϋποθέσεις αυτές σε οικονομία, σε σχέση παραγωγής, σε τρόπο παραγωγής. Το προλεταριάτο, όντας ως τάξη η διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και χωρίς να φαντάζεται ότι ο μοναδικός στόχος όλης της περασμένης ιστορίας ήταν να φτάσουμε σ’ αυτή την κατάσταση, αποτελεί μέσα στην αντίφασή του με το κεφάλαιο την προϋπόθεση της υπέρβασης όλης αυτής της ιστορίας.

Πώς μπορεί μια τάξη, δρώντας αποκλειστικά και μόνο ως τάξη, να καταργήσει τις τάξεις; Η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως αντίφαση μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου, μας δίνει τη λύση του αινίγματος. Προσοχή όμως: όταν δείχνουμε πάνω στο χάρτη τη διαδρομή που πρέπει να διανυθεί, αυτό δεν σημαίνει ότι φτάσαμε στον στόχο· το αίνιγμα θα πρέπει να λυθεί μέσα στην ταξική πάλη αυτού του κύκλου αγώνων.

TC

____________________________________________

Επίμετρο

Théorie Communiste (2009)

Από την TC 14 στη θεωρία της απόκλισης

«Πώς μπορεί μια τάξη, δρώντας αποκλειστικά και μόνο ως τάξη, να καταργήσει τις τάξεις; Η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως αντίφαση μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου, μας δίνει τη λύση του αινίγματος. Προσοχή όμως: όταν δείχνουμε πάνω στον χάρτη τη διαδρομή που πρέπει να διανυθεί, αυτό δεν σημαίνει ότι φτάσαμε στον στόχο· το αίνιγμα θα πρέπει να λυθεί μέσα στην ταξική πάλη αυτού του κύκλου αγώνων.»

Έτσι τελειώνει το κείμενο «Théorie Communiste», που γράφτηκε το 1996 και δημοσιεύτηκε στα τέλη του 1997. Από τότε πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια. Η διαδικασία επίλυσης του αινίγματος συνεχίστηκε, και μάλιστα γνώρισε ορισμένες εξάρσεις.

Ύστερα από τόσα χρόνια αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο νέος κύκλος αγώνων έκανε τη διαδρομή του μέσα από την αναδιάρθρωση αυτή. Στο κείμενο «Théorie Communiste», ο τωρινός κύκλος αγώνων ορίζεται θεμελιωδώς από το γεγονός ότι, μέσα στην αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η αντίφαση μεταξύ των τάξεων υφαίνεται στο επίπεδο της αντίστοιχης αναπαραγωγής τους, χωρίς αυτό να περιλαμβάνει (ή και να έχει σαν γενεσιουργό αιτία) την ύπαρξη μιας εργατικής ταυτότητας που επιβεβαιώνεται μέσα σε μια τέτοια δόμηση, κάτι που είχε ορίσει την πρώτη φάση της πραγματικής υπαγωγής. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι η εκμετάλλευση είναι μια αντίφαση μέσα στην οποία το προλεταριάτο οδηγείται να αυτοαμφισβητηθεί. Αυτό συμβαίνει διότι δεν έχει άλλη ύπαρξη για τον εαυτό του εκτός από τις κατηγορίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κατά συνέπεια, έχουμε την εξαφάνιση μιας εργατικής ταυτότητας που επιβεβαιώνεται μέσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, το τέλος του εργατικού κινήματος και τη συνακόλουθη χρεωκοπία της αυτοοργάνωσης και της αυτονομίας ως επαναστατικής προοπτικής6. Η δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων έγκειται στο ότι φέρει την άμεση υπέρβαση του κεφαλαίου ως κατάργηση όλων των τάξεων, αλλά το ίδιο ακριβώς γεγονός συνιστά και την ταύτιση αυτής της δυναμικής με το όριό της: το να είναι το προλεταριάτο τάξη δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από το να είναι τάξη μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής· σημαίνει ότι δεν βρίσκει πια στην κατάστασή του καμία επιβεβαίωση ενός επέκεινα. «Η ίδια διάρθρωση της αντίφασης βρίσκεται επί το έργον στην πορεία των διεκδικητικών αγώνων· και τότε βρίσκει στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου το ειδικό της όριο και ταυτόχρονα τη ριζοσπαστικότητά της», γράφαμε στο κείμενο «Théorie Communiste». Την ταύτιση αυτή μπορούμε να τη διαπιστώνουμε καθημερινά, δηλαδή να διαπιστώνουμε ότι όσο η δράση της τάξης παραμένει τέτοια δεν περιέχει άμεσα τίποτε άλλο από την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Αλλά μπορούμε τώρα να διαπιστώσουμε ότι η ταύτιση (ύπαρξη του προλεταριάτου μόνο μέσα στις κατηγορίες του κεφαλαίου/ αυτοαμφισβήτησή του ως τάξης) δεν είναι συγχώνευση. Περιέχει και τη διαφορά ως απόκλιση στο εσωτερικό της και εκεί βρίσκεται η δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων. Η απόκλιση αυτή είναι η ανομοιότητα των προσδιορισμών και των πρακτικών στην πορεία των αγώνων· είναι το διακύβευμα αυτών των αγώνων.

Η διατύπωση της θεωρίας της απόκλισης είναι ένας χαιρετισμός στον παλιόφιλό μας, στον γερο-τυφλοπόντικα που ξέρει να δουλεύει τόσο καλά κάτω από την επιφάνεια.

Όλα τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης – τα χαρακτηριστικά που μας εμφανίζονταν στην πορεία της μόνο μέσα στην άμεση ταύτισή τους με το όριό τους, και άρα δεν αναγγέλλανε την υπέρβαση του κεντρικού ερωτήματος του κομμουνισμού (πώς μπορεί μια τάξη που δρα αποκλειστικά και μόνο ως τάξη να παραγάγει την κατάργηση όλων των τάξεων;) παρά μόνο μέσω ενός κατά βάση θεωρητικού συμπερασμού – άρχισαν να εμφανίζονται αυτοτελώς. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε εμπειρικά τι πραγματικά είναι και να πούμε ότι «υπάρχει κάτι καινούργιο». Αυτήν ακριβώς την καινοτομία προσπαθούμε να μορφοποιήσουμε θεωρητικά με την έννοια της απόκλισης (écart). Σήμερα η ταξική πάλη του προλεταριάτου περιέχει ανιχνεύσιμα στοιχεία, δραστηριότητες που αναγγέλλουν την υπέρβασή της.

Εκ των υστέρων, μπορούμε έτσι να αντιληφθούμε τη θεωρητική δουλειά που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στη δημοσίευση του κειμένου «Théorie Communiste» στο 14ο τεύχος του περιοδικού (TC 14) και τη διατύπωση της θεωρίας της απόκλισης στην TC 20 ως μια διαδρομή προς αυτή την καινοτομία7. Στη διαδρομή αυτή, το ζήτημα που συνεχώς εξεταζόταν και ετίθετο ξανά και ξανά, είτε αυτοτελώς είτε μέσω πιο ειδικών αναλύσεων, ήταν το ζήτημα της ταύτισης ανάμεσα στο όριο και τη δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων: αφενός, το να δρας ως τάξη και να έχεις μοναδικό ορίζοντα την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, αφετέρου, το να αυτοαμφισβητείσαι ως τάξη μέσα στη δράση αυτή. Η θεωρία της απόκλισης είναι η προσωρινή κατάληξη αυτής της διαδρομής, με την αντίληψη για το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικό καταναγκασμό.

Η σχέση εκμετάλλευσης είναι ο ορισμός του προλεταριάτου ως τάξης. Πρόκειται για μια σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής στην οποία κάθε όρος (η εργασία και το κεφάλαιο) βρίσκει στον άλλον την αναγκαιότητά του, τον λόγο ύπαρξής του. Η σχέση δεν είμαι όμως συμμετρική: το κεφάλαιο υπάγει την εργασία. Εκεί ακριβώς τα πράγματα περιπλέκονται.

Για το προλεταριάτο, ο ορισμός του και η αναγκαιότητα της αναπαραγωγής του είναι κάτι που το βρίσκει απέναντί του να αντιπροσωπεύεται από το κεφάλαιο. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο η εργασία υπάρχει κοινωνικά –η αξιοποίηση– είναι η αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Οριζόμενο από την εκμετάλλευση, το προλεταριάτο βρίσκεται σε αντίφαση με την αναγκαία κοινωνική ύπαρξη της εργασίας του ως κεφαλαίου, δηλαδή ως αυτονομημένης αξίας που παραμένει τέτοια μόνο στο βαθμό που αξιοποιείται. Για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το προλεταριάτο πάντα είναι αναγκαίο και πάντα περισσεύει. Εδώ βρίσκουμε την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, αντίφαση μεταξύ τάξεων.

Το προλεταριάτο δεν βρίσκει ποτέ την επιβεβαίωσή του στην αναπαραγωγή της κοινωνικής σχέσης της οποίας είναι αναγκαίος πόλος. Ο ίδιος του ο ορισμός και η ύπαρξη ως τάξης είναι διαρκώς για τον εαυτό τους, μέσα στη σχέση με το κεφάλαιο, μια αντίφαση. Εξαιτίας ακριβώς της μη επιβεβαίωσης του προλεταριάτου μέσα στην αντίφαση, εξαιτίας δηλαδή του γεγονότος ότι κανένα από τα στοιχεία του ορισμού του δεν το επιβεβαιώνει μέσα στη σχέση αυτή, η αντίφαση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου –η εκμετάλλευση– μπορεί, στην πρακτική του προλεταριάτου μέσα στην πάλη των τάξεων, να δομηθεί ως εξωτερίκευση του ταξικού ανήκειν.

Σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων, το να δρα το προλεταριάτο ως τάξη έγινε, μέσα στην ίδια τη δραστηριότητα του προλεταριάτου ως τάξης, το όριο αυτής της δραστηριότητας. Το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός είναι η δόμηση εκείνη της αντίφασης όπου το να δρα ως τάξη είναι το ίδιο το όριο της δραστηριότητας του προλεταριάτου – και έχει γίνει το διακύβευμα της ταξικής πάλης. Το ότι, για το προλεταριάτο, το να δρα ως τάξη αποτελεί το όριο της δράσης του ως τάξης είναι τώρα μια αντικειμενική κατάσταση της ταξικής πάλης· το ότι αυτό το όριο δομείται μέσα στους αγώνες ως τέτοιο και γίνεται το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός, είναι ένα διακύβευμα μέσα στους αγώνες αυτούς: επίπεδο της σύγκρουσης με το κεφάλαιο· συγκρούσεις στο ίδιο το εσωτερικό αυτών των αγώνων. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι ένας προσδιορισμός της τωρινής αντίφασης μεταξύ των τάξεων, αλλά είναι η συγκεκριμένη κάθε φορά πρακτική ενός αγώνα σε μια δεδομένη στιγμή, μέσα σε δεδομένες συνθήκες.

Αν το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται ποτέ στην ταξική του κατάσταση με την αναπαραγωγή της κοινωνικής σχέσης της οποίας αποτελεί έναν πόλο, δεν μπορεί ούτε να θριαμβεύσει με το να γίνει ο απόλυτος πόλος της κοινωνίας. Επειδή ακριβώς το προλεταριάτο είναι μη-κεφάλαιο, επειδή είναι η διάλυση όλων των υπαρχουσών συνθηκών (εργασία, ανταλλαγή, καταμερισμός της εργασίας, ιδιοκτησία) μέσα στις συνθήκες αυτές και όχι απέναντί τους, η αντίφαση την οποία αποτελεί η εκμετάλλευση μπορεί να πάρει αυτή τη μορφή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασμού. Το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός είναι τότε το ίδιο ένα περιεχόμενο, δηλαδή μια πρακτική. Ως μη-κεφάλαιο, το προλεταριάτο βρίσκει εκεί το περιεχόμενο της επαναστατικής δράσης του με τη μορφή κομμουνιστικών μέτρων: κατάργηση της ιδιοκτησίας, του καταμερισμού εργασίας, της ανταλλαγής, της αξίας. Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από τα κομμουνιστικά μέτρα που παίρνονται από το προλεταριάτο ως απλά μέτρα αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο. Μέσα στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, τα μέτρα αυτά είναι η ίδια η πραγματικότητα της παραγωγής του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασμού.

Το ότι η επανάσταση είναι η κατάργηση όλων των τάξεων υπάρχει ως επίκαιρο γεγονός κατά το ότι η δράση του προλεταριάτου ως τάξης είναι, για την ίδια, ένα όριο. Η κατάργηση των τάξεων δεν είναι ένας στόχος που θέτουμε, δεν είναι ένας ορισμός της επανάστασης ως νόρμας προς επίτευξη. Είναι ένα τωρινό περιεχόμενο μέσα σε ό,τι είναι η ίδια η ταξική πάλη. Είναι το «ιλιγγιώδες βήμα» που πρέπει να κάνουμε όσον αφορά τη θεωρητική κατανόηση και την πρακτική των τωρινών αγώνων. Το να παραγάγει το ταξικό του ανήκειν ως εξωτερικό καταναγκασμό σημαίνει για το προλεταριάτο ότι έρχεται σε σύγκρουση με την προηγούμενη κατάστασή του – δεν πρόκειται για «απελευθέρωση» ούτε για «αυτονομία». Μέσα σε ό,τι το ίδιο είναι μέσα στο κεφάλαιο, το προλεταριάτο βρίσκει την ικανότητα να κομμουνιστικοποιήσει την κοινωνία τη στιγμή που αντιμετωπίζει την ίδια του την ταξική φύση ως εξωτερικευμένη στο κεφάλαιο. Με την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασμού, μπορούμε, ξεκινώντας από τους τωρινούς αγώνες, να κατανοήσουμε το σημείο καμπής της ταξικής πάλης, την υπέρβασή της, ως παραγόμενη υπέρβαση: στον αγώνα της ενάντια στο κεφάλαιο, η τάξη στρέφεται ενάντια στον εαυτό της, δηλαδή αντιμετωπίζει την ίδια της την ύπαρξη, όλα όσα την ορίζουν στη σχέση της με το κεφάλαιο (και η τάξη δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή τη σχέση) ως όριο της δράσης της. Οι προλετάριοι δεν απελευθερώνουν μια «αληθινή ατομικότητα» που την αρνείται το κεφάλαιο· η επαναστατική πρακτική είναι ακριβώς η σύμπτωση ανάμεσα στην αλλαγή των περιστάσεων και την ανθρώπινη δραστηριότητα ή αυτομετασχηματισμό. Αυτή ακριβώς η μεταστροφή και η θεωρία της είναι, σε παρόντα χρόνο, η δυνατότητα της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίησης8.

Η δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων δεν είναι μια αφηρημένη αρχή, αλλά η απόκλιση που ορισμένες τωρινές πρακτικές δημιουργούν στο εσωτερικό εκείνου που αποτελεί το γενικό όριο αυτού του κύκλου αγώνων: του να δρα το προλεταριάτο ως τάξη.

Χάρη σε αυτήν ακριβώς την απόκλιση που ορισμένες πρακτικές δημιουργούν μέσα στους τωρινούς αγώνες, στο εσωτερικό του ίδιου του ορίου τους, η κομμουνιστικοποίηση γίνεται επίκαιρη, γίνεται τωρινό ζήτημα. Αλλά πρόκειται απλώς και μόνο για μια απόκλιση στο εσωτερικό του ορίου: του να δρα το προλεταριάτο ως τάξη.

Το να δρας ως τάξη σημαίνει σήμερα, από τη μια, ότι έχεις μοναδικό ορίζοντα το κεφάλαιο και τις κατηγορίες της αναπαραγωγής του, και από την άλλη, για τον ίδιο λόγο, ότι βρίσκεσαι σε αντίφαση με την ίδια σου την ταξική αναπαραγωγή, ότι τη θέτεις σε αμφισβήτηση. Πρόκειται για τις δύο όψεις της ίδιας της δράσης του προλεταριάτου ως τάξης. Αυτή η διαμάχη, αυτή η απόκλιση μέσα στη δράση της τάξης (αναπαραγωγή ως τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής / αυτοαμφισβήτηση) υπάρχει στην πορεία των περισσότερων συγκρούσεων· η ήττα είναι η αποκατάσταση της ταύτισης ανάμεσα στα δύο.

Η ρήξη, το ποιοτικό άλμα ανάμεσα στην καθημερινή πορεία των αγώνων και την επανάσταση, αναγγέλλεται μέσα σε αυτή την καθημερινή πορεία ως πολλαπλασιασμός των αποκλίσεων στο εσωτερικό αυτής της ταύτισης. Το ζήτημα δεν είναι να θεωρήσουμε τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την αναγγελία ως σπόρους που πρέπει να αναπτυχθούν, αλλά ως εκείνο που κάνει αβίωτη αυτή την ταύτιση όποτε το προλεταριάτο, μέσα στη δράση του, εξωτερικεύει την ταξική του ύπαρξη ως καταναγκασμό που υφίσταται μέσα στο κεφάλαιο, απέναντι στο ίδιο. Ανάμεσα στη συγκρότηση της τάξης μέσα στην αντίφασή της με το κεφάλαιο και την αναγκαία αναπαραγωγή της μέσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου υπάρχει μια απόκλιση. Αυτή η απόκλιση είναι η ύπαρξη των πρακτικών με τις οποίες το προλεταριάτο, ενάντια στο κεφάλαιο, δεν αποδέχεται πια την ύπαρξή του ως τάξης αυτού του τρόπου παραγωγής, την ίδια του την ύπαρξη, τον ίδιο του τον κοινωνικό ορισμό. Δηλαδή, αφενός η ύπαρξη της τάξης, που δεν είναι πια παρά μόνο ύπαρξη για το κεφάλαιο –όπως κάθε αγώνας τη σχηματοποιεί μέσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και όπως, μέσα στον αγώνα του, το προλεταριάτο δεν την αναγνωρίζει πια ως δική του– και, αφετέρου, η αμφισβήτησή του, η άρνηση της κατάστασής του, στα οποία οδηγούν το προλεταριάτο η συνέχιση και εμβάθυνση της αντίφασής του με το κεφάλαιο. Αυτή ακριβώς η απόκλιση αναγγέλλει, μέσα στην καθημερινή πορεία των αγώνων, την υπέρβασή του. Αυτή είναι ο λόγος ύπαρξης ενός ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης. Σε κάθε αγώνα του, το προλεταριάτο βλέπει την ύπαρξή του ως τάξης να αντικειμενοποιείται στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου ως κάτι που του είναι ξένο και που, μέσα στον αγώνα του, οδηγείται να αμφισβητήσει.

Από τους διεκδικητικούς αγώνες ως την επανάσταση δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο ρήξη, ποιοτικό άλμα· αλλά η ρήξη αυτή δεν είναι ένα θαύμα, ούτε είναι απλώς η διαπίστωση από το προλεταριάτο ότι δεν μπορεί να γίνει πια τίποτε άλλο από την επανάσταση, αφού όλα τα υπόλοιπα αποτυχαίνουν. Το «μόνη λύση η επανάσταση» είναι ανοησία αντίστοιχη με την επαναστατική δυναμική των διεκδικητικών αγώνων. Η ρήξη αυτή παράγεται κατά θετικό τρόπο από την εκτύλιξη του κύκλου αγώνων που προηγείται, και μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της. Η ρήξη αυτή αναγγέλλεται με τον πολλαπλασιασμό των αποκλίσεων στο εσωτερικό της ταξικής πάλης. Σήμερα, η επανάσταση εξαρτάται από το ξεπέρασμα μιας συστατικής αντίφασης της ταξικής πάλης: το να είναι τάξη αποτελεί για το προλεταριάτο το εμπόδιο που ο αγώνας του ως τάξης πρέπει να υπερπηδήσει / καταργήσει.

Αυτός ο κύκλος αγώνων είναι η δράση μιας εργατικής τάξης που έχει ανασυντεθεί. Στις κεντρικές ζώνες συσσώρευσης, πρόκειται για την εξαφάνιση των μεγάλων εργατικών προπυργίων και την προλεταριοποίηση των υπαλλήλων, για την «τριτογενοποίηση» της εργατικής απασχόλησης (συντηρητές, χειριστές μηχανημάτων, οδηγοί οχημάτων, μεταφορείς εμπορευμάτων, εργάτες αποθήκευσης και μετακίνησης εμπορευμάτων κτλ. – αυτός ο τύπος απασχόλησης είναι τώρα πλειοψηφικός στους εργάτες), για εργασία σε μικρότερες επιχειρήσεις και εγκαταστάσεις, για έναν νέο καταμερισμό εργασίας και μια νέα διαίρεση της εργατικής τάξης με την εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων χαμηλής προστιθέμενης αξίας (νεαροί εργαζόμενοι, που αμείβονται με τον βασικό μισθό, συχνά αναπληρωτές, χωρίς επαγγελματική προοπτική), για τη γενίκευση της διαχείρισης «μηδενικού αποθέματος» («just in time»), για την παρουσία νεαρών εργατών για τους οποίους η σχολική εκπαίδευση διέκοψε τη συνέχεια των γενεών και οι οποίοι απορρίπτουν μαζικά τη δουλειά στο εργοστάσιο και την εργατική συνθήκη γενικά, για τις μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων.

Οι μεγάλες συγκεντρώσεις εργατικού δυναμικού στην Ινδία ή την Κίνα εντάσσονται σε αυτή την παγκόσμια κατάτμηση της εργατικής δύναμης· τόσο εξαιτίας του παγκόσμιου ορισμού τους όσο και εξαιτίας της ίδιας τους της εθνικής ένταξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναβιώνουν αλλού ό,τι εξαφανίστηκε στη «Δύση». Εκείνο που όριζε την εργατική ταυτότητα και εκφραζόταν στο εργατικό κίνημα ήταν ένα κοινωνικό σύστημα ύπαρξης και αναπαραγωγής, όχι η απλή ύπαρξη ποσοτικών υλικών χαρακτηριστικών.

Το παράδοξο αυτής της νέας ταξικής σύνθεσης είναι ότι εξαφανίζει την αναγνώριση της ύπαρξης της εργατικής τάξης την ίδια στιγμή που η εργατική συνθήκη επεκτείνεται. Αυτή η «εξαφάνιση» δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της νέας σύνθεσης και της κατάτμησης της εργατικής δύναμης. Η εργατική τάξη είναι παρούσα στο μέγιστο βαθμό και η ταξική πάλη είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία, αλλά αφενός το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται πια στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και αφετέρου η αντίφασή του με το κεφάλαιο περιέχει γι’ αυτό την ίδια του την αμφισβήτηση.

Η ενότητα της τάξης δεν μπορεί πια να συγκροτηθεί πάνω στη βάση της μισθωτής εργασίας και του διεκδικητικού αγώνα ως προαπαιτούμενο της επαναστατικής δραστηριότητάς της. Η ενότητα του προλεταριάτου δεν μπορεί πια να είναι τίποτε άλλο από τη δραστηριότητα μέσα στην οποία αυτοκαταργείται καταργώντας όλα όσα το διαιρούν. Ένα τμήμα του προλεταριάτου, ξεπερνώντας το διεκδικητικό χαρακτήρα του αγώνα του, θα λάβει μέτρα κομμουνιστικοποίησης και θα δρομολογήσει έτσι την ενοποίηση του προλεταριάτου, η οποία δεν θα είναι διαφορετική από την ενοποίηση της ανθρωπότητας, δηλαδή από τη δημιουργία της ως συνόλου σχέσεων που τα άτομα δημιουργούν αναμεταξύ τους μέσα στη μοναδικότητά τους9.

Η κατάργηση του κεφαλαίου σημαίνει να αρνείσαι τον εαυτό σου ως εργαζόμενο και όχι να αυτοοργανώνεσαι ως τέτοιος· είναι ένα κίνημα κατάργησης των επιχειρήσεων, των εργοστασίων, του προϊόντος, της ανταλλαγής (με όλες τις μορφές της).

Συνοψίζοντας, αυτός ο κύκλος αγώνων ορίζεται ως μια κατάσταση όπου το προλεταριάτο δεν υπάρχει ως τάξη παρά μόνο μέσα στην αντιφατική του σχέση με το κεφάλαιο, μια σχέση που δεν εμπεριέχει την παραμικρή επιβεβαίωση μιας εργατικής ταυτότητας ούτε «αναδίπλωση» απέναντι στο κεφάλαιο: η αντίφαση με το κεφάλαιο είναι για το προλεταριάτο η ίδια του η αμφισβήτηση. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το προλεταριάτο γίνεται ένα «καθαρά αρνητικό» ον – εκτός κι αν με τον χαρακτηρισμό αυτό εννοούμε την κριτική κάθε αντίληψης για μια επαναστατική φύση του προλεταριάτου.

Όντας διάλυση των υπαρχουσών συνθηκών, το προλεταριάτο ορίζεται ως τάξη μέσα στο κεφάλαιο και στη σχέση του με αυτό, δηλαδή ως τάξη της εργασίας που παράγει αξία και, ειδικότερα, υπεραξία. Εκείνο που εξαφανίστηκε στον τωρινό κύκλο αγώνων, ύστερα από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών 1970 / 1980, δεν είναι αυτή η αντικειμενική ύπαρξη αλλά η επιβεβαίωση, μέσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, μιας προλεταριακής ταυτότητας. Όταν λέμε ότι το προλεταριάτο δεν υπάρχει ως τάξη παρά μόνο μέσα και ενάντια στο κεφάλαιο, ότι παράγει όλο του το είναι, όλη του την οργάνωση, την πραγματικότητά του και τη συγκρότησή του ως τάξης μέσα στο κεφάλαιο και εναντίον του, λέμε ότι το προλεταριάτο είναι η τάξη της εργασίας που παράγει υπεραξία.

Το προλεταριάτο δεν μπορεί να είναι επαναστατικό παρά μόνο αναγνωρίζοντας τον εαυτό του ως τάξη· αναγνωρίζει τον εαυτό του κατ’ αυτό τον τρόπο μέσα σε κάθε σύγκρουση και, κατά μείζονα λόγο, σε μια κατάσταση όπου η ύπαρξή του ως τάξης θα είναι, μέσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αυτό που θα έχει να αντιμετωπίσει. Εκείνο που δεν πρέπει να μας παραπλανά είναι το περιεχόμενο αυτής της «αναγνώρισης». Το να αναγνωρίσει το προλεταριάτο τον εαυτό του ως τάξη δεν θα είναι μια «αναδίπλωση» στον εαυτό του· θα είναι πλήρης εξωστρέφεια, αφού θα είναι αυτοαναγνώριση του προλεταριάτου ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό που είμαστε ως τάξη δεν είναι άμεσα τίποτε άλλο από τη σχέση μας με το κεφάλαιο. Η «αναγνώριση» αυτή θα είναι στην πραγματικότητα μια πρακτική αναγνώριση, μέσα στη σύγκρουση, όχι του εαυτού μας και για τον εαυτό μας, αλλά του κεφαλαίου.

1. «[Οι TC] μιλούν για τη σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, λένε ότι η σχέση αυτή είναι ιστορία και ότι η επανάσταση και ο κομμουνισμός είναι ιστορικά προϊόντα της δράσης του προλεταριάτου με αφετηρία την καθορισμένη θέση του σε αυτή τη σχέση εκμετάλλευσης. Δεν θέτουν σαν θεμέλιο των αναλύσεών τους τη σχέση έρωτα ή μίσους του προλετάριου με την εργασία. Λένε ότι ένα ορισμένο περιεχόμενο της σχέσης εκμετάλλευσης (τυπική υπαγωγή, πρώτη φάση της πραγματικής υπαγωγής) έχει αποτέλεσμα ότι η δραστηριότητα του προλεταριάτου κατά του κεφαλαίου θέτει ή παράγει την επανάσταση ως απελευθέρωση της εργασίας. Δεν φαντάζονται πως, αν οι προλετάριοι θέλουν να ελευθερώσουν τη δραστηριότητά τους από την εκμετάλλευση, ο λόγος είναι ότι λατρεύουν την εργασία στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης (ή ακόμα και μετά), το αντίθετο μάλιστα. Η απελευθέρωση της εργασίας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση σημαίνει λιγότερη και διαφορετική εργασία, καθώς και ελευθέρωση χρόνου για την αναψυχή, την απόλαυση και την κουλτούρα. Αν οι εργάτες ήταν ερωτευμένοι με την εργασία τους, δεν θα αντιμετώπιζαν την επανάσταση –τον Φεβρουάριο και Ιούνιο του 1848, το 1871 στο Παρίσι, το 1921 στην Κρονστάνδη– ως απελευθέρωση της εργασίας, ούτε τον νόμο της αξίας ως ιδεώδες μιας μεταβατικής περιόδου που θα τους έβγαζε από την εκμετάλλευση. Αν η επανάσταση δεν ήταν απελευθέρωση της εργασίας, δεν θα έκαναν –μέσω των Συμβουλίων και των Σοβιέτ– τη θέση των εργαζομένων μοχλό της απελευθέρωσής τους ως εργαζομένων». Από το κείμενο Η Σύνοδος της Εφέσου που δημοσιεύτηκε στο 19ο τεύχος της TC.

2. Σχετικά με την ιστορική σημασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παραθέτουμε μερικές γραμμές από το βιβλίο του Roland Simon, Théorie du communisme, volume 1 : Fondements critiques d’une théorie de la révolution ­– Au-delà de l’affirmation du prolétariat, εκδ. Senonevero 2001: «Το κεφάλαιο δεν είναι απλώς εμπόδιο για την επανάσταση. Είναι σε θέση, μέσω της ίδιας του της ανάπτυξης, να επιλύει μια αντίφαση που φέρει ως υπέρβασή της τον κομμουνισμό. Αν το κεφάλαιο είναι «αντίφαση εν κινήσει» όπως εκθέτει ο Μαρξ στα Grundrisse, αν η ανάπτυξή του είναι παραγωγή των συνθηκών –όχι μόνο των υλικών αλλά και υπό μορφή δραστηριότητας του προλεταριάτου– οι οποίες μπορούν να επιφέρουν τη διάλυση αυτής της στενής βάσης που είναι η αξία-εργασία, τότε εκείνο που περιγράφεται δεν είναι μόνο η νεκρολογία του αλλά ταυτόχρονα η δύναμή του και η ιστορική σημασία του. Επειδή ακριβώς όλη η ανάπτυξή του, που θεμελιώνεται πάνω στην ιδιοποίηση και την άρνηση της ζωντανής εργασίας, είναι αντίφαση εν κινήσει, το κεφάλαιο συνεπάγεται και αναπαράγει κατά αντιφατικό τρόπο το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο ως επαναστατική τάξη και η ανάπτυξη του κεφαλαίου ως αντίφαση εν κινήσει είναι οι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας, της ίδιας σχέσης παραγωγής. Επειδή ακριβώς το κεφάλαιο είναι αυτή η αντιφατική διαδικασία που το υπονομεύει, έχει μια ιστορική σημασία· αλλά τότε το να έχει μια ιστορική σημασία δεν είναι άλλο, μέσα στο ίδιο το περιεχόμενο της ανάπτυξής του, από τη δυνατότητα να επιβάλλει, ενάντια στην επαναστατική τάξη, την ίδια του την αναπαραγωγή και συσσώρευση ως απάντηση που έχει ένα ιστορικό νόημα απέναντι στην επανάσταση. Είναι σε θέση, για τον λόγο αυτό, να μετασχηματίζει τους τρέχοντες προσδιορισμούς του κύκλου αγώνων σε όρια».

3. «Ονομάζουμε κύκλο αγώνων το σύνολο των αγώνων, των οργανώσεων και των θεωριών που απαρτίζουν μια ιστορικά προσδιορισμένη πρακτική του προλεταριάτου μέσα στην αμοιβαία συνεπαγωγή των δύο όρων της εκμετάλλευσης που είναι η δυναμική αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. […] Ακόμα κι αν τα χρονολογικά ορόσημα είναι ταυτόσημα, η έννοια του κύκλου αγώνων δεν συμπίπτει με αυτή της ιστορικής περιόδου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στην έννοια του κύκλου αγώνων, η πρακτική του προλεταριάτου ορίζεται ως η εξέχουσα όψη μιας ολότητας μέσω της οποίας αυτή η ολότητα παράγει το ξεπέρασμά της. Κατά συνέπεια, ένας κύκλος αγώνων είναι μια περίοδος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θεωρημένη στο βαθμό που παράγει το ξεπέρασμά της. […] Το προλεταριάτο παράγει τον κομμουνισμό ενάντια στο κεφάλαιο, κάτι που σημαίνει ότι είναι το υποκείμενο αυτού του ξεπεράσματος, όχι ως εκτελεστής ή ως μαμή, αλλά ως πόλος της ίδιας της αντίφασης. Αν, ξεκινώντας από την εκμετάλλευση, βυθίζουμε ό,τι κάνει το προλεταριάτο επαναστατική τάξη σε ό,τι το ορίζει ως τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή στην αμοιβαία συνεπαγωγή του με το κεφάλαιο, η αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης και την επανάσταση, σύνδεση θεωρημένη ως ιστορική φάση, αποτελεί έναν κύκλο αγώνων. […] Το ζήτημα δεν είναι ούτε να μετατρέψουμε κάθε επόμενο κύκλο αγώνων σε μοντέλο για τους προηγούμενους κύκλους ούτε να σκεφτούμε το κύκλο στον οποίο βρισκόμαστε σαν να έχει με απομονωμένο τρόπο τον κομμουνισμό ως την επίλυσή του. Κάθε κύκλος αγώνων συνιστά μια ιδιαίτερη ολότητα, μέσω των προσδιορισμών του και του τρόπου με τον οποίο η επανάσταση και ο κομμουνισμός ορίζονται από το ιστορικό στάδιο της αντίφασης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο που αυτός ο κύκλος εκφράζει. Ωστόσο, η διαδοχή των κύκλων αγώνων δεν εμφανίζεται ως παράθεση οριοθετημένων ολοτήτων: υπάρχει μια πρόοδος, ένα ξεπέρασμα των ορίων του προηγούμενου κύκλου στην ιδιαιτερότητα του νέου κύκλου. Την ίδια στιγμή που ο νέος κύκλος αποτελεί το ξεπέρασμα του προηγούμενου, συνθέτει τα χαρακτηριστικά, τη μορφή, τους προσδιορισμούς αυτού του κύκλου με όρους ορίων, αντιφάσεων∙ μέσω αυτού φανερώνει ότι ο ίδιος ο προηγούμενος κύκλος μπορεί να αναλυθεί σαν να παρήγαγε, να έφερε και να απαιτούσε το ξεπέρασμά του σε σχέση, αναγκαία αλλά διαμεσολαβημένη από τον επόμενο κύκλο, με τον κομμουνισμό όπως αυτός ο τελευταίος κύκλος τον ορίζει. Τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων κύκλων φέρουν έτσι, μέσα στην κατανόηση που παρέχει ο επόμενος κύκλος, τον κομμουνισμό όπως ορίζεται από αυτόν τον τελευταίο. Το λάθος θα ήταν να ξεχάσουμε την αφετηρία της ανάλυσης, να ξεχάσουμε την πραγματικότητα του τωρινού κύκλου και να σκεφτούμε ότι ο προηγούμενος κύκλος φέρει τον κομμουνισμό ανεξάρτητα από την ύπαρξη του τωρινού κύκλου. Και μόνο η ύπαρξη αυτού του νέου κύκλου κάνει αυτή την ‘αφετηρία’ όχι μια υποκειμενική οπτική αλλά μια αντικειμενική σχέση». R.S. Le concept de cycle de luttes στο http://meeting.communisation.net.

4. «Αν λέμε τώρα ότι τα επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος ηττήθηκαν με βάση ό,τι τα ίδια ήταν, ότι μέσα τους βρισκόταν η εσώτερη σύνδεσή τους με την αντεπανάσταση, αν δεν ξαναγράφουμε την ιστορία υποθέτοντας πως οι επαναστάσεις αυτές θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικές, αυτό δεν σημαίνει πως εντοπίζουμε μέσα τους κάποια έλλειψη, δεν σημαίνει πως τους αποδίδουμε εξ ορισμού την τωρινή συνείδηση, που είναι ακριβώς αποτέλεσμα των αποτυχιών τους και των αντεπαναστάσεων. Οι Ρώσοι προλετάριοι του 1917, οι Γερμανοί του 1919, οι Ισπανοί του 1936, οι Γάλλοι ή Ιταλοί του 1968, έδρασαν όπως ήταν, έκαναν τα επαναστατικά τους κινήματα και τις εξεγέρσεις τους με πλήρη συνείδηση και με όλες τους τις αντιφάσεις. Καμία από τις ενέργειές τους δεν ήταν γι’ αυτούς τυχαία· το όριο του κινήματός τους τούς επιβλήθηκε από την αντεπανάσταση που είχαν να αντιπαλέψουν, μια αντεπανάσταση που δεν ήταν γι’ αυτούς ένα ανυπέρβλητο εσωτερικό όριο αλλά η ίδια η φύση του αγώνα τους. Αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα για τα κινήματα αυτά το λέμε τώρα, και αν μπορούμε να πούμε γιατί τα κινήματα αυτά ηττήθηκαν το οφείλουμε στους αγώνες όπως πραγματικά δόθηκαν και στην αντεπανάσταση που τους συνέτριψε (οι αντεπαναστάσεις είναι επίσης και κυρίως η σχέση μας με τις επαναστάσεις του παρελθόντος). Η ανάλυσή μας είναι ένα αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα δεν προϋπήρχε στο πράγμα. Για εμάς, τώρα, όλη η σπουδαιότητα των επαναστάσεων αυτών έγκειται σε ό,τι μας φαίνεται ως εσωτερικές αντιφάσεις τους, στο ανέφικτό τους όπως παρήχθη μέσα στους ίδιους τους όρους όπου οι αγώνες αυτοί υπήρχαν και βιώνονταν». Το απόσπασμα που αναπαράγουμε εδώ για λόγους αποσαφήνισης είναι από αδημοσίευτο κείμενο της TC.

5. [Σ.τ.Ε.] «Όταν λέμε ‘προγραμματισμός’ εννοούμε ένα μοντέλο εργατικών αγώνων και επαναστατικού ξεπεράσματος βασιζόμενο σε μιαν αυξανόμενη ισχύ της εργατικής τάξης, ισχύ μέσω της οποίας επιβάλλονται οι απαιτήσεις μιας κοινωνικής ανάπτυξης του κεφαλαίου που προετοιμάζει την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. […] Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο εσωτερικό του ‘προγραμματισμού’, η ενίσχυση της τάξης (καθώς ήταν ενσωματωμένη στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου) στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ήρθε σε αντίθεση με τη δυνατότητα της επαναστατικής αυτόνομης επιβεβαίωσής της. Τις σπάνιες φορές που αυτή η τελευταία αρχίζει να υλοποιείται έμπρακτα, όπως στη Ρωσία, στην Ιταλία ή στην Ισπανία, τιθέμενη κατ’ ανάγκη υπό την αιγίδα των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, αντιστρέφεται αμέσως για να μετατραπεί σε αυτό που δεν μπορεί παρά να είναι: μια νέα μορφή κινητοποίησης της εργασίας υπό τον καταναγκασμό της αξίας και άρα της ‘μέγιστης απόδοσης’ (όπως ζητούσε η CNT από τους εργάτες της Βαρκελώνης το 1936), αναπαράγοντας αυτομάτως, έστω και οριακά, όλες τις αντιδράσεις απομάκρυνσης ή αντίστασης των εργατών». Από την απάντηση της TC στο Aufheben που δημοσιεύτηκε στο 19ο τεύχος του περιοδικού.

6. Βλέπε το κείμενο Self-organisation is the first act of the revolution; it then becomes an obstacle which the revolution has to overcome στο http://meeting.communisation.net.

7. Κριτική του αντικειμενισμού (TC 14)· αποσαφήνιση της έννοιας της κομμουνιστικοποίησης (TC 16)· ορισμός και κριτική του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού και του κινήματος άμεσης δράσης (TC 17 και TC 18)· ανάλυση της αναδιάρθρωσης (TC 19 και TC 22)· η επανάσταση και ο κομμουνισμός ως ιστορική παραγωγή (TC 16, TC 19 και TC 21).

8. «Τι λέει ο άθεος, στριμωγμένος στη γωνίτσα του της ιστορίας; Ένας κύκλος αγώνων γνώρισε την ήττα, μια αναδιάρθρωση της σχέσης εκμετάλλευσης πραγματοποιήθηκε· αναπόφευκτα αυτός ο κύκλος αγώνων θέτει το ξεπέρασμά του με νέο τρόπο, όπου τα παλιά ερωτήματα έχουν υπερπηδηθεί και νέα προβλήματα ζητούν λύση. Αρνείται το δίλημμα ενός αναπόφευκτου ή ενδεχόμενου μέλλοντος, επειδή το μέλλον είναι ό,τι αυτός παράγει στο παρόν μέσα στο μόνο αναπόφευκτο πράγμα: την πάλη των τάξεων. Αλλά ο άθεος που δεν δέχτηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και συνεπώς δεν πιστεύει στην άχρονη ουσία και στην αναλλοίωτη ανάγκη της ανθρώπινης κοινότητας που ήδη και πάντα υπάρχει από καταβολής κόσμου, σκέφτεται την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και λέει: «η πάλη των τάξεων στην οποία έχω αναπότρεπτα εμπλακεί είναι η αναχρονιστικότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής». Αλλά εκεί που ο άθεος διαπράττει το μεγάλο κρίμα του είναι όταν δεν βλέπει μακρύτερα από τον δικό του κύκλο αγώνων και προσθέτει: «ο κύκλος αγώνων μου φέρει το τάδε περιεχόμενο και την τάδε διάρθρωση της σύγκρουσης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και για μένα αυτό είναι η κομμουνιστική επανάσταση, επειδή μου είναι απολύτως αδύνατον να φανταστώ άλλες μορφές και άλλο περιεχόμενο». Ο δυστυχής, ενώ τον υποψιάζονται ότι βρίσκεται σε «λεωφόρο», απλώς διανύει ένα στενό μονοπάτι απ’ όπου ο ορίζοντάς του είναι μόνο ένα μικρό θραύσμα ιστορίας· καθώς δεν είναι ούτε εγελιανός ούτε συνοδικός πατέρας αρκείται σε αυτό, δεν μπορεί να έχει άλλη ιδέα για την επανάσταση παρά μόνο αυτή που περιέχεται στον ορίζοντά του. Δρα μέσα στη σημερινή καθορισμένη κατάσταση και δεν έχει επιλέξει να δρα. Ποτέ δεν είχε πει πως ο κομμουνισμός είναι αναπόφευκτος, και ακόμα λιγότερο πως ήταν απλώς μια δυνατότητα, επειδή υποπτεύεται πως ο πιθανοκράτης, με το όφελος του συντριπτικά προφανούς γεγονότος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ποτέ δεν υποχρεώνεται να αποδείξει την άποψή του. Η ιεροσυλία του είναι ότι έχει συνδέσει, ως ιστορική διεργασία, τη σημερινή κατάσταση και την επανάσταση, ότι σκέφτεται την επανάσταση με βέβηλο τρόπο παίρνοντας ως αφετηρία τη σημερινή κατάσταση, και ότι λέει: «να μέσα στη σημερινή κατάσταση τι μας οδηγεί στην επανάσταση, επειδή ο κομμουνισμός είναι στο παρόν το περιεχόμενο της πάλης των τάξεων». Δεν λέει ότι ο κομμουνισμός, στο μέλλον, είναι αναπόφευκτος ή ενδεχόμενος· το ζήτημα αυτό τον αφήνει αδιάφορο». Από το κείμενο Η Σύνοδος της Εφέσου (TC).

9. Σχετικά με το ζήτημα της ενότητας του προλεταριάτου στο σημερινό κύκλο αγώνων, ξανά από το ίδιο αδημοσίευτο κείμενο της TC: «Πώς θα μπορούσε να υπάρξει, στην κλίμακα του προλεταριάτου ως τάξης, μια αλληλεγγύη που να αναφέρεται σε μια κοινή ταυτότητα εκμεταλλευομένων; Δεν μπορούμε να θεωρούμε τις διαφορές απλώς περιστασιακές και καθαρά τυπικές. Είναι εγγενείς στον ίδιο τον ορισμό της κατάστασης του εκμεταλλευομένου. Στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, μπορεί να έχω τις καλύτερες προθέσεις του κόσμου και την καλύτερη δυνατή αντισυντεχνιακή, αντιρατσιστική, αντισεξιστική ταξική συνείδηση, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα αν στο πλαίσιο της εργασίας, αντικειμενικά ή νομικά, οι καταστάσεις μέσα στις οποίες υπάρχω είναι τέτοιες που με ευνοούν περισσότερο από άλλους. Δεν μπορούμε να κάνουμε λες και οι διαφορές, οι κατακερματισμοί, δεν είχαν καμία βάση, δεν ήταν αντικειμενικές σε σχέση με μια ανώτερη οντότητα: την κοινή κατάσταση των εκμεταλλευομένων. Αντικειμενικά, ο λευκός εργάτης δεν είναι ο μαύρος εργάτης και κατανοούμε ότι δεν έχει καμία όρεξη να γίνει. Θα μπορούσαν να ενωθούν (με δυσκολία) μόνο στο πλαίσιο μιας «εργατικής ταυτότητας», δηλαδή μιας ιστορικής μορφής αγώνα, και όχι βάσει μιας κοινής κατάστασης των εκμεταλλευομένων, η οποία είναι απλώς μια αποτελεσματική αφαίρεση που μας επιτρέπει να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε όλες τις ιστορικές καταστάσεις.

Για να ενωθούν, οι εργάτες πρέπει να συντρίψουν τη σχέση μέσω της οποίας τους «συνενώνει» το κεφάλαιο. Δεν μπορούμε να θέλουμε ταυτόχρονα την ενότητα του προλεταριάτου και την κομμουνιστική επανάσταση, δηλαδή την ενότητα αυτή ως προαπαιτούμενο της επανάστασης, ως προϋπόθεση. Δεν θα υπάρξει πια ενότητα παρά μόνο μέσα στην κομμουνιστικοποίηση· μόνο αυτή, επιτιθέμενη στην ανταλλαγή και στη μισθωτή εργασία, θα ενοποιήσει το προλεταριάτο, δηλαδή δεν θα υπάρξει πια ενότητα του προλεταριάτου παρά μόνο μέσα στην ίδια την κίνηση της κατάργησής του. Το ζήτημα δεν είναι να πούμε ότι όσο πιο διαιρεμένη η τάξη τόσο το καλύτερο, αλλά ότι, για παράδειγμα, η γενίκευση ενός απεργιακού κινήματος δεν είναι αναγκαστικά συνώνυμο με την ενότητά του, δηλαδή με το ξεπέρασμα διαφορών που θεωρούνται καθαρά περιστασιακές και τυπικές (βλέπε τα κινήματα κατατμημένων αγώνων και την πολλαπλότητα των συλλογικοτήτων). Το ζήτημα είναι να αρχίσουμε να κατανοούμε τί διακυβεύεται σε αυτά τα διάχυτα, κατατμημένα και ασυνεχή κινήματα: η δημιουργία μιας απόστασης από αυτή την «ουσιώδη» ενότητα που αντικειμενοποιείται στο κεφάλαιο».


  1. […] ‘Για την Ιστορική Καταγωγή της “Theorie Communiste”’ [απο το κείμενο Qui sommes nous?], στο Blaumachen 4, […]

Leave a Reply