subscribe to RSS

About

Blaumachen… μια σύντομη ιστορία της λέξης

Η μπλε Δευτέρα (Blauer Montag) είναι μια γερμανική έκφραση για την αργία της Δευτέρας. Παραδοσιακά, ήταν έθιμο σε πολλές μικρές επιχειρήσεις και συντεχνίες, κάθε Δευτέρα να δουλεύουν μόνο “με τη μισή ισχύ”, ή και να μην δουλεύουν καθόλου. Το έθιμο, όπως και η έκφραση Blaumachen («κάνω μπλε» και αργότερα «κάνω κοπάνα από την δουλειά») ανάγεται στην ιδιαιτερότητα της διαδικασίας χρωματισμού των υφασμάτων στις συντεχνίες των βαφέων της κεντρικής Ευρώπης.

Μέχρι να κατασκευαστεί το συνθετικό χρώμα, το χρώμα των ρούχων δεν ήταν ζήτημα γούστου αλλά χρήματος. Σε αντίθεση με άλλα χρώματα, όπως το βαθύ κόκκινο, το μπλε ήταν εύκολο να παραχθεί. Τα υφάσματα χρωματιζόταν με τη χρήση φύλλων από το φυτό λουλάκι. Η διαδικασία παραγωγής του χρώματος απαιτούσε καλό καιρό, έπρεπε να κάνει ζέστη τουλάχιστον για δυο εβδομάδες. Από πλευράς εξοπλισμού ήταν απαραίτητος μόνο ένας σωλήνας, ο οποίος έπρεπε να στέκεται στον ήλιο. Τα φύλλα του λουλακιού καλύπτονταν με υγρό, το οποίο από χημικής άποψης είχε μια ιδιαιτερότητα: χρειαζόταν φρέσκια ανθρώπινη ουρία. Υπό τον ήλιο άρχιζε το μίγμα ουρίας-λουλακιού να ζυμώνεται, σχηματιζόταν αλκοόλ και απελευθερωνόταν η χρωστική ουσία από τα φύλλα. Στον Μεσαίωνα η χημική διεργασία δεν ήταν γνωστή, αλλά οι παραγωγοί χρώματος ήξεραν ότι αν στο μίγμα προστίθετο αλκοόλ, η ζύμωση ενισχυόταν και περισσότερη χρωστική ουσία εκλυόταν. Εντούτοις, το αλκοόλ δε χυνόταν άμεσα μέσα στο μίγμα, γιατί υπήρχε ο φόβος ότι το χρώμα θα γινόταν ακριβότερο. Το αλκοόλ προστίθετο πλαγίως: στις παλιές συνταγές σημειώνεται ότι το χρώμα γίνεται ιδιαίτερα καλό με χρήση ουρίας ανδρών, οι οποίοι έχουν πιει πολύ αλκοόλ.

Αλλά ακόμα και αυτό δεν αρκούσε για να παραχθεί απευθείας το μπλε χρώμα- παρέμενε το άθλιο χρώμα του μίγματος. Το μπλε χρώμα εκλυόταν ενόσω τα υλικά στέγνωναν στον ήλιο. Γιατί το μπλε χρώμα εκλύεται υπό την επίδραση του φωτός, όταν το μίγμα αλληλεπιδρά με το φως. Οι καλφάδες/παραγιοί δεν είχαν τίποτα να κάνουν, από το να ανακατεύουν προσεκτικά το μίγμα από το πρωί μέχρι το βράδυ, να συμπληρώνουν την ουρία που εξατμίζεται – και πάνω απ’ όλα να φροντίζουν συνεχώς για την προσθήκη αλκοόλ, γιατί όσο καλύτερο γινόταν το μίγμα, τόσο πλουσιότερη χρωστική ουσία παραγόταν και τόσο εντονότερο γινόταν το μπλε.

Πέρα από τη βρώμα – η παραγωγή του μπλε χρώματος ήταν μια ευχάριστη δραστηριότητα. Οι παραγωγοί χρώματος δούλευαν στον καθαρό αέρα, με καλό καιρό, κι έπιναν πολύ. Πάντα, λοιπόν, όταν οι εργάτες και οι φίλοι τους, μετά την οινοποσία του Σαββατοκύριακου, λιάζονταν τις Δευτέρες περιμένοντας το αποτέλεσμα, ήταν όλοι τους “μπλε” και την “έκαναν μπλε”.

Blaumachen… a brief history of the word

“Blue Monday” (Blauer Montag) stands for “Monday holiday” in German. Traditionally, working “with only half strength” or not working at all on Mondays was a habit in a lot of small enterprises and guilds. The origin of this habit and the word blaumachen as well (“make blue” and later “swing the lead”) lies back on the peculiar process of dying textiles in dyers’ guilds in central Europe.

Until synthetic colour was invented, choosing clothes’ colour had been rather a question of money than liking. Blue, as opposed to other colours such as deep red, could be easily produced. Textiles were dyed with the use of indigo’s leaves. The process of producing blue colour demanded the weather to be warm for about two weeks. As for the equipment, only a tube was necessary which should remain under the sun. Indigo’s leaves were covered by a chemically peculiar liquid…it demanded fresh human urea. The mixture of urea and indigo was fermented under the sun; alcohol was produced and the pigment was released from the leaves. The chemical process was unknown during the middle ages, but the colour producers knew that adding alcohol into the mixture would result in a greater proportion of the pigment. Nevertheless, alcohol wasn’t directly added into the mixture, because of the risk the colour would become more expensive. It was added in a different way: old recipes mentioned that the colour would become extremely good by the use of men’s urine; men who had consumed large quantities of alcohol.

Yet even this wasn’t enough for the production of the blue – the lousy colour of the mixture was still there. For the blue to be released the materials had to dry under the sun. The apprentices had nothing to do apart from stirring carefully the mixture during the whole day, adding more urine whenever evaporated and above all adding alcohol; for, the better the quality of the mixture the greater the production of the pigment and the more lively the colour.

Although stinky, the production of the blue was a pleasurable procedure. The producers worked breathing fresh air and drinking a lot of alcohol. Thus, when the workers and their friends, after the weekends’ drinking, lay in the sun on Mondays waiting for the result, they were all “blue” and “made blue”.