subscribe to RSS

Ροκαμαδούρ

Για τις ταραχές στην Αγγλία και άλλα δεινά

0 comments
Για τις ταραχές στην Αγγλία και άλλα δεινά

Ενα καλοκαίρι µε χίλιους Αύγουστους;

 

«Οι ταραχές του καλοκαιριού του ’81 ήταν για εµάς η πρόγευση του µέλλοντος. Μια µέρα, αργά ή γρήγορα, η χώρα θα εκραγεί. Ο περισσότερος κόσµος στις πάµπ, στους δρόµους, στα σουπερ µάρκετ ή στη δουλειά συγκατανεύει σ’ αυτή την εκτίµηση. Οι παλιές, φλεγµατικές, καθησυχαστικές σκέψεις ότι “αυτό δεν µπορεί να συµβεί εδώ” επιτέλους εξαφανίστηκαν – ας ελπίσουµε για πάντα»1.

Αυτή η έκδηλη αισιοδοξία, προϊόν των ταραχών που συγκλόνισαν τη Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, απουσίαζε στον απόηχο των ταραχών του Αυγούστου. Αυτή τη φορά τις ταραχές ακολούθησαν αµφιταλάντευση, αµηχανία και κριτική απόσταση, αντί για ενθουσιασµό και ελπίδα. Ένα µούδιασµα ήταν το κυρίαρχο αίσθηµα εντός των ακτιβιστικών χώρων και των κύκλων των µιλιτάντηδων, για να µην αναφερθούµε στις αντιδράσεις της «Αριστεράς». Διαβάζοντας πολλά κείµενα απολογισµού, µένει κανείς µε την εντύπωση ότι αυτή τη φορά οι ταραχές αντιµετωπίστηκαν περισσότερο ως «αναγκαίο κακό» παρά ως πρόγευση του µέλλοντος.

Ο χαοτικός και σπασµωδικός χαρακτήρας των ταραχών του Αυγούστου, η τεράστια απόσταση που τις χωρίζει από ό,τι θα µπορούσε κανονιστικά να ονοµαστεί προλεταριακός αγώνας, η αδυναµία να χωρέσουν σε ένα πολυαναµενόµενο κίνηµα ενδυνάµωσης της εργατικής τάξης, προκάλεσαν τη νοσταλγία για τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αρκετοί βιάστηκαν να υποβιβάσουν τις ταραχές του καλοκαιριού σε κάτι σαν κοινωνική αφόδευση, συγκρίνοντάς τες µε τις ταραχές της δεκαετίας του ’80, οι οποίες προχώρησαν πέρα από την οργή και την αγανάκτηση, στην επιβεβαίωση ενός πνεύµατος κοινότητας και στον εναγκαλισµό µιας πολιτικής προσδοκίας. Αυτή τη φορά, οι ταραχοποιοί δεν τα κατάφεραν, µιας και δεν επιδίωξαν αυτό που ιδεατά θα µπορούσαν να είχαν κάνει, να προσπαθήσουν να ανοίξουν το δρόµο για την επαναδηµιουργία ενός ισχυρού, αυτόνοµου προλεταριακού κινήµατος, µέσω της αυτοοργάνωσης και της ταξικής αλληλεγγύης. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ζήτηµα της συνείδησης του προλεταριακού Υποκειµένου να πραγµατώσει την αιώνια δοσµένη επαναστατική Πρακτική, όπως µας υπενθυµίζει ο Marlowe: «Η οργή είναι απαραίτητη για να θέλει κανείς να εξεγερθεί ενάντια στο σύστηµα, αλλά αυτό το µίγµα οργής και οπορτουνισµού δεν είχε καµία προοπτική. Για εµένα δείχνει την απόλυτη αναγκαιότητα µιας ταξικής έκφρασης που θα µπορεί να παρέχει ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη της συνείδησης και ένα στόχο για συλλογική δράση. Χωρίς αυτό, οι εκρήξεις οργής µπορεί να είναι επικίνδυνα αυτοκαταστροφικές»2. Η πρόσφατη αδυναµία του Υποκειµένου αντιµετωπίζεται ως αποτέλεσµα των σύγρονων συµπτωµάτων µιας κοινωνικής παθολογίας, όπως ο ατοµικισµός και ο καταναλωτισµός.

Αν ειδωθούν από µια εµπειριστική/κανονιστική σκοπιά, οι ταραχές του καλοκαιριού φαίνονται από πολλές απόψεις όµοιες µε µια σειρά άλλων ιστορικών αστεακών ταραχών. Όπως πολλά άλλα κύµατα ταραχών πριν από αυτές, πυροδοτήθηκαν από την προκλητική συµπεριφορά της αστυνοµίας και χαρακτηρίστηκαν από την οργισµένη απάντηση του κόσµου. Όπως άλλες ταραχές, διαχύθηκαν γρήγορα περιλαµβάνοντας πολλά άτοµα και δραστηριότητες που είχαν µικρή σχέση µε την αρχική διαµαρτυρία από την οποία ξεκίνησαν. Όπως άλλες ταραχές, δεν επιδίωξαν τη διαπραγµάτευση συγκεκριµένων αιτηµάτων. Όπως άλλες ταραχές περιέλαβαν βίαιες πρακτικές ενάντια στο κράτος και την ατοµική ιδιοκτησία. Το πρόβληµα µε µια τέτοια κανονιστική προσέγγιση είναι ότι θέτει ως σηµείο εκκίνησης τις «ταραχές» ως αφηρηµένη κατηγορία, της οποίας οι συγκεκριµένες εκδηλώσεις είναι κάθε φορά µια ποσοτικά ποικίλουσα µίξη πρακτικών που θεωρούνται τυπικά συστατικές της. Έτσι, οι ταραχές, αντί να γίνονται κατανοητές ως µια συγκεκριµένη στιγµή της ταξικής πάλης, αφηρηµένα ορίζονται ως ένα σύνολο πρακτικών µε τη δική τους σχετική αυτονοµία. Η θέση τους εντός της ολότητας από την οποία αφαιρέθηκαν στη συνέχεια επανατίθεται ως σχέση µε το πλαίσιο µέσα στο οποίο εµφανίζονται, το οποίο γίνεται κατανοητό ως ουσιωδώς εξωγενές προς τις ταραχές καθαυτές. Οι ταραχές διαχωρίστηκαν από την αντικειµενικότητά τους για να επανενωθούν µε αυτή, αλλά να επανενωθούν ως διαχωρισµένες. Καθώς η ιστορία εξολοθρεύτηκε, αυτό που υπάρχει στην πραγµατικότητα εµφανίζεται ως η συγκεκριµενοποίηση (πραγµατοποίηση) του αιώνιου αφηρηµένου. Οι συγκεκριµένες πρακτικές αντιµετωπίζονται απλά ως περιστασιακές εκδηλώσεις της Πρακτικής ως αφαίρεσης. Και η Πρακτική ως τέτοια, ως οντότητα, αποκτά νόηµα µόνο σε σχέση µε το εξίσου αφηρηµένο συµπληρώµά της, την ταξική πάλη ως την σε τελική ανάλυση α-ιστορική αντίθεση ανάµεσα σε δύο τάξεις, ένα αιώνιο παρόν, ένα συνεχές χωρίς ρήξεις αλλά µόνο µε διακυµάνσεις, επιτυχίες και αποτυχίες (η ιστορία απλά παρέχει το φόντο της αντίθεσης). Έτσι, τα ιδιαίτερα καθοριστικά στοιχεία των συγκεκριµένων πρακτικών απαλείφονται ως τυχαία και µη ουσιώδη. Το ζήτηµα του κοµµουνισµού γίνεται ζήτηµα «επιστροφής του απωθηµένου» το οποίο προσπαθεί να βρει το δρόµο του προς την (ταξική) συνείδηση.

Αν θέλουµε να κυριολεκτούµε όταν λέµε ότι η ταξική πάλη είναι ιστορία, εννοούµε ότι οι τάξεις είναι δεµένες µεταξύ τους σε µια ασύµµετρη σχέση, η οποία είναι µια αντίφαση που αναπτύσσεται, µια αντίφαση εν κινήσει, στον πυρήνα µιας αποτελεσµατικά –και εξίσου εν κινήσει– δοµηµένης ολότητας (καπιταλιστική κοινωνία) όπως αυτή συντίθεται, ανασυντίθεται –µε τη µορφή ρήξεων και ασυνεχειών (οι επαναστάσεις του παρελθόντος και οι αντεπαναστάσεις που τις ακολούθησαν)– και αναπαράγεται ως τέτοια σε κάθε ιστορική περίοδο. Το γεγονός ότι η αναπαραγωγή της σχέσης εκµετάλλευσης είναι αντιφατική (η εργασία πάντα χρειάζεται και πάντα περισσεύει/πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) θέτει τον κοµµουνισµό ως το πραγµατικό κίνηµα που επιλύει την αντίφαση µέσω της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου που καταργεί το κεφάλαιο και τον εαυτό του. Κατ’ αυτή την έννοια οι ταραχές του Αυγούστου ήταν ένα ιστορικά συγκεκριµένο συµβάν που ανήκει στην ολότητα, που έχει την αντίφαση µεταξύ των τάξεων στον πυρήνα της, όπως υπάρχει σήµερα (ο αναδιαρθρωµένος καπιταλισµός και η κρίση του). Επιπλέον, ανήκει στην παρούσα στιγµή –την οποία έχουµε αλλού αποκαλέσει «εποχή των ταραχών»3– εντός της εκδίπλωσης της κρίσης του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, όπως αυτή η παρούσα στιγµή εµφανίζεται στις ιδιαιτερότητες του βρετανικού καπιταλισµού, σχετικά µε ό,τι όρισε τις ταραχές, δηλαδή τη σύνθεση αυτών που ενεπλάκησαν, την ποικιλία των πρακτικών (και την κυριαρχία κάποιων πρακτικών έναντι άλλων), τη χωρική και χρονική τροχιά τους, τις µορφές οργάνωσης/συνάντησης των ταραχοποιών, τους στόχους και τις προσδοκίες τους (ή την έλλειψη προσδοκιών), τη σχέση τους µε τον κοινωνικό περίγυρο και τα υπόλοιπα επεισόδια της ταξικής πάλης σε αυτή την ιστορική στιγµή. Το όριο των ταραχών δεν ήταν εξωτερικό προς τις ταραχές καθαυτές, αλλά εγγενές στην ίδια τη φύση τους, η άλλη όψη του νοµίσµατος της δυναµικής τους. Οι ταραχές του Αυγούστου δηµιουργούν την ανάγκη θεωρητικοποίησης των ζητηµάτων που έθεσαν µε την ανάδυσή τους και τη σχέση τους µε τις υπόλοιπες εκδηλώσεις της ταξικής πάλης σήµερα, σχετικά µε την κοµµουνιστική επανάσταση που παράγεται στον τρέχοντα κύκλο αγώνων. Αυτό είναι το επίδικο!

 

 

Η αναδιάρθρωση και η κατασκευή των νέων επικίνδυνων τάξεων

 

Οι ταραχές του Αυγούστου χαρακτηρίστηκαν όχι µόνο από την απουσία άµεσων αιτηµάτων, αλλά επίσης οποιασδήποτε προοπτικής βελτίωσης των συνθηκών ύπαρξης. Οι ταραχοποιοί επιτέθηκαν, µέσα σε αυτό που είναι, στην προλεταριακή κατάσταση σήµερα, δηλαδή την επισφαλειοποίηση της εργασιακής δύναµης. Στην απουσία αιτηµάτων και στις συγκεκριµένες πρακτικές τους, δηλαδή τις λεηλασίες, τους εµπρησµούς εµπορικών και δηµόσιων κτιρίων, τις επιθέσεις στην αστυνοµία και σε αστυνοµικά τµήµατα, η προσδοκία να γίνει κανείς «κανονικός προλετάριος» –εργάτης µε «δίκαιο» µεροκάµατο– αναδείχθηκε ως ξεπερασµένη. Αυτό ήταν εγγενώς συνδεδεµένο µε τη συγκεκριµένη κατάσταση των ταραχοποιών. Η γενεαλογία αυτής της κατάστασης στην ιστορική ανάπτυξη της αντίφασης µεταξύ των τάξεων, η θέση της στην αναπαραγωγή της αντίφασης σήµερα, πρέπει να αναζητηθεί στις βασικές αντιφατικές δυναµικές του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού και την αναστάτωση που η κρίση του προκάλεσε στη σχέση εκµετάλλευσης.

Η αναδιάρθρωση επανόρισε τη σχέση εκµετάλλευσης. Στόχος της ήταν η κατάργηση όλων όσων είχαν γίνει εµπόδιο στη ρευστότητα της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου. Ξεπέρασε τους περιορισµούς στην κυκλοφορία και τη συσσώρευση και εγκαινίασε µια νέα περίοδο αυξανόµενου ποσοστού κέρδους (χοντρικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και το πρώτο µισό της δεκαετίας του 2000). Η χρηµατιστικοποίηση του καπιταλισµού στο σύνολό του ήταν η νέα αρχιτεκτονική, ο νέος σχεδιασµός του µηχανισµού εξίσωσης των ποσοστών κέρδους. Η διαπραγµάτευση της τιµής της εργασιακής δύναµης έπαψε να είναι ενσωµατωµένη στη δυναµική της συσσώρευσης, όπως ήταν στην προηγούµενη περίοδο (σύνδεση µισθού-παραγωγικότητας). Διαλύοντας ο,τιδήποτε είχε γίνει άκαµπτο στην κρίση της «κεϋνσιανής περιόδου», το κεφάλαιο προσπάθησε να απελευθερωθεί από τη συντήρηση του επιπέδου αναπαραγωγής του προλεταριάτου ως εργασιακής δύναµης, η οποία αντιµετωπίζεται όλο και περισσότερο απλά ως κόστος – η µισθολογική διεκδίκηση έγινε ασυστηµική. Στον πυρήνα του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού βρίσκεται η αποσύνδεση της προλεταριακής αναπαραγωγής από την αξιοποίηση του κεφαλαίου –εντός µιας διαλεκτικής άµεσης συγχώνευσης (πραγµατική υπαγωγή) και διάστασης των κύκλων αναπαραγωγής κεφαλαίου και προλεταριάτου4– και η επισφαλειοποίηση αυτής της αναπαραγωγής, η οποία µε φόντο την αυξανόµενη οργανική σύνθεση του κοινωνικού κεφαλαίου και την παγκόσµια πραγµατική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο, έκανε την παραγωγή υπεράριθµης εργασιακής δύναµης εγγενές στοιχείο της µισθωτής σχέσης σε αυτή την περίοδο.

Η αναδιάρθρωση αποδιάρθρωσε τις παραδοσιακές εργατικές κοινότητες και τρόπους κοινωνικής συσχέτισης (υλικό ανήκειν σε µια κοινότητα), µια διαδικασία που στη Βρετανία εξελίχθηκε παράλληλα µε τη διάλυση ενός µεγάλου µέρους της κατασκευαστικής βιοµηχανίας και των προπυργίων της εργατικής τάξης που συνδέονταν µε αυτή. Η τάση ήταν η µεταµόρφωση της εργατικής τάξης από ένα συλλογικό υποκείµενο απέναντι στην αστική τάξη σε ένα άθροισµα προλετάριων, ο καθένας από τους οποίους σχετίζεται ατοµικά µε το κεφάλαιο και τους άλλους προλετάριους, χωρίς τη µεσολάβηση της πρακτικής εµπειρίας µιας κοινής ταξικής ταυτότητας και εργατικών οργανώσεων που αντιπροσώπευαν την τάξη ως αναγνωρισµένο κοινωνικό έταιρο, αποδεκτό στο τραπέζι των συλλογικών διαπραγµατεύσεων.5 Αυτή η µεταµόρφωση πραγµατοποιήθηκε µέσω µιας τεράστιας µετάλλαξης της µισθωτής εργασίας (την οποία και ενίσχυσε), η οποία ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80: µεταµόρφωση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου και των εργασιακών διαδικασιών, πέρασµα στις υπηρεσίες, ελαστικοποίηση και εντατικοποίηση της εργασίας, εξατοµίκευση των συµβολαίων εργασίας, ασυνέχεια και διασπορά των επαγγελµατικών µονοπατιών και άνοδος της κακοπληρωµένης, επισφαλούς εργασίας µε φόντο την εµµένουσα ανεργία.

Η αποδιάρθρωση της εργατικής τάξης δεν σήµαινε την ipso facto οικουµενική εξαθλίωση των µισθωτών. Πολλοί εργάτες είδαν τη συλλογική διαπραγµατευτική τους δύναµη να υπονοµεύεται µέσω του κατατεµαχισµού των υπηρεσιών, των ιδιωτικοποιήσεων και υπεργολαβιών. Αλλά πολλά από τα εναποµείναντα κοµµάτια της εργατικής τάξης µε σταθερή εργασία (σε µεγάλο βαθµό εκείνοι οι εργάτες που παρέµειναν συνδικαλισµένοι) διατήρησαν τους µισθούς τους, ενώ για πολλούς η υποστηριζόµενη από στεγαστικά δάνεια ιδιοκατοίκηση και τα καταναλωτικά δάνεια σήµαιναν άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Την ίδια στιγµή αναδύθηκαν νέα µισθωτά µεσαία στρώµατα τα οποία µπορούσαν να προσδοκούν στη διεκδίκηση ενός µερίσµατος του πλούτου που παραγόταν από την αυξανόµενη κερδοφορία κατά την ανοδική φάση του κύκλου συσσώρευσης, δουλεύοντας σκληρά και ευέλικτα σε εξειδικευµένες θέσεις εργασίας και διατηρώντας εύκολη πρόσβαση στην πίστη. Η κινητοποίηση φτηνής εργασιακής δύναµης στις νέες βιοµηχανικές ζώνες του «αναπτυσσόµενου» κόσµου (παγκοσµιοποίηση και παγκόσµιος καταµερισµός της εργασίας) επέτρεψε την αυξηµένη καταναλωτική δύναµη όχι µόνο των διοικητικών στελεχών, των µάνατζερ και των συµβούλων, αλλά ακόµα και εργατών που έβλεπαν τους πραγµατικούς µισθούς τους να είναι στάσιµοι ή να µειώνονται. Η ιδεολογία που συνόδευσε την εξατοµίκευση της εργατικής τάξης ήταν η εξύµνηση της ατοµικής ιδιοκτησίας και της ατοµικής ευθύνης για την επιτυχία ή αποτυχία: «ο καθένας µπορεί να τα καταφέρει αν δουλέψει αρκετά σκληρά». Επιπλέον, ο κάθε µεµονωµένος εργάτης έπρεπε πλέον να επενδύει στην ατοµική του εργασιακή δύναµη, αντί να επενδύει το κεφάλαιο (µέσω του κράτους) στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης.

Αλλά για αυτούς που βρέθηκαν στη λάθος πλευρά, οι αλλαγές στην απασχόληση µε το πέρασµα από παραδοσιακά επαγγέλµατα της εργατικής τάξης σε ανειδίκευτες θέσεις στον τοµέα των υπηρεσιών, η διάβρωση της οργανωµένης εργασίας και η έρπουσα αποδιάρθρωση της κοινωνικής πρόνοιας, η οποία µετατράπηκε σε βατήρα προς την επισφαλή απασχόληση, προκάλεσαν τη φτωχοποίηση σηµαντικού αριθµού προλετάριων, µεταξύ των οποίων προλετάριοι προερχόµενοι από εθνικές ή φυλετικές οµάδες µη-λευκών/Βρετανών αντιπροσωπεύονταν δυσανάλογα. Για αυτούς, η οικονοµική αναδιάρθρωση έφερε µη σταθερή απασχόληση σε χαµηλά αµοιβόµενες δουλειές, ενώ για πολλούς σήµαινε µια τάση να γίνουν οικονοµικά πλεονάζοντες και να πεταχθούν στο κοινωνικό περιθώριο. Η διαχείριση της ανεργίας (η τελευταία παρουσιάζεται ως άµεση συνέπεια µιας εγγενώς προϋπάρχουσας προσωπικής «µη απασχολησηµότητας») µέσω της επιβολής της εργασίας (workfare) από τη µια µεριά στόχευε στην εξώθηση των απόκληρων προς τους περιφερειακούς τοµείς της αγοράς εργασίας, θολώνοντας τα όρια µεταξύ µισθωτής εργασίας και επιδόµατος ανεργίας, συµπιέζοντας την ίδια στιγµή τους µισθούς, και από την άλλη, είχε ως αποτέλεσµα την επαναδηµιουργία της αγοράς για φτηνά καταναλωτικά αγαθά και µε αυτό τον τρόπο των θέσεων εργασίας που οι χρόνιοι άνεργοι επιτρεπόταν να προσδοκούν. Η πόλωση της ταξικής δοµής είναι εγγενής στην αναδιάρθρωση και την ανοδική φάση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού: αναδιανοµή του πλούτου προς τα ανώτερα στρώµατα, µεγέθυνση της απόστασης ανάµεσα στο βιοτικό επίπεδο των κατώτερων στρωµάτων του προλεταριάτου και αυτού των επανορισµένων µεσαίων στρωµάτων (για να µην αναφερθούµε στην αστική τάξη), όπως επίσης ανάµεσα σε διαφορετικές περιοχές της χώρας και διαφορετικές περιοχές εντός της ίδιας πόλης, ένταση των διαχωρισµών και της διαστρωµάτωσης εντός του προλεταριάτου. Η είσοδος των γυναικών και των µεταναστών στην αγορά εργασίας συνέβαλε σηµανικά σε αυτή τη διαδικασία.

Η αποδιάρθρωση της εργατικής τάξης και η φτωχοποίηση των κατώτερων προλεταριακών στρωµάτων εξελίχθηκε παράλληλα µε την επαναχάραξη των κοινωνικού χάρτη των πόλεων και την ποινικοποίηση της φτώχειας, την κατασκευή του σύγχρονου διάχυτου γκέτο, που είναι ο χωρικός καθορισµός των νέων επικίνδυνων τάξεων. Ολόκληρη η δοµή της κοινωνικής κατοικίας µεταµορφώθηκε έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί η ιδιοκατοίκηση (πολιτικές σχετικά µε το δικαίωµα-στην-ιδιοκατοίκηση και ταυτόχρονη πτώση των δαπανών του κράτους για κοινωνική κατοικία)6. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους περισσότερο ευκατάστατους εργάτες να γίνουν ιδιοκτήτες σπιτιών. Την ίδια στιγµή, αποτέλεσε σηµαντικότατο εργαλείο για την γκετοποίηση των φτωχών και τη µετατροπή πολλών κοινωνικών κατοικιών σε ρηµαγµένες, «απαγορευµένες» περιοχές. Με την επιτάχυνση της παγκοσµιοποίησης, η συνεχιζόµενη µετανάστευση, κυρίως από τις πρώην αποικίες και την ανατολική Ευρώπη, έφερνε όλο και µεγαλύτερους αριθµούς απόκληρων στις µεγάλες πόλεις. Τα νέα κύµατα µεταναστών χαρακτηριστικά διοχετεύτηκαν σε εκείνες τις γειτονιές όπου οι ευκαιρίες και οι πόροι µειώνονταν σταθερά, καθώς σε αυτές τις περιοχές η κατοικία είναι φθηνότερη. Επίσης, σε αυτές τις περιοχές µπορούσαν να αποκτήσουν ευκολότερα πρόσβαση στους ανεπίσηµους και µικρο-επιχειρηµατικούς τοµείς της οικονοµίας και να βρουν υποστήριξη από συµπατριώτες και οµοεθνείς. Η γκετοποίηση, συνοδευόµενη από µια σειρά «κοινωνικών υπηρεσιών» και την εντεινόµενη αστυνόµευση, είτε θα έκανε τους απόκληρους «χρήσιµους» διοχετεύοντάς τους στην ανειδίκευτη απασχόληση ή θα τους αποθήκευε στα απαξιωµένα µπλοκ κοινωνικών κατοικιών.7 Ο εξευγενισµός όξυνε την κοινωνική και χωρική πόλωση των πόλεων, καθώς η γη σε πολλές αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, ήταν πολύ πολύτιµη για να αφεθεί στους φτωχούς (στο Λονδίνο η διαδικασία του εξευγενισµού ξεκίνησε µε την ανάπλαση των παραδοσιακά εργατικών περιοχών γύρω από τα παλιά λιµάνια και του αφρο-καραϊβικού Notting Hill στη δεκαετία του ’80, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε µια σειρά διαφορετικών περιοχών στις δεκαετίες του ’90 και του 2000). Αυτές οι περιοχές µεταµορφώθηκαν µε γοργό ρυθµό και οι τοπικές κοινότητες της εργατικής τάξης αποσυντέθηκαν ακόµα περισσότερο. Όχι µόνο κάτοικοι χαµηλών εισοδηµάτων εκδιώχθηκαν ή στριµώχτηκαν σε ρηµαγµένα κτίρια κοινωνικών κατοικιών λόγω των µεγάλων αυξήσεων στα ενοίκια, αλλά επίσης ο αριθµός των εξώσεων καταστηµάτων µε πελάτες από την εργατική τάξη, η αστυνόµευση αυτών των περιοχών ώστε να περιοριστεί η ζωή στο δρόµο και οι περικοπές στο επίδοµα κατοικίας, έφτασαν σε επίπεδα ταξικής εκκαθάρισης.8 Αυτές οι διαδικασίες, εντοπισµένες στην ιστορικά κοινωνικά ανάµικτη και ποικίλη γεωγραφία των βρετανικών πόλεων, διαµόρφωσαν τον χαρακτηριστικά διάσπαρτο και διάχυτο χαρακτήρα του γκέτο στη χώρα.

Οι τάσεις που αντικατέστησαν την κοινωνική πρόνοια µε την επιβολή της εργασίας και η υπερτροφία του αστυνοµικού κράτους/κράτους επιτήρησης είναι δύο συµπληρωµατικές εξελίξεις. Η χρησιµότητα του ποινικού µηχανισµού στην εποχή της επιβολής της εργασίας και της επισφαλειοποίησης ήταν από τη µια να σπρώξει ανθεκτικά κοµµάτια της εργατικής τάξης στην πειθαρχία της νέας κατατµηµένης µισθωτής εργασίας στον τοµέα των υπηρεσιών, αυξάνοντας το κόστος εξόδου στην ανεπίσηµη οικονοµία του δρόµου, και από την άλλη να αποθηκεύσει και να ελέγξει αυτούς που καθίσταντο περιττοί από την ανασύνθεση της αγοράς εργασίας. Η εισαγωγή και συνεχής τελειοποίηση πειθαρχικών προγραµµάτων επιβολής της εργασίας που αφορούν τους άνεργους, τους άπορους, τις ανύπαντρες µητέρες, τους ανάπηρους και άλλους που παίρνουν επιδόµατα, και η ανάπτυξη ενός διευρυµένου αστυνοµικού και ποινικού δικτύου στις πόλεις ήταν τα δύο στοιχεία του ίδιου µηχανισµού διαχείρισης της φτώχειας. Την ίδια στιγµή, οι παραδοσιακά οικονοµικές και καταναλωτικές περιοχές, οι περιοχές διασκέδασης και οι πρόσφατα εξευγενισµένες περιοχές έπρεπε να µείνουν φανταχτερές και αψεγάδιαστες από την ανεπιθύµητη παρουσία των επικίνδυνων τάξεων. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλαπλασιάστηκαν οι νόµοι, οι γραφειοκρατικές και τεχνολογικές καινοτοµίες: προγράµµατα εθελοντικής φύλαξης και εθελοντές αστυνοµικοί γειτονιάς, συνεργασία ανάµεσα στην αστυνοµία και άλλες δηµόσιες υπηρεσίες (σχολεία, νοσοκοµεία, κοινωνικοί λειτουργοί κλπ.), συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες, επιχειρήσεις εξακρίβωσης στοιχείων και σωµατικής έρευνας,9 κάµερες παρακολούθησης και ηλεκτρονική καταγραφή αδικηµάτων, διόγκωση και τεχνολογικός εκµοντερνισµός των φυλακών, πολλαπλασιασµός ειδικών κέντρων κράτησης.10 Σε ιδεολογικό επίπεδο, προωθήθηκε µια τιµωρητική αντιµετώπιση κοινωνικών συµπεριφορών και αναδύθηκαν νέοι κοινωνικοί τύποι: άγρια νεολαία, αποβράσµατα και αλήτες. Στα πρώιµα στάδια της ανάπτυξής της, η ποινική διαχείριση της φτώχειας οδήγησε στην εµφάνιση ενός µικρού κύµατος ταραχών σε φτωχές αστικές περιοχές στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (όπως για παράδειγµα στο Bristol το 1992), το οποίο συνεχίστηκε ως σποραδικά περιστατικά συγκρούσεων ανάµεσα στις επικίνδυνες τάξεις και την αστυνοµία µέσα στα χρόνια (τα πιο επιφανή περιστατικά ήταν οι φυλετικές ταραχές στο Bradford και το Leeds το 2001). Αυτή η τάση ενισχύθηκε από τη διαχείριση αυτών των συγκρούσεων ως όψεων «αντικοινωνικής συµπεριφοράς».11

 

 

Στη δίνη της κρίσης: λουµπενοποίηση της µισθωτής σχέσης

 

Εποµένως, η κατασκευή των επικίνδυνων τάξεων στο διάχυτο βρετανικό γκέτο, των οποίων ο τρόπος αναπαραγωγής είναι η ενσωµάτωση µέσω του αποκλεισµού (η µετάβαση από την εργασιακή δύναµη στο µεταβλητό κεφάλαιο ή, µε άλλα λόγια, από το να είναι κανείς προλετάριος στο να είναι εργάτης, παράγεται ως προβληµατική), ήταν εγγενής στην αποσύνδεση ανάµεσα σε αξιοποίηση και προλεταριακή αναπαραγωγή στην ανάπτυξη του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, ως η άλλη όψη της αυξηµένης κερδοφορίας και της δηµιουργίας των νέων µεσαίων στρωµάτων από την αποδιαρθρωµένη παραδοσιακή εργατική τάξη. Το αποτέλεσµα της αναδιάρθρωσης ήταν η όξυνση της κοινωνικής πόλωσης. Από τη µια, πολλοί βρέθηκαν να απολαµβάνουνν σηµαντική κοινωνική κινητικότητα, εντός µιας όλο και πιο ελαστικής και ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, κυρίως µέσω του αναδοµηµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, και µπορούσαν να έχουν σχετικά καλά εισοδήµατα σε ειδικευµένες δουλειές στον τοµέα των υπηρεσιών και εύκολη πρόσβαση στην πίστη. Από την άλλη, ο αυξανόµενος αριθµός φτωχών στα αστικά κέντρα την έβγαζε κάτα κύριο λόγο µέσω µιας διαρκούς κίνησης ανάµεσα σε χαµηλά αµοιβόµενες σκατοδουλειές και την ανεπίσηµη οικονοµία (διάφορες ανταλλακτικές δραστηριότητες, µικρο-εγκληµατικότητα, τοπικές συµµορίες), την επαγγελµατική εκπαίδευση, µικρο-δάνεια συµπληρωµατικά στο εισόδηµα (pay day loans) και του συρρικνούµενου αλλά ακόµα υπαρκτού κράτους πρόνοιας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανώτερη εκπαίδευση παρείχε την προοπτική µιας πιο ασφαλούς επιβίωσης µέσω έµµισθων δραστηριοτήτων, ενώ κάποιοι µπορούσαν να ελπίζουν ότι θα βγούν από το βόθρο δουλεύοντας σκληρά για µια θέση στην ανώτατη εκπαίδευση (προσδοκία που έγινε όλο και πιο απόµακρη µετά την εισαγωγή διδάκτρων στα πανεπιστήµια το 1998 και την αύξησή τους το 200412). Αλλά δεν υπάρχει µια υγιής κατάσταση ισορροπίας, µια «κανονική», άψογα λειτουργική κατάσταση στον πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι αντιφάσεις του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού εξερράγησαν σε παγκόσµια κλίµακα στο τέλος του 2007. Για να καταλάβει κανείς τις ταραχές του Αυγούστου ως ιστορικά συγκεκριµένες δεν µπορεί να παραβλέψει το σηµείο καµπης που ήταν η εµφάνιση της καπιταλιστικής κρίσης. Οι ταραχές του περασµένου καλοκαιριού δεν ήταν απλά η επανάληψη σε µεγαλύτερη κλίµακα του τύπου των ταραχών στα γκέτο αυτής της χώρας κατά της διάρκεια της δεκαετίας του ’90 ή των αρχών της δεκαετίας του 2000.

Η καπιταλιστική κρίση, αφού ξεκίνησε ως φούσκα στην αγορά στεγαστικών δανείων και κατάρρευση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα το 2008, µετατράπηκε σε παγκόσµια ύφεση και σοβαρή κρίση δηµόσιου χρέους, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις άµεσης ανάκαµψης στον ορίζοντα. Σε στρατηγικό επίπεδο, η αστική τάξη –µε όλες τις εσωτερικές της συγκρούσεις– προσπαθεί να διατηρήσει την παρούσα (άκρως χρηµατιστικοποιηµένη) µορφή της παγκόσµιας συσσώρευσης επιταχύνοντας όλες τις ουσιώδεις δυναµικές του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, στοχεύοντας στην αύξηση του ποσοστού υπεραξίας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης, που µε αφηρηµένους όρους σηµαίνει ότι υπάρχει την ίδια στιγµή υπερπληθώρα εργατών και υπερπληθώρα εργοστασίων, είναι ταυτόχρονα κρίση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου. Φυσικά, κάθε καπιταλιστική κρίση είναι κρίση αναπαραγωγής της εργασιακής δύναµης, αλλά η ιστορική καινοτοµία αυτής της κρίσης είναι ότι η µισθολογική διεκδίκηση είχε ήδη γίνει ασυστηµική στην προηγούµενη περίοδο οικονοµικής άνθησης. Η προσπάθεια αύξησης του ποσοστού εκµετάλλευσης, η οποία είναι αµφισβητούµενο αν µπορεί να αποκαταστήσει την παραγωγή επαρκούς υπεραξίας χωρίς µια µαζική απαξίωση κεφαλαίου, επιταχύνει όλες τις αντιφατικές δυναµικές του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, τις ίδιες αυτές δυναµικές που κατέληξαν στη σηµερινή κρίση. Οι ταραχές του Αυγούστου ξέσπασαν εν µέσω αυτής της δίνης: ήταν µια συγκεκριµένη εκδήλωση –ως δράση– της κρίσης αναπαραγωγής του προλεταριάτου, όπως αυτή ενσαρκώνεται στην ιδιαίτερη κατάσταση των πρωταγωνιστών τους: «Είναι, σίγουρα, συµπτωµατικό ότι αυτές τις µέρες συνέβησαν την ίδια στιγµή οι ταραχές, η υποβάθµιση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας των ΗΠΑ και µια σοβαρή αναταραχή στις χρηµαταγορές. Αλλά δεν είναι τυχαίο».13

Με φόντο συνθήκες ύφεσης, την αγορά εργασίας να συρρικνώνεται, εργάτες να χάνουν τις δουλειές τους, τη µεγάλη αύξηση της ανεργίας, την έντονη ελαστικοποίηση των συµβολαίων εργασίας και την έρπουσα αύξηση των τιµών βασικών εµπορευµάτων και (ειδικά στο Λονδίνο) των ενοικίων, η µετάβαση στην περίοδο της κρίσης χαρακτηρίζεται από την –οδηγούµενη από τη λιτότητα– εντατικοποίηση της επίθεσης στο µισθό.14 Για τη νέα γενιά από τα χαµηλότερα στρώµατα του προλεταριάτου αυτό µεταφράζεται στη σχεδόν άµεση άρνηση του µέλλοντος µε εντελώς πραγµατικούς όρους. Ήδη ένα χρόνο πριν τις ταραχές, η επίσηµη ανεργία στους νέους ήταν 20,3%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τότε που άρχισαν να κρατιούνται αρχεία το 1992.15 Επιπλέον, η µεγάλη αύξηση στα πανεπιστηµιακά δίδακτρα και η κατάργηση της επιδότησης για έξοδα συντήρησης (ΕΜΑ) το 2010,16 µαζί µε τις περαιτέρω περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες/πρόνοια (λέσχες νέων, κοινοτικά κέντρα και τοπικές υπηρεσίες υγείας) και την επανεπιβολή πολιτικών αναγκαστικής εργασίας (για παράδειγµα, υποχρεωτικά προγράµµατα εργασιακής εµπειρίας –που σηµαίνει απλήρωτη εργασία– για να µπορεί κανείς να συνεχίσει να παίρνει το επίδοµα ανεργίας), έσπρωξαν τους φτωχότερους νέους ακόµα µακρύτερα από την επίσηµη αγορά εργασίας, όλο και περισσότερο προς τις άκρως επικίνδυνες δραστηριότητες της ανεπίσηµης οικονοµίας.

Στις ταραχές του Αυγούστου εξερράγησαν όλες οι αντιφάσεις της ενσωµάτωσης µέσω του αποκλεισµού στη µορφή του γκέτο – µε την ιδιαιτερότητα της ιστορικής διαµόρφωσής του στο βρετανικό πλαίσιο, δηλαδή το διάχυτο χαρακτήρα του: η αντίφαση ανάµεσα στην υποχώρηση της κοινωνικής πρόνοιας και τη στροφή προς την επιβολή της εργασίας και την ανάγκη αποθήκευσης και διαχείρισης της πλεονάζουσας εργασιακής δύναµης και ελέγχου των επιπέδων ανεργίας, ανάµεσα σε µια άκρως ελαστική αγορά εργασίας µε ανεµπόδιστη ροή εργασιακής δύναµης (υπό το λάβαρο της πολυπολιτισµικότητας και των ίσων ευκαιριών) και την ποινική διαχείριση της φτώχειας, ανάµεσα στην κατανάλωση ως διαβατήριο για να είναι κανείς κάποιος και τον αποκλεισµό από την κατανάλωση, ανάµεσα στην ανάπλαση (εξευγενισµό) και την υποβάθµιση. Όλες αυτές οι αντιφάσεις εξερράγησαν ακριβώς στη ριζική επιβεβαίωση, εντός της εκδίπλωσης της κρίσης, της ενσωµάτωσης µέσω του αποκλεισµού και της επισφαλειοποίησης. Έτσι, οι ταραχές του Αυγούστου παρήγαγαν το γκέτο ως γκέτο-σε-κρίση, µια συγκεκριµένη στιγµή της κρίσης της προλεταριακής αναπαραγωγής.

Η κρίση της προλεταριακής αναπαραγωγής δεν είναι µόνο κρίση αναπαραγωγής εκείνων των προλετάριων που εξωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο. Είναι κρίση αναπαραγωγής ολόκληρου του προλεταριάτου. Είναι την ίδια στιγµή συµπίεση και αυξανόµενη ανασφάλεια των περισσότερο σταθερών εργατών (όπως αυτό έχει εκφραστεί µε σποραδικές εργατικές κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια) και επίσης κρίση των µεσαίων στρωµάτων. Το φοιτητικό κίνηµα του 2010, και η αναγέννηση των συγκρούσεων στο κεντρικό Λονδίνο που το συνόδευσε, αποκάλυψε την κρίση αναπαραγωγής των δυνάµει µεσαίων στρωµάτων εντός της εξέλιξης της καπιταλιστικής κρίσης. Η χρονική συνάφεια ανάµεσα στο φοιτητικό κίνηµα και τις ταραχές του Αυγούστου, όπως επίσης η εισβολή φοιτητών προετοιµασµένων να συγκρουστούν µε την αστυνοµία και να σπάσουν τζαµαρίες στη διαδήλωση των συνδικάτων το Μάρτιο του 2011, έκαναν έκδηλο ότι η νεολαία εµφανίζεται ως υποκείµενο εξέγερσης, στο βαθµό που η κρίση επηρεάζει πρώτα και κύρια αυτούς που εισέρχονται στην αγορά εργασίας, ανάλογα µε τον τρόπο εισόδου τους17 (είναι το µέλλον που πρωταρχικά µπλοκάρεται από την κρίση). Η παρουσία µαθητών από τις «παραγκουπόλεις του Λονδίνου» στο φοιτητικό κίνηµα, όσο περιφερειακή κι αν ήταν, δηµιούργησε µια εσωτερική αντίφαση, η οποία σε ορισµένες περιπτώσεις εκδηλώθηκε ως συµπλοκές ανάµεσα σε µαθητές και φοιτητές ή µιλιτάντηδες. Ανακοίνωσε το ίδιο το περιεχόµενο του κινήµατος (την υπεράσπιση του δικαιώµατος στην ανώτατη εκπαίδευση) ως άνευ νοήµατος, µε την έννοια ότι στη βάση της διεκδίκισής του προσπάθησε να επεκταθεί πέραν του πανεπιστηµίου (η επέκταση ήταν αναγκαία για να είναι ο αγώνας νικηφόρος), αλλά αυτή η ίδια η επέκταση (όπως εµφανίστηκε µε την εµπλοκή των µαθητών) διάβρωσε το ίδιο το βασικό αίτηµα.18 Αυτή η εσωτερική διχοτοµία ανάµεσα σε φοιτητές και µαθητές εντός του φοιτητικού κινήµατος και η απόσταση που το χώρισε, όσον αφορά το περιεχόµενο, από τις ταραχές του Αυγούστου αντανακλούν το διαφοροποιηµένο χαρακτήρα της κρίσης της προλεταριακής αναπαραγωγής.

Αν η κρίση του γκέτο, όπως αυτή εκδηλώθηκε στις ταραχές του Αυγούστου, συµπυκνώνει την κρίση της προλεταριακής αναπαραγωγής κατεξοχήν, είναι επειδή οι επικίνδυνες τάξεις αντιπροσωπεύουν κατεξοχήν αυτό που έχει γίνει οικουµενικό ως δυναµική για το προλεταριάτο ως τέτοιο: την παγκόσµια επισφαλειοποίηση της εργασιακής δύναµης (αυτή είναι η ουτοπία του κεφαλαίου να ξεφορτωθεί την εργασία, κάτι που είναι καθοριστικό στοιχείο της αναπαραγωγής της ταξικής αντίφασης εντός του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού και της κρίσης του). Οι επικίνδυνες τάξεις του 21ου αιώνα δεν είναι αυτό που παραδοσιακά οριζόταν ως λούµπεν-προλεταριάτο,19 το οποίο ως µόνιµη παρυφή του εφεδρικού στρατού ζούσε στον δικό του κόσµο, κι έτσι αντιπροσώπευε από την αρχή κάτι «εξωτερικό» ως προς την κεντρική καπιταλιστική σχέση. Το νέο «λούµπεν-προλεταριάτο» (οι νέες επικίνδυνες τάξεις) διεµβολίζεται από την κανονικότητα της µισθωτής σχέσης ακριβώς επειδή το «κανονικό» προλεταριάτο λουµπενοποιείται. Η κρίση, από τη µια πλευρά, προκαλεί την απότοµη φτωχοποίηση πολλών εργατών (όπως συµβαίνει σε ολόκληρο τον δυτικό κόσµο), υπό το βάρος της αυξηµένης ανεργίας και ελαστικής απασχόλησης και του χρέους (δάνεια που τώρα πολλοί δεν µπορούν να αποπληρώσουν, κάτι που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι αυτοί που έχουν στεγαστικά δάνεια δεν µπορούν να πάρουν επιδόµατα για να καλύψουν τα στεγαστικά τους έξοδα) ή του περιορισµού πρόσβασης στην πίστη. Ακόµα πιο σηµαντικό όµως είναι ότι παράγει την αυξηµένη λουµπενοποίηση του ίδιου του προλεταριάτου – λουµπενοποίηση η οποία δεν εµφανίζεται ως εξωτερική προς τη µισθωτή εργασία αλλά ως καθοριστικό στοιχείο της. Η ενσωµάτωση όλο και περισσότερο τείνει να γίνεται µέσω του αποκλεισµού, ιδιαίτερα για τους νέους. Πρόκειται για µια δυναµική, µια συνεχώς ανανεούµενη κίνηση. Δεν πρόκειται απλά για τον αποκλεισµό από την αγορά εργασίας, κάτι το οποίο µπορεί να ισχύει για πολλούς, αλλά επίσης για τον αποκλεισµό από ο,τιδήποτε µπορεί να ειδωθεί ως «κανονική» δουλειά, «κανονικός» µισθός, «κανονική» ζωή.20

Η κρίση του γκέτο, όπως αυτή συµπυκνώνει την κρίση της προλεταριακής αναπαραγωγής κατεξοχήν, δεν σηµαίνει ότι το προλεταριάτο γίνεται το γκέτο. Η παραγωγή της επανάστασης δεν είναι ζήτηµα απόλυτης εξαθλίωσης. Η κρίση της προλεταριακής αναπαραγωγής είναι διαφοροποιηµένη, κάτι που σηµαίνει ότι είναι κρίση αναπαραγωγής κάθε ξεχωριστού τµήµατος του προλεταριάτου ανάλογα µε τον τρόπο αναπαραγωγής του, και την ίδια στιγµή κρίση της διαστρωµάτωσης του προλεταριάτου. Η τελευταία είναι πολύ σηµαντική επειδή η διαστρωµάτωση αυτή είναι εξαιρετικά αναγκαίο στοιχείο της αναπαραγωγής του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού. Όχι µόνο µπλοκάρεται η σκάλα της κοινωνικής ανόδου, αλλά όλοι σπρώχνωνται προς τα κάτω. Το αποτέλεσµα είναι ότι κάθε κοµµάτι προσπαθεί να στήσει οδοφράγµατα ώστε να προασπίσει την θέση του πάνω στη σκάλα και να αποτρέψει την κατρακύλα. Αυτό ισχύει ακόµα περισσότερο για αυτούς που βρίσκονται πιο κοντά στην κορυφή. Η κρίση της διαστρωµάτωσης του προλεταριάτου οξύνει όλες τις εσωτερικές αντιφάσεις και συγκούσεις. Όντως, η µισθωτή σχέση λουµπενοποιείται όλο και περισσότερο, αλλά το να παραµείνει κανείς µισθωτός εργάτης και να επιβιώνει ως τέτοιος τίθεται όλο και περισσότερο ως ζήτηµα ζωής και θανάτου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πρακτικές των ταραχοποιών του Αυγούστου, ως εγγενώς συνδεδεµένες µε την ιδιαίτερη κατάστασή τους, παρήχθησαν την ίδια στιγµή –ακριβώς εξαιτίας της θέσης αυτής της ιδιαίτερης κατάστασης εντός της αναπαραγωγής της ταξικής αντίφασης– ως εσωτερική απόσταση, ως απόκλιση, εντός του αναγκαστικά κυρίαρχου επίδικου των ταξικών αγώνων σήµερα, δηλαδή της µισθολογικής διεκδίκησης (το να δρα το προλεταριάτο ως τάξη).

 

 

Για να τελειώνουµε µε την κοινότητα

 

Αυτό που ήταν ριζικά διαφορετικό τον Αύγουστο από τις ταραχές της δεκαετίας του ’80 ήταν ότι οι τελευταίες είχαν µια καταφατική διάσταση – οι ταραχές ήταν µια εκρηκτική έκφραση ενός κινήµατος που επεδίωκε το τέλος των φυλετικών διακρίσεων, των νόµων για τον επιτόπιο έλεγχο ύποπτων προσώπων (sus law), των επιχειρήσεων σωµατικής έρευνας, µε άλλα λόγια ενός κινήµατος που επεδίωκε µια ορισµένη ενσωµάτωση. Το 2011 αυτό δεν υπήρχε. Δεν είδαµε κοινότητες µαύρων να αγωνίζονται για ενσωµάτωση. Οι ταραχές της δεκαετίας του ’80 µπορούν να ιδωθούν στο πλαίσιο των αρχών της αναδιάρθρωσης και της ήττας της τάξης, µε τη Θάτσερ να αναλαµβάνει την εξουσία και να νικά τους τυπογράφους και τους ανθρακωρύχους, αλλά αυτή η ήττα ίσως δεν θεωρούταν αναπόφευκτη τότε. Αντίθετα το 2011 υπήρχε η εκ των προτέρων απονοµιµοποίηση οποιασδήποτε διεκδίκησης ενσωµάτωσης. Πλέον, δεν µπορεί κανείς να «αιτηθεί» (ούτε καν βίαια) να αντιµετωπίζεται ως «κανονικός προλετάριος», καθώς αυτό εξαφανίστηκε µε την κρίση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού21. Μαζί µε αυτό τον ορίζοντα είναι η επιβεβαίωση της κοινότητας της εργατικής τάξης ως επίκεντρου της προλεταριακής ανασύνθεσης που έχει ξεπεραστεί και αποκαλύφθηκε ως ξεπερασµένη.

Η κοινότητα της εργατικής τάξης δεν ήταν ποτέ ένα κάλεσµα ενότητας, αλλά ο πραγµατικός χωροχρόνος της προλεταριακής αναπαραγωγής έξω από (και σε στενή σύνδεση µε) τον εργασιακό χώρο (το εργοστάσιο πρωτοτυπικά), ο οποίος διαπερνόταν από σχέσεις αλληλεγγύης και κοινά ταξικά συµφέροντα. Η ιστορική τροχιά αυτής της κοινότητας στη Βρετανία ξεκινάει από τις ισχυρές τοπικές κοινότητες της εργατικής τάξης που συνήθως εκτείνονταν στα περίχωρα βιοµηχανικών περιοχών. Η κοινότητα της εργατικής τάξης δεν ήταν ποτέ αποκάλυψη µιας ουσίας, αλλά συγκεκριµενοποίηση µιας ιδιαίτερης ιστορικής ύπαρξης της ταξικής σχέσης, τότε που η τάξη για τον εαυτό της παραγόταν ως µετεξέλιξη της τάξης καθαυτής. Σε αυτόν το βαθµό, η κοινότητα της εργατικής τάξης ήταν διαστρωµάτωση όσο ήταν ενότητα. Η συνοχή της ως ιδιαίτερου τρόπου προλεταριακής αναπαραγωγής παρεχόταν από µια κεντρική φιγούρα, τον λευκό άνδρα ειδικευµένο εργάτη αρχικά, τον λευκό άντρα εργάτη µάζα αργότερα – η ταξική συνείδηση ήταν ο ορίζοντας του ξεπεράσµατος της διαστρωµάτωσης/διαχωρισµών (φύλο, φυλή, τοµέας, ειδικευµένος/ανειδίκευτος, ντόπιοι/µετανάστες κοκ), ο ορίζοντας της οικουµενικής ισότητας, που παράχθηκε ως αδύνατος στην αδυνατότητα της επανάστασης ως επιβεβαίωσης της τάξης. Με τα µαζικά κύµατα µετανάστευσης από τις Δυτικές Ινδίες στις δεκαετίες του ’40 και ’50, και άλλα µέρη της κοινοπολιτείας τα επόµενα χρόνια, υπήρξε ένας πολλαπλασιασµός τοπικών κοινοτήτων εθνικών µειονοτήτων –οι οποίες περιλάµβαναν επίσης φτωχούς καταστηµατάρχες (βλέπε τα διάφορα τοπικά µαγαζιά και αγορές ως µέρη συνάντησης της κοινότητας)– βασισµένων στην κοινή κουλτούρα, γλώσσα, παραδόσεις και ιστορίες, οι οποίες πρoσέφεραν ένα προστατευτικό κοινωνικό δίκτυο στη «Μητέρα Πατρίδα». Τέτοιες προλεταριακές κοινότητες παρέµειναν σηµαντικοί χώροι αναπαραγωγής και αγώνων µέχρι τη δεκαετία του ’80, κάτι που έγινε φανερό στο ρόλο που είχαν τόσο στις ταραχές µε πρωταγωνιστή τις µαύρες κοινότητες και στην απεργία των ανθρακωρύχων.

Οι τοπικές κοινότητες ως τόποι συγκεκριµένων καθηµερινών σχέσεων αποδιαρθρώθηκαν µαζί µε τη ρευστοποίηση της εργατικής ταυτότητας από όλες τις δυναµικές της αναδιάρθρωσης. Όλο και λιγότερο µπορεί κανείς να βρει το αίσθηµα του ανήκειν σε µια τοπική κοινότητα, την αίσθηση συγγένειας, κοινοτικών σχέσεων και ταξικής αλληλεγγύης, στα (διεµβολισµένα από τον εξευγενισµό) γκέτο, ακόµα κι αν αυτή η διαδικασία είναι άνιση. Είναι αλήθεια ότι οι κοινότητες της λευκής εργατικής τάξης και σε µεγάλο βαθµό οι µαύρες Αφρο-Καραϊβικές κοινότητες παρήκµασαν γοργότερα, ενώ κοινότητες άλλων φυλετικών/εθνικών µειονοτήτων (για παράδειγµα, Τούρκικες-Κούρδικες ή Ασιατικές) ήταν περισσότερο ανθεκτικές στην αποδιάρθρωση. Τέτοια εθνικά δίκτυα αποτελούν σηµαντικό παράγοντα του τρόπου επιβίωσης διαφόρων κοµµατιών προλετάριων που κατάγονται από το εξωτερικό –ανάθεση θέσεων εργασίας, θρησκεία, ανεπίσηµα δάνεια από τη µαφία– και αυτό αντανακλάται για παράδειγµα στη σύνθεση των µικροαστικών στοιχείων ή των τοπικών συµµοριών σε διάφορες γειτονιές. Αλλά ακόµα και σε αυτή την περίπτωση, οι τοπικές κοινότητες δεν αντιπροσωπεύουν στην πραγµατικότητα ενοποιητικούς χώρους προλεταριακής αναπαραγωγής και αγώνων, τόπους µιας καταφατικής αυτο-αναγνώρισης του ενός προλετάριου στον άλλον. Θα µπορούσε κανείς να πει ότι η νέα αίσθηση συλλογικότητας στις υποβαθµισµένες περιοχές είναι µια αίσθηση συλλογικής εµπειρίας αποδιάρθρωσης και παρακµής. Την ίδια στιγµή, η ίδια η έννοια «κοινότητα» έχει όλο και περισσότερο ενσωµατωθεί στον πολιτικό/ιδεολογικό λόγο του κράτους και αναφέρεται σε κυβερνητικούς/διοικητικούς µηχανισµούς –συµµετοχική λήψη αποφάσεων, τοπικά γραφεία ανέργων και εκπαιδευτικά σχήµατα, πολιτιστικές οµάδες κοκ– και εκλογικά κέντρα.

Εποµένως, στις ταραχές του Αυγούστου, δεν είχαµε κοινοτικούς προλεταριακούς δεσµούς (ή δεσµούς κοινής φυλετικής/εθνικής καταγωγής) που να παρέχουν το φόντο ενός αγωνιζόµενου προλεταριακού υποκειµένου και στην επιβεβαίωσή τους το περιεχόµενο του αγώνα του. Να µην παρεξηγηθούµε: προφανώς υπήρχαν στιγµές αλληλεγγύης σε τοπικό/κοινοτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια των ταραχών. Ωστόσο, αυτό απλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν µπορεί ποτέ να πραγµατοποιήσει την ουτοπία του, να µετατρέψει όλους τους τρόπους κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε καθαρές σχέσεις µεταξύ εµπορευµάτων. Αυτό που είναι σηµαντικό όµως είναι ότι οι ταραχοποιοί δεν βρήκαν το λόγο ύπαρξης των πράξεών τους στην επιβεβαίωση του ανήκειν τους σε µια τοπική κοινότητα, που είναι επίσης επιβεβαίωση του ταξικού ανήκειν τους. Είναι ενδεικτικό ότι οι ταραχές µεταδόθηκαν γρήγορα από τη µια περιοχή στην επόµενη, σε αντίθεση µε τις ταραχές της δεκαετίας του ’80, όπου οι συγκρούσεις εστιάστηκαν στην υπεράσπιση µιας συγκεκριµένης περιοχής απέναντι στην αστυνοµία, κάτι που ήταν υπεράσπιση της τοπικής κοινότητας, του «εµείς» ως καθοριστικού στοιχείου ενός καταφατικού κινήµατος ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και την αστυνοµική καταστολή.

Όποτε εµφανίστηκε η προσπάθεια να επιβεβαιωθεί ένα κοινό ανήκειν σε µια τοπική κοινότητα κατά τη διάρκεια ή µετά τις ταραχές του Αυγούστου, ήταν ενάντια στο ίδιο το περιεχόµενο των ταραχών. Η έννοια «τοπικές κοινότητες» ήταν από τη µια µεριά µέρος της κατασταλτικής γλώσσας του κράτους, που απευθυνόταν στην αντικειµενική ανησυχία των µεσαίων τάξεων και των µικροαστικών στοιχείων που ένιωθαν απογοητευµένοι από την πρόσκαιρη αδυναµία του κρατικού κατασταλτικού µηχανισµού να προστατεύσει την ιδιοκτησία. Από την άλλη, ήταν µέρος της πολιτικής γλώσσας πολλών µιλιτάντηδων (συνασπισµοί πολιτών, αριστερές και αναρχικές οµάδες), που στόχευε στην άµβλυνση της σπασµωδικής εκδίπλωσης των ταραχών σε µια στρατηγική κοινωνικής αλλαγής που να έχει πολιτικό νόηµα.22

 

 

Αυτό δεν ήταν ένα κίνηµα

 

Στις ταραχές του Αυγούστου τίποτα στην κατάσταση των πρωταγωνιστών δεν ήταν άξιο υπεράσπισης: γειτονιά, τόπος κατοικίας, κοινότητα, εθνικότητα και φυλή, όλα αποκαλύφθηκαν ως όψεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, η οποία παράγει αυτούς τους προλετάριους ως πραγµατικούς φτωχούς: το ταξικό τους ανήκειν παράχθηκε ως εξωτερικός καταναγκασµός, µια όλο και πιεστικότερη επιταγή πειθάρχησης, υποταγής και αποδοχής της κακοµεταχείρισης χωρίς καµία αντισταθµιστική εγγύηση µιας αποδεκτής επιβίωσης. Η γλώσσα των ταραχών δεν ήταν η θετική γλώσσα του «κινήµατος», της κοινωνικής αλλαγής, των αιτηµάτων23 ή της πολιτικής, αλλά η αρνητική γλώσσα του βανδαλισµού. Αυτό που συνέβει ήταν πολλές καταστροφές, τίποτα δεν οικοδοµήθηκε, ούτε σχέδια ούτε στρατηγικές. Οι ταραχές ήταν ένα «άντε γαµηθείτε όλοι» απεθυνόµενο στην «αξιοσέβαστη κοινωνία». Αυτή η ίδια η δυναµική των ταραχών, εγγενώς συνδεδεµένη µε τη θέση της συγκεκριµένης κατάστασης των πρωταγωνιστών εντός της αναπαραγωγής της ταξικής αντίφασης, ήταν την ίδια στιγµή το όριό τους, το οποίο αποκαλύφθηκε στην απουσία οποιασδήποτε προοπτικής γενίκευσης24 και ήταν εγγενές σε κάθε µια από τις πρακτικές.

Γραφεία δικαστικών επιτηρητών, δικαστήρια και γραφεία ανέργων δέχτηκαν επίθεση ως σύµβολα της ποινικής διαχείρισης της φτώχειας. Ακριβά αυτοκίνητα, εστιατόρια και καταστήµατα καταστράφηκαν επειδή αντιπροσωπεύουν τον πλούτο που δεν είναι προσβάσιµος. Βιτρίνες µεσιτικών γραφείων σπάστηκαν επειδή αντιπροσωπεύουν απλησίαστα ενοίκια σε περιοχές που εξευγενίζονται. Ενεχυροδανειστήρια σπάστηκαν ως «αυτοί οι καριόληδες που σε χρεώνουν 20 λίρες για να εξαργυρώσουν µια επιταγή επιδόµατος στέγασης». Το αδιαµφισβήτητο όριο αυτής της καταστροφικής δραστηριότητας ήταν ότι σε καµία περίπτωση δεν µπορούσε να γίνει δραστηριότητα πραγµατικής άρνησης, δηλαδή εξάλειψη των κοινωνικών σχέσεων που στην πραγµατικότητα συντηρούν ό,τι ήταν στόχος επίθεσης.

Στον πυροβολισµό του Mark Duggan και στις επιθέσεις ενάντια στους µπάτσους που ακολούθησαν, η αστυνοµία αποκαλύφθηκε ως η τελευταία λέξη της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, που για τους πρωταγωνιστές των ταραχών είναι ο εγγυητής του συγκεκριµένου τρόπου αναπαραγωγής τους (ενσωµάτωση µέσω του αποκλεισµού), εχθρός καθαυτός, στο βαθµό που η στιγµή της καταστολής γίνεται όλο και πιο κεντρική εντός της αναπαραγωγής της ταξικής αντίφασης (ο ρόλος της αστυνοµίας στην αποτροπή µη νόµιµων όψεων της αναπαραγωγής του προλεταριάτου). Ακριβώς λόγω αυτής της ιδιαίτερης σχέσης των επικίνδυνων τάξεων µε το αστυνοµικό κράτος, η στόχευση της αστυνοµίας ως εχθρού καθαυτού έτεινε να υποκαταστήσει τη στιγµή της καταστολής εντός της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου για τη σχέση εκµετάλλευσης. Αυτό µετατρέπει σε σηµείο εκκίνησης αυτό που είναι απλά αποτέλεσµα. Με το να αποκαλύπτονται οι µπάτσοι ως εχθρός καθαυτός αυτό που αποκρύπτεται είναι το γεγονός ότι η αστυνοµία είναι απλά η αστική τάξη σε θέση µάχης.

Οι λεηλασίες ήταν αδιαµφισβήτητα η κυρίαρχη πρακτική και το πιο εξοργιστικό σκάνδαλο των ταραχών. Με 2.500 καταστήµατα να έχουν λεηλατηθεί, η κλίµακα των λεηλασιών ξεχωρίζει τις ταραχές του Αυγούστου. Σε όλες τις εκδηλώσεις τους –απαλλοτρίωση ακριβών αγαθών (όπως ηλεκτρονικών ειδών και κοσµηµάτων) κυρίως για µεταπώληση, λεηλασία καταστηµάτων ρούχων, σουπερµάρκετ και άλλων εµπορικών µαγαζιών για προσωπική χρήση, εισβολή σε στοιχηµατζίδικα και ενεχυροδανειστήρια για χρήµατα, ή απαλλοτρίωση φτηνών αγαθών όπως τσιγάρα, νερό και αλκοόλ για µοίρασµα ανάµεσα σε παρέες στο δρόµο– οι λεηλασίες ήταν η πρακτική αµφισβήτηση των όρων της ενσωµάτωσης µέσω του αποκλεισµού. Σε καµία περίπτωση δεν σπάστηκαν οι βιτρίνες των καταστηµάτων απλά ως συµβολική πράξη. Ο κόσµος δεν ήθελε απλά να «στείλει ένα µήνυµα» αλλά να πάρει πράγµατα που χρειαζόταν ή να πάρει χρήµατα για να αγοράσει πράγµατα. Με φόντο την απουσία αιτηµάτων, οι ταραχοποιοί διεκδίκησαν άµεσα και απαλλοτρίωσαν µέσα συντήρησης από τα οποία είναι αποκλεισµένοι, και αυτός ήταν ο βασικός τους στόχος. Η απαλλοτρίωση αγαθών ή χρήµατος ήταν µια στιγµιαία πρακτική κριτική της µορφής εµπόρευµα, καθώς αυτοί οι προλετάριοι πήραν επιθετικά ό,τι χρειάζονται αλλά τους απαγορεύεται να έχουν, και από αυτή την άποψη η πράξη της λεηλασίας ήταν το ίδιο σηµαντική µε τα λάφυρα.25

Απαλλοτριώνοντας αγαθά, οι ταραχοποιοί στιγµιαία αµφισβήτησαν τη µορφή εµπόρευµα αλλά αυτό έγινε µόνο στο επίπεδο της ανταλλαγής, καθώς αυτός ήταν ο ορίζοντας της εξέγερσής τους. Εξ ορισµού οι πρακτικές τους δεν µπορούσαν να αµφισβητήσουν τη µορφή εµπόρευµα στο σηµείο της γέννησής της, δηλαδή στη σφαίρα της παραγωγής. Αυτό δεν µπορούσε παρά να καταλήξει στην επιβεβαίωση της ίδιας της ανταλλαγής στην πράξη της επαναπώλησης των απαλλοτριωµένων αγαθών ή στην απαλλοτρίωση χρήµατος, της µορφής της αξίας κατ’ εξοχήν. Κατανοώντας κανείς τις λεηλασίες µε αυτόν τον τρόπο ξεµπερδεύει µε µια ενοχλητικά ηθική φιλολογία που εµφανίστηκε µετά τις ταραχές µεταξύ µιλιτάντηδων που πάντα επιζητούν να ποτίσουν τους προλετάριους µε ταξική συνείδηση, µια φιλολογία που στην τελική ευθυγραµµιζόταν µε τον κατασταλτικό µονόλογο του κράτους. Αρκετοί διαµαρτυρήθηκαν ενάντια σε αυτό που αντιλήφθηκαν ως ατοµικιστική συµπεριφορά, σύµπτωµα της αποκαλούµενης καταναλωτικής αποσύνθεσης της τάξης, λέγοντας ότι «δεν έχουν δικαίωµα να το κάνουν αυτό, δεν διαµαρτύρεται κανείς έτσι». Όπως είπε κάποιος, φυσικά δεν έχουν κανένα δικαίωµα να το κάνουν αυτό και γι’ αυτόν το λόγο δεν πρόκειται για διαµαρτυρία.26 Αυτή η ηθική κριτική στην καλύτερη περίπτωση δικαιολογούσε την απαλλοτρίωση εµπορευµάτων χαµηλής αξίας (πράγµατα που ο κόσµος «πραγµατικά χρειάζεται») αλλά καταδίκαζε την απαλλοτρίωση αγαθών «πολυτελείας» ή χρήµατος, υποδηλώνοντας ότι οι προλετάριοι που έχουν πεταχτεί στο κοινωνικό περιθώριο θα πρέπει να επιζητούν µόνο αγαθά που αντιστοιχούν στην περιθωριακή θέση τους. Η λεηλασία ως κριτική της µορφής εµπόρευµα στο επίπεδο της ανταλλαγής δεν είναι η κατάργηση της µορφής εµπόρευµα. Για να ξεπεραστεί η απαλλοτρίωση προς πώληση, η ύπαρξη της ανταλλαγής θα πρέπει να αµφισβητηθεί ευρέως σε έναν γενικευµένο αγώνα που θα κοµµουνιστικοποιεί. Στο βαθµό που η ανταλλαγή είναι ο µόνο τρόπος να αναπαράγει κανείς τον εαυτό του, δεν µπορούµε παρά να περιµένουµε ότι η ατοµική κατανάλωση και η µεταπώληση θα είναι ο προεξέχων στόχος της απαλλοτρίωσης αγαθών. Δεν υπάρχει ευτυχώς ή δυστυχώς, έτσι είναι.

Στις ενέργειες που εµφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών η «συµµορία» αποτέλεσε τη στοιχειώδη µορφή οργάνωσης, µε όλη τη ρευστότητα και προσωρινότητά της, όχι µόνο ως συµµετοχή συµµοριών µε την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά κυρίως ως ανεπίσηµες οµαδοποιήσεις στο δρόµο που είτε βασίστηκαν σε προϋπάρχουσες σχέσεις ανάµεσα σε φίλους ή συµµαθητές, συνήθως στη βάση της γειτονιάς, είτε σχηµατίστηκαν περιστασιακά στο δρόµο για να διεκπεραιώσουν συγκεκριµένες ενέργειες και στη συνέχεια να διαλυθούν. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι η µικροεγκληµατικότητα και η συµµετοχή σε συµµορίες έχουν σηµαντικό ρόλο στην επιβίωση πολλών νέων στα γκέτο. Η συµµετοχή συµµοριών νεολαίων στις ταραχές, παρόλο που ήταν µειοψηφική27, αµφισβήτησε τη λειτουργία των συµµοριών ως επιχειρηµατικών οργανώσεων, επειδή η διάχυση της εγληµατικότητας µε τη µορφή επιθέσεων στην ατοµική ιδιοκτησία ήταν αµφισβήτηση της δραστηριότητας των συµµοριών ως οργανωµένο έγκληµα. Καθώς ο πρωταρχικός σκοπός των συµµοριών είναι να βγάζουν λεφτά από την πώληση ναρκωτικών, οι ταραχές είναι το τελευταίο πράγµα που θέλουν. Δεν µπορείς να πουλήσεις ναρκωτικά όταν υπάρχουν ταραχές, υπάρχουν παντού µπάτσοι. Για τα νεότερα µέλη που βγάζουν λίγα φράγκα τη µέρα πουλώντας ναρκωτικά, η συµµετοχή στις λεηλασίες ήταν αρκετά ελκυστική, ενώ για αυτούς ψηλότερα στην ιεραρχία, οι ταραχές και η έντονη αστυνοµική παρουσία εµπόδιζαν την πραγµατικά επικερδή δραστηριότητα, το εµπόριο ναρκωτικών. Η προσωρινή αµφισβήτηση της δράσης των συµµοριών ως επιχειρηµατικών οργανώσεων αντανακλάστηκε στο γεγονός ότι για τέσσερεις νύχτες τον Αύγουστο οι εχθροπραξίες ανάµεσα σε συµµορίες αναβλήθηκαν προσωρινά ώστε να εστιάσουν σε κοινές δράσεις. Αυστηροί διαχωρισµοί ανά περιοχή –µερικές φορές οριζόµενοι ανά ταχυδροµικό κωδικό– ξεχάστηκαν προσωρινά. Αλλά φυσικά, παρόλο που η συµµετοχή µελών συµµοριών στις ταραχές δηµιούργησε µια διχοτοµία ανάµεσα στη συµµορία ως οµάδα συγγένειας (καθηµερινές σχέσεις υποστήριξης, µικρο-ταυτότητες εχθρικές προς την αστυνοµία και το «σύστηµα» – παρόλο που είναι σε µεγάλο βαθµό διαµεσολαβηµένες από µατσισµό, επιθετικό ανδρισµό και πολλές φορές εξόφθαλµη ηλιθιότητα) και τη συµµορία ως επιχειρηµατική οργάνωση, η τελευταία επαναεπιβεβαιώθηκε στην επιβεβαίωση της ανταλλαγής ως ορίου των λεηλασιών (προφανώς παράνοµα κανάλια χρησιµοποιήθηκαν για την επαναπώληση απαλλοτριωµένων αγαθών), και καθώς οι ταραχές οπισθοχωρούσαν, αυτό που έγινε αντιληπτό ως συλλογική δύναµη διαλύθηκε και τα πράγµατα επέστρεψαν στο «και η ζωή συνεχίζεται», χωρίς να µείνει κανένας µόνιµος δεσµός.

Το «εµείς» των ταραχών ήταν ένα στιγµιαίο και εφήµερο «εµείς», το οποίο δηµιουργήθηκε από τις ενέργειες των προλετάριων που συµµετείχαν, αρχικά ορίστηκε από την ίδια την πράξη του πυροβολισµού του Mark Duggan από την αστυνοµία ως το αποκορύφωµα της διαρκούς εµπειρίας στρατιωτικής διαχείρισης της αστικής ζωής, µόνο και µόνο για να διαλυθεί στη συνέχεια καθώς τα κύµατα των ταραχών υποχωρούσαν. Δεν υπήρξε καµία οργανωτική συνέχεια ή προοπτική οικοδόµησης ενός κινήµατος. Αποκαλύπτοντας το ταξικό τους ανήκειν ως εξωτερικό καταναγκασµό, ως τον ορίζοντα του κεφαλαίου, οι πρωταγωνιστές των ταραχών βρέθηκαν σε σύγκρουση µε την ίδια την κοινωνία, η οποία έχοντας πραγµατικά υπαχθεί στο κεφάλαιο είναι απλά καπιταλιστική κοινωνία. Αυτός ήταν ο αντι-κοινωνικός χαρακτήρας των ταραχών. Οι ταραχοποιοί επιδόθηκαν σε µια σπασµωδική δραστηριότητα µε ηµεροµηνία λήξης. Καθώς η πολιτική ήταν ριζικά απούσα, σχέδια και στρατηγικές, ζητήµατα επέκτασης, οικοδόµησης συνδέσεων ή αγκαλιάσµατος του «λαού» δεν τέθηκαν καθόλου. Οποιοσδήποτε ήταν έτοιµος να συµµετέχει µπορούσε να αποτελέσει µέρος ενός «εµείς» που συστήθηκε στιγµιαία ενάντια σε «αυτούς», την αστυνοµία, το κράτος, την κυβέρνηση, τους πλούσιους, τους καταστηµατάρχες, την κοινωνία. Στις ταραχές του Αυγούστου, το ζήτηµα της γενίκευσης του αγώνα τέθηκε µόνο αρνητικά, ως έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής γενίκευσης. Το ζήτηµα της γενίκευσης του αγώνα δεν τίθεται σήµερα µε όρους ανασύνθεσης της προλεταριακής κοινότητας, αλλά µε όρους πολλαπλασιασµού των αποκλίσεων εντός αυτού που έχει γίνει όριο της ταξικής πάλης, δηλαδή του να δρα το προλεταριάτο ως τάξη.

 

Η εποχή των ταραχών

 

Όσον αφορά τις πρακτικές τους (το περιεχόµενό τους), οι ταραχές του Αυγούστου ήταν η τρίτη σηµαντική στιγµή σε µια σειρά γεγονότων στην Ευρώπη, µετά τις ταραχές στα γαλλικά προάστια το 2005 και στην Ελλάδα το 2008. Η ιδιαίτερη εκδίπλωση των γεγονότων σε κάθε µια από αυτές τις στιγµές καθορίστηκε από την αντίστοιχη θέση κάθε κράτους εντός της παγκόσµιας (καταµερισµένης σε ζώνες) καπιταλιστικής συσσώρευσης και (κάτι που ξεκάθαρα αλληλοσχετίζεται µε το τελευταίο) την ιδιαίτερη ιστορία των ταξικών αγώνων σε κάθε περίπτωση, όπως επίσης και από τη χρονικότητα της έκρηξης και εξέλιξης της καπιταλιστικής κρίσης: στην περίπτωση της Γαλλίας η κρίση µόνο προεικόνιζόταν ενώ στο τέλος του 2008 µόλις είχε εµφανιστεί. Τόσο στη Γαλλία όσο και στη Βρετανία, όπου ο πληθυσµός είναι πολύ περισσότερο ανοµοιόµορφος και υπάρχουν περισσότερο βαθιά εγκαθιδρυµένοι ταξικοί και κοινωνικοί διαχωρισµοί, το γκέτο ήταν ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής των ταραχών. Στην Ελλάδα, από την άλλη, µια αρκετά ευρύτερη κοινωνικά φιγούρα µαθητών28 ήταν αυτή που ώθησε τις ταραχές συναντώντας έναν ισχυρό ακτιβιστικό χώρο (µια συνάντηση που έκανε πολλούς ακτιβιστές να αµφισβητήσουν για λίγες µέρες τον ακτιβισµό και εναλλακτισµό τους) και άλλους νεαρούς επισφαλείς προλετάριους. Μόνο πάνω σε αυτό το έδαφος βρέθηκαν οι απόκληροι –άρτι αφιχθείς µετανάστες που κατοικούν στο κέντρο της Αθήνας, χουλιγκάνοι και ναρκοµανείς– αναµεµιγµένοι στις πιο σκανδαλώδεις όψεις των γεγονότων, δηλαδή στις λεηλασίες και τους εµπρησµούς. Στη Γαλλία οι ταραχές ήταν γεωγραφικά αποµονωµένες στα προάστια καθώς οι επικίνδυνες τάξεις είναι χωρικά διαχωρισµένες ως αποτέλεσµα των προηγούµενων κοινωνικών πολιτικών και στρατηγικών ελέγχου του πληθυσµού στη χώρα (HLMs και cités). Αυτό διατήρησε µια απόσταση «ασφαλείας» ανάµεσα στους ταραχοποιούς και τον υπόλοιπο πληθυσµό. Στην Ελλάδα, η κοινωνική σύνθεση των ταραχοποιών και η κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας και των υπόλοιπων µεγάλων πόλεων έκανε τα κέντρα των πόλεων βασικό έδαφος της συνάντησης ανατρεπτικών ενεργειών. Το µοντέλο κοινωνικής ενσωµάτωσης στη Βρετανία είχε οδηγήσει σε ένα γεωγραφικά διάχυτο γκέτο, το οποίο στην παρούσα χρονικότητα της εξέλιξης της κρίσης παρείχε το έυφλεκτο υλικό ώστε οι ταραχές να απλωθούν γρήγορα σε όλο το Λονδίνο και οι λεηλασίες να λάβουν χαρακτηριστικά µεγαλύτερη έκταση συγκριτικά µε τη Γαλλία και την Ελλάδα. Αλλά παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητές τους, ή καλύτερα ακριβώς εξαιτίας αυτών των ιδιαιτεροτήτων, σε κάθε µια από αυτές τις περιπτώσεις οι ταραχοποιοί αποκάλυψαν το ταξικό τους ανήκειν ως εξωτερικό καταναγκασµό σε µια έκρηξη καταστροφικής δραστηριότητας η οποία δεν ήθελε να διαπραγµατευτεί ή να υπερασπιστεί τίποτα, και αυτό ήταν άρρηκτα συνδεδεµένο µε τη συγκεκριµένη κατάστασή τους και τη θέση αυτής εντός των ιδιαιτεροτήτων της αναπαραγωγής του προλεταριάτου σε κάθε περίπτωση.

Έτσι, ως µια έκφανση µέσα σε αυτή τη σειρά γεγονότων, οι ταραχές του Αυγούστου ανήκουν στην εποχή των ταραχών, την παρούσα στιγµή που ορίζει τη µεταβατική περίοδο της κρίσης. Αλλά αυτή η παρούσα στιγµή δεν µπορεί να γίνει κατανοητή, µε τον τρόπο που συγκεκριµενοποιείται στην πρώτη ζώνη της καπιταλιστικής συσσώρευσης, χωρίς να ληφθεί υπόψη η σηµασία, εντός της, των κινηµάτων των «αγανακτισµένων» και του κινήµατος «occupy», όπως εµφανίστηκαν κυρίως στην Ισπανία, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Τα τελευταία συνδέονται καταστατικά µε τη συµπίεση/προλεταριοποίηση των µεσαίων στρωµάτων (ή δυνάµει µεσαίων στρωµάτων) και ως τέτοια ορίστηκαν από τη διαταξικότητα. Αυτό εκφράστηκε στον δηµοκρατικό λόγο τους, είτε µε τη µορφή του καλέσµατος για πραγµατική/άµεση δηµοκρατία, όπως στην Ισπανία και την Ελλάδα, είτε µε αυτή του 99% στις ΗΠΑ. Ο λόγος περί πραγµατικής δηµοκρατίας στην Ισπανία, άµεσης δηµοκρατίας στην Ελλάδα και 99% στις ΗΠΑ ήταν µια προσπάθεια επιβεβαίωσης ενός κοινού ανήκειν (η τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας, ο πολίτης όχι ο προλετάριος) µπροστά στην απουσία του εδάφους επιβεβαίωσης του ταξικού ανήκειν εντός της αντικειµενικής αναπαραγωγής της ταξικής αντίφασης. Ένα ανήκειν που επεδίωκε να επιβεβαιώσει την οικουµενικότητα των συνεπειών της κρίσης ως οικουµενική κοινότητα αγώνα. Η ευρύτητα αυτού του ανήκειν πήγαζε από (και ενίσχυε) τον διαταξικό/δηµοκρατικό χαρακτήρα και σε µεγάλο βαθµό έθετε το χρηµατοπιστωτικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς λειτουργούς του ως την αντίπαλη «τάξη» (η Wall street στις «ιµπεριαλιστικές» ΗΠΑ ή πρωταρχικά το ξένο χρηµατοπιστωτικό κεφάλαιο στην «αντι-ιµπεριαλιστική» Ελλάδα).

Αντιµέτωποι µε τη γενίκευση της κρίσης προλεταριακής αναπαραγωγής και την εντατικοποίηση των δυναµικών της αναδιάρθρωσης, οι διαδηλωτές δεν µπορούσαν πρακτικά να βρούνε την έξοδο, κανέναν χειροπιαστό τρόπο µε τον οποίο οι ζωές τους θα µπορούσαν να είναι διαφορετικές. Καθώς ενεπλάκησαν σε έναν αγώνα στο επίπεδο της πολιτικής, οι «αγανακτισµένοι» ή οι «καταληψίες» προώθησαν την (πραγµατική/άµεση) δηµοκρατία ως κάτι που αντιπροσώπευε τις προσδοκίες τους για µια καλύτερη ζωή, αλλά που ήταν µια απλή µορφή, καθώς έλειπε το περιεχόµενο ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής και αναπαραγωγής. Με αυτή την έννοια, ο δηµοκρατικός λόγος των κινηµάτων των «αγανακτισµένων/καταληψιών» δεν ήταν ο ριζοσπαστικός δηµοκρατισµός της δεκαετίας του ’90 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, ο ριζοσπαστικός δηµοκρατισµός του κινήµατος ενάντια στην παγκοσµιοποίηση. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν οράµατα µιας εναλλακτικής κοινωνίας, οράµατα για έναν καπιταλισµό µε ανθρώπινο πρόσωπο. Το γεγονός ότι αυτά τα κινήµατα εκτυλίχθηκαν στο επίπεδο της πολιτικής (ο δηµοκρατισµός τους) ήταν το απόλυτο όριό τους, ένα όριο που στην Ελλάδα αµφισβητήθηκε από την προλεταριακή βία κατά τη διάρκεια των γενικών απεργιών και στις ΗΠΑ από τα καλέσµατα για κατάληψη των πάντων και την εισβολή στα λιµάνια, µόνο για να επιβεβαιωθεί ως το απότοµο τέλος του κινήµατος στην Ελλάδα29 ή ο εναλλακτισµός (που ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί) των κοµµούνων στις ΗΠΑ, και να επικυρωθεί και στις δύο περιπτώσεις από την αστυνοµία.

Με αυτή την έννοια, τα κινήµατα των «αγανακτισµένων/καταληψιών» και οι ταραχές είναι οι δύο όψεις της ίδια κρίσης αναπαραγωγής. Ακόµα και στο δηµοκρατισµό των πρώτων δεν υπήρχε περιθώριο να τεθούν πραγµατικά διαπραγµατεύσιµα αιτήµατα: η ψήφιση του νέου µνηµονίου στην Ελλάδα ήταν περισσότερο ένα «κάλεσµα στα όπλα» παρά έδαφος διαπραγµάτευσης (κανείς δεν πίστευε πραγµατικά ότι θα αποσυρόταν), ενώ η πλειάδα µικρο-αιτηµάτων που προωθήθηκαν από ακτιβιστές στις ΗΠΑ απλά αντανακλούσε την απουσία διαπραγµατεύσιµων επίδικων. Ή θα ήταν πιο ακριβές να πούµε ότι ακριβώς η κρίση του αγώνα για άµεσα αιτήµατα ήταν που έφερε στο προσκήνιο την (πραγµατική) δηµοκρατία και ήταν ο πραγµατικός δηµοκρατισµός των κινηµάτων που έκανε το κυνήγι αιτηµάτων αναγκαίο. Ο λόγος του 99% ήταν η απατηλή φιλοδοξία µιας επερχόµενης ενότητας ως αποτέλεσµα του οικουµενικού χαρακτήρα της κρίσης. Η θέληση να εξαπλωθεί το κίνηµα, να συµµετέχει ο λαός, ήταν καταστατική. Ακόµα και οι µπάτσοι έπρεπε να παραχθούν ως εχθροί στην εξέλιξη του κινήµατος στης ΗΠΑ (ίσως µε την εξαίρεση του Oakland όπου οι µνήµες του φόνου του Oscar Grand ήταν ακόµα νωπές), όταν λίγους µήνες νωρίτερα στο Λονδίνο είχαν προϋποτεθεί ως τέτοιοι. Από την άλλη, οι ταραχές στη Βρετανία παράχθηκαν ως η ολοκληρωτική άρνηση κάθε θετικής προοπτικής, είτε µε τη µορφή της πραγµατικής δηµοκρατίας ή των κοµµούνων. Οι ταραχές του Αυγούστου είχαν ανακοινώσει το λόγο του 99%, την εξάπλωση ως ενοποίηση, ως εκ των προτέρων χρεωκοπηµένο. Η εισβολή των ταραχών στις πλατείες θα κατέστρεφε κάθε ψευδαίσθηση ενότητας κάτω από το λάβαρο της δηµοκρατίας.30 Αλλά, αντίστροφα, οι ταραχές του Αυγούστου αποκτούν ιστορική σηµασία µόνο σε σχέση µε τα κινήµατα των «αγανακτισµένων/καταληψιών». Μόνο µέσα σε αυτή τη σχέση το ταξικό ανήκειν αποκαλύφθηκε και έγινε στόχος επίθεσης ως εξωτερικός καταναγκασµός, εντός της ταξικής πάλης σήµερα ως ολότητας.

Οι πρακτικές των ταραχοποιών του Αυγούστου παράχθηκαν ως εσωτερική απόσταση, ως απόκλιση, εντός του αναγκαστικά κυρίαρχου επίδικου των ταξικών αγώνων σήµερα, του να δρα το προλεταριάτο ως τάξη. Αυτή η εσωτερική απόσταση διαπερνά όλους τους σηµαντικούς διεκδικητικούς αγώνες. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι οι ταραχές εισβάλουν στο κίνηµα. Αυτό έγινε στη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιταλία, την Ισπανία και πιο πρόσφατα στον Καναδά (είναι σηµαντικό ότι σε όλα αυτά τα κινήµατα η νεολαία, φοιτητές ή νεαροί άνεργοι, παράγεται ως υποκείµενο εξέγερσης, επειδή όπως είπαµε είναι η νεολαία που πρώτα και κύρια βλέπει το µέλλον της να µπλοκάρεται). Οι ταραχές εισβάλουν στό κίνηµα εξαιτίας της αδυναµίας των διεκδικητικών αγώνων να ανανεώσουν τη διεκδικητική δυναµική τους (η περίπτωση του φοιτητικού κινήµατος στο Κεµπέκ είναι πολύ ενδεικτική από αυτή την άποψη), και µε αυτή την έννοια µιλάµε για την εποχή των ταραχών. Η συνάντηση µεταξύ ταραχών και κινήµατος έφτασε ένα σηµείο παροξυσµού µε την όσµωση πρακτικών εντός του διαταξικού πλήθους που εµφανίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φλεβάρη, εξαιτίας της οξύτητας της κρίσης στην Ελλάδα: σε µια µαζική έκρηξη ταραχών που ακολούθησε µια 48ωρη γενική απεργία µε πολύ µικρή συµµετοχή «αυτοί που έχουν ήδη εγκλωβιστεί στο συνεχές επισφάλεια/αποκλεισµός διεµβολίζουν το κίνηµα το οποίο τείνει ακόµα να επικαλείται µια “κανονική” εργασία και έναν “κανονικό” µισθό, και το κίνηµα αυτό διεµβολίζεται αποτελεσµατικά από το (µη-)υποκείµενο επειδή έχει ήδη διεµβολιστεί και διεµβολίζεται από τον συνεχή βοµβαρδισµό της “κανονικής” εργασίας και του “κανονικού” µισθού από το κεφάλαιο».31 Η όσµωση αυτή αναπαρήγαγε την εσωτερική απόσταση ανάµεσα σε πρακτικές σε ένα άλλο επίπεδο, ανάµεσα στη µάζα που συγκρούστηκε µε την αστυνοµία και αυτούς που πυρπόλησαν κτίρια και λεηλάτησαν. Σε όλες τις στιγµές που το κίνηµα διεµβολίζεται από τις ταραχές, η παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασµού επιβεβαιώνει την αστυνοµία ως αυτό που τείνει να γίνει η κεντρική στιγµή της αναπαραγωγής της αντίφασης ανάµεσα στις τάξεις.

Η εποχή των ταραχών είναι την ίδια στιγµή η δυναµική και το όριο της ταξικής πάλης στην παρούσα συγκυρία, δηλαδή η παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασµού απέναντι στην αδυναµία της ταξικής πάλης να ολοκληρώση της ταξική δυναµική της και να παράγει µια ανανεωµένη θέση προλεταριακής ισχύος. Είναι µόνο µια µεταβατική φάση στην εξέλιξη αυτής της αντίφασης (αντίφαση µεταξύ των τάξεων στον τρέχοντα κύκλο αγώνων) που αναζητά επίλυση. Καθώς η κρίση εξελίσσεται, το προλεταριάτο αγωνίζεται για την αναπαραγωγή του ως τάξη και την ίδια στιγµή βρίσκεται αντιµέτωπο µε την ίδια του την αναπαραγωγή (ταξικό ανήκειν) εξωτερικευµένη ως καταναγκασµός στο κεφάλαιο, δηλαδή την ίδια στιγµή αγωνίζεται υπέρ και ενάντια στην ίδια του την αναπαραγωγή.32 Η γενίκευση του αγώνα δεν τίθεται σήµερα ως ταξική ενότητα (κάτω από τα φτερά µιας κεντρικής φιγούρας), επειδή για το προλεταριάτο το να είναι τάξη και να δρα ως τάξη σηµαίνει απλά ότι είναι µέρος του κεφαλαίου και ότι αναπαράγει τον εαυτό του ως τέτοιο (µαζί µε την αντίπαλη τάξη). Δεν υπάρχει βάση για την επαναστατική επιβεβαίωση του ταξικού ανήκειν, δεν υπάρχει εργατική ταυτότητα ή προλεταριακή κοινότητα, και δεν υπάρχει τίποτα να απελευθερωθεί, η δεξιοτεχνία του τεχνίτη ή η ανθρώπινη φύση. Σε ένα περιβάλλον που παράγει υπεράριθµους πληθυσµούς και βίαια επιτίθεται στην ιστορικά καθορισµένη αξία της εργασιακής δύναµης, η πρόσδεση στη µισθωτή σχέση έχει χαθεί µαζί µε τη δυνατότητα να διεκδικεί κανείς καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Το πολυαναµενόµενο Υποκείµενο χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Το εφήµερο «εµείς» των ταραχοποιών, αυτό το προσωρινό υποκείµενο καταστροφικών πρακτικών που εµφανίζεται στιγµιαία γα να διαλυθεί γρήγορα, είναι η αδυνατότητα της µονιµότητας του Υποκειµένου (η αδυνατότητα να φανταστούµε την επανάσταση ως το αποτέλεσµα «συσσώρευσης» ταραχών). Στο διαφοροποιηµένο χαρακτήρα της κρίσης προλεταριακής αναπαραγωγής, της κρίσης διαστρωµάτωσης του προλεταριάτου, κάθε κοµµάτι αγωνίζεται για να υπερασπιστεί το επίπεδο της αναπαραγωγής του (τη θέση του πάνω στην κοινωνική σκάλα) καθώς όλοι συµπιέζονται προς τα κάτω. Αυτό κάνει το ζήτηµα της γενίκευσης του αγώνα ζήτηµα συγκρουσιακής συνάντησης διαφορετικών πρακτικών. Αυτό αποκαλύπτεται σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι ταραχές εισβάλουν στα κινήµατα. Προεικονίστηκε στην προαναφερθείσα διχοτοµία εντός του φοιτητικού κινήµατος το 2010, η οποία ήταν πολύ όµοια µε αυτή που είχε εµφανιστεί εντός του κινήµατος ενάντια στο CPE στη Γαλλία το 2006. Αυτό επίσης ήταν που προεικονίστηκε όταν η συνάντηση ανάµεσα στους ταραχοποιούς και τους µικροαστούς φτωχούς τέθηκε ως συγκρουσιακή στις ταραχές του Αυγούστου (όταν καταστηµατάρχες –οι ίδιοι σε µεγάλο βαθµό εκµεταλλευόµενοι, υπό συνθήκες που έχουν χαρακτηριστικά δουλοπαροικίας, από διάφορες εθνικές µαφίες– υπερασπίστηκαν τα µαγαζιά τους οπλισµένοι), µπροστά στην απουσία ενός ενοποιητικού κοινού ανήκειν σε µια τοπική κοινότητα.33

Αυτό που φαίνεται να απουσιάζει από την εισβολή των ταραχών στο κίνηµα, όπως αυτή εµφανίζεται στην τρέχουσα συγκυρία στην πρώτη ζώνη της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι ο αγώνας στους χώρους εργασίας. Στο κίνηµα για το συνταξιοδοτικό στη Γαλλία, όπου ένας µεγάλος αριθµός εργατών συµµετείχε, δεν υπήρξε κανένα σηµαντικό κύµα απεργιών. Η σύνδεση του κινήµατος µε τους χώρους εργασίας εκφράστηκε κυρίως στη µορφή του µπλοκαρίσµατος (µπλοκάρισµα διυλιστηρίων). Παρόµοια ήταν τα πράγµατα στις ΗΠΑ, όταν το κίνηµα «occupy» είδε την εξέλιξή του στο µπλοκάρισµα των λιµανιών της Δυτικής Ακτής, ενώ κατά τη διάρκεια των καταλήψεων εργασιακών χώρων στον δηµόσιο τοµέα στην Ελλάδα πέρυσι το φθινόπωρο, οι καταληψίες ήταν αρκετά προσεκτικοί ώστε να µην είναι απεργοί (κανένας δεν ήταν πραγµατικά προετοιµασµένος να χάσει το µισθό του). Η τοποθέτηση της αντίφασης ανάµεσα στις τάξεις σε αυτόν τον κύκλο αγώνων στο επίπεδο της αµοιβαίας τους αναπαραγωγής, κάνει στην παρούσα στιγµή αδύνατο το πέρασµα του συνόρου της παραγωγής, δηλαδή δεν µπορεί να εισέρθει στο πεδίο που βρίσκεται στον πυρήνα αυτής της αµοιβαίας αναπαραγωγής, καθώς µπροστά στην επισφαλειοποίηση (λουµπενοποίηση) της µισθωτής σχέσης, το να είναι κανείς προλετάριος σήµερα δεν ταυτίζεται µε το να είναι εργάτης και ακόµα και αυτοί που είναι εργάτες δεν ταυτίζονται µε κανέναν θετικό τρόπο µε την κατάσταση του να είναι κανείς εργάτης. Αυτό, µε έναν τρόπο, εκφράστηκε σε διάσπαρτες καταλήψεις εργοστάσίων σχετικά µε απολύσεις και αποζηµιώσεις στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, οι οποίες ως τέτοιες αποτελούν φυγή από το χώρο εργασίας, από την εργατική κατάσταση (µια στιγµή της παραγωγής του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασµού). Μπροστά στην απουσία αγώνων ή δράσεων που θα κλόνιζαν την παραγωγή αξίας και τη σύνδεση µε αυτούς, αυτοί που αναπαράγονται µε τον τρόπο της ενσωµάτωσης µέσω του αποκλεισµού θα είναι ανίκανοι να αµφισβητήσουν την εξάρτηση της επιβίωσής τους από δραστηριότητες ανταλλαγής, όπως φάνηκε στις ταραχές του Αυγούστου. Ωστόσο, στις πρακτικές του µπλοκαρίσµατος, στην εισβολή των «εκτός» στους εργασιακούς χώρους, δύο σηµαντικά ζητήµατα ανακύπτουν: α) η τοποθέτηση της παραγωγής αξίας στο επίκεντρο δεν θα πάρει αναγκαστικά τη µορφή της απεργίας (το οποίο δεν σηµαίνει ότι δεν θα συµβούν απεργίες, αλλά η κρίσιµη σηµασία της παραγωγικής εργασίας δεν τίθεται πλέον ως κεντρικότητα της φιγούρας των παραγωγικών εργατών), β) οι πρακτικές του µπλοκαρίσµατος προεικονίζουν την πρακτική αµφισβήτηση της αυτοοργάνωσης στη συγκρουσιακή συνάντηση µεταξύ εργατών και «εκτός», στο βαθµό που αυτή η σχέση θα τείνει να αµφισβητήσει την προνοµιούχα σχέση συγκεκριµένων εργατών µε τα συγκεκριµένα µέσα παραγωγής µε τα οποία εργάζονται.

Η καπιταλιστική κρίση είναι µια φυγή προς τα εµπρός, µια επιτάχυνση όλων των δυναµικών της αναδιάρθρωσης. Είναι η ριζική επιβεβαίωση της απονοµιµοποίησης της µισθολογικής διεκδίκησης εν µέσω της αποδιάρθρωσης των εγγυήσεων επιβίωσης, της προλεταριοποίησης των µεσαίων και µικροαστικών στρωµάτων και της ενίσχυσης της παραγωγής πλεονάζοντων πληθυσµών. Η επίθεση στην τιµή της εργασιακής δύναµης αποκρυσταλλώνεται ως µέτρα λιτότητας (παρόµοια µε τα προγράµµατα δοµικής προσαρµογής της δεκαετίας του ’80) που τώρα επιβάλλονται παντού στην πρώτη ζώνη της καπιταλιστικής συσσώρευσης (οι επιτηρητές αυτής της διαδικασίας είναι η Moody’s και η Standard & Poor’s). Καθώς αυτή η διαδικασία εξελίσσεται εν µέσω µιας σοβαρής κρίσης δηµοσίου χρέους στην Ευρώπη, η επιβολή της λιτότητας στο Νότο είναι πρώτη προτεραιότητα όχι µόνο για τις PIIGS (η λιτότητα είναι ο µηχανισµός της αναδιάρθρωσης που µυστικοποιείται στη γλώσσα του εξαναγκασµού της πρόσβασης στις διεθνείς χρηµατοπιστωτικές αγορές), αλλά για τα κράτη του κέντρου επίσης, ώστε να αποτραπεί η οξεία απαξίωση των δικών τους χρηµατοπιστωτικών απαιτήσεων, κάτι που θα τις έστελνε γρήγορα σε βαθύτερη ύφεση, κάνοντας τις αντιφάσεις στο εσωτερικό µέτωπο ακόµα πιο εκρηκτικές (κάποιος το αποκάλεσε αυτό άνιση απο-ανάπτυξη σε µια συζήτηση στο Λονδίνο). Εν µέσω της δίνης του αυξηµένου σε ένταση ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισµού, του πολλαπλασιασµού προλεταριακών αγώνων και ταραχών, η αστυνοµία επιβεβαιώνεται παντού ως κεντρική στιγµή της αναπαραγωγής της αντίφασης ανάµεσα στις τάξεις, όπως φαίνεται στην απαγόρευση διαδηλώσεων στις ΗΠΑ και την Ισπανία, µε νέους νόµους που ψηφίστηκαν µετά το κίνηµα «occupy» και την εµφάνιση ταραχών στη Βαρκελώνη, στον πρόσφατο νόµο έκτακτης ανάγκης στον Καναδά, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ όταν οι ταραχές εισέβαλλαν στο φοιτητικό κίνηµα, ή στο κατέβασµα του στρατού στους δρόµους στην Ιταλία και στα νέα στρατόπεδα κράτησης για παράνοµους µετανάστες στην Ελλάδα. Στη Βρετανία, οι ταραχές του Αυγούστου ακολουθήθηκαν από περίπου 5.000 συλλήψεις και νοµικές τροποποιήσεις που οδήγησαν σε υπερβολικά αυξηµένες ποινές για τους συµµετέχοντες στις ταραχές. Πέρα από τη δηµοσίευση διάφορων µελετών για τα γεγονότα και τις ανεπάρκειες της απάντησης του κράτους, οι οποίες διερευνούσαν τρόπους αποτροπής παρόµοιων αναταραχών στο µέλλον, µια σειρά επιτροπών και σωµάτων ανακοίνωσαν ότι γενικευµένες ταραχές είναι αρκετά πιθανό να ξεσπάσουν ξανά και εργάζονται σκληρά ώστε να εµπλουτίσουν το οπλοστάσιο του κράτους µε περισσότερο αποτελεσµατικούς τρόπους αντιµετώπισης παρόµοιων γεγονότων.34 Η µορφή του γκέτο, του εντεινόµενου χωρικού διαχωρισµού ασφαλισµένου από ανανεωµένες µεθόδους επιτήρησης, ειδικές δυνάµεις της αστυνοµίας ή ακόµα και τον στρατό, προεικονίζεται ως ο κυρίαρχος τρόπος αναπαραγωγής για γοργά αυξανόµενους προλεταριακούς πληθυσµούς, µια τάση η οποία είναι περισσότερο εξελιγµένη στις ΗΠΑ. Το πρόσφατα ψηφισµένο ανώτατο όριο στο στεγαστικό επίδοµα και η µαζική «ανάπλαση» παραδοσιακά φτωχών περιοχών του Ανατολικού Λονδίνου επί τη ευκαιρία των Ολυµπιακών, που προκαλούν µια νέα κοινωνική εκκαθάριση, δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση στη Βρετανία. Σε αυτές τις τάσεις, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις όπου τεχνοκράτες τοποθετούνται ως κεφαλή του κράτους για να απαλύνουν προσωρινά σοβαρές πολιτικές κρίσεις, όπως πρόσφατα στην Ελλάδα και την Ιταλία, είναι φανερή µια κατεύθυνση προς τον ολοκληρωτισµό, ο οποίος καθώς δεν είναι σε καµία περίπτωση ενσωµάτωση της εργατικής τάξης στο κράτος στη βάση εθνικών γραµµών, δεν αποτελεί επανάληψη των ιστορικών ολοκληρωτισµών του φασισµού και του ναζισµού (οι ιστορικές επαναλήψεις είναι έτσι κι αλλιώς δίχως νόηµα).

Φυσικά, όλες οι παραπάνω δυναµικές που αυξάνουν την επισφαλειοποίηση (τη λουµπενοποίηση της µισθωτής σχέσης) δεν µπορούν σε καµία περίπτωση να επιλύσουν τις αντιφάσεις του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού επειδή είναι αυτές οι ίδιες αντιφάσεις που οδήγησαν στην τρέχουσα κρίση, και βρίσκονται οι ίδιες σε κρίση ως λύσεις. Το γκέτο είναι ήδη ένα γκέτο-σε-κρίση και οι ταραχές του Αυγούστου ήταν αυτή η κρίση – ως δράση. Η εσωτερική απόσταση που εµφανίζεται εντός των ταξικών αγώνων σήµερα βαθαίνει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις και δηµιουργεί µια αυτο-ενισχυόµενη διαδικασία µεγεθυνόµενων συγκρουσεων –που περιλαµβάνει όλο και περισσότερες κατηγορίες– και την εντατικοποίηση της κρατικής καταστολής. Όπως είπαµε, οι δυναµικές των αγώνων στην εποχή των ταραχών δεν µπορούν να παράγουν σταθερά αποτελέσµατα. Το όριο των αγώνων σήµερα είναι ότι είναι ταξικοί αγώνες. Το ξεπέρασµα αυτού του ορίου είναι η πρακτική επίθεση ενάντια στο κεφάλαιο, που είναι ταυτόσηµη µε την επίθεση ενάντια στην ίδια την ύπαρξη της τάξης των προλετάριων.

Από τους διεκδικητικούς αγώνες στην επανάσταση δεν µπορεί παρά να υπάρξει µια ρήξη, ένα ποιοτικό άλµα. Αλλά αυτή η ρήξη δεν είναι θαύµα, δεν είναι µια αλλαγή που συµβαίνει σε µια στιγµή, ούτε είναι απλά η κατανόηση από τους προλετάριους ότι τίποτα άλλο δεν είναι πια δυνατό εκτός από την επανάσταση, καθώς όλα τα υπόλοιπα έχουν αποτύχει. Αυτή η ρήξη παράγεται θετικά καθώς εκδιπλώνονται οι αγώνες.35 Προεικονίζεται στον πολλαπλασιασµό των αποκλίσεων εντός των αγώνων. Η γενίκευση του αγώνα µπορεί να είναι µόνο γενίκευση των πρακτικών που αµφισβητούν την ύπαρξη των προλετάριων ως προλετάριων. Η καπιταλιστική κρίση ως κρίση της αµοιβαίας συνεπαγωγής µεταξύ των τάξεων θα είναι το φόντο αυτή της γενίκευσης, και ακριβώς εξαιτίας της τελευταίας η κρίση θα γίνει παροξυσµική.36 Η γενίκευση του αγώνα, ως συνάντηση συγκρούσεων εντός των αγώνων, θα µπλοκάρει άµεσα πολλαπλές όψεις της παραγωγής υπεραξίας/καπιταλιστικής αναπαραγωγής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ίδια την προλεταριακή αναπαραγωγή, θέτοντας ταυτόχρονα ως αναγκαιότητα την εντατικοποίηση και επέκταση αυτού που θα είναι τότε µια ανοιχτή εξέγερση, ή το πιθανότερο πολλαπλά εξεγερτικά µέτωπα. Προφανώς, η συνάντηση προλεταριακών πρακτικών δεν θα είναι ειρηνική. Αντίθετα, θα πρέπει να περιµένουµε µια βίαιη σε πολλές περιπτώσεις διαδικασία. Αν η γενίκευση των αποκλίσεων παράγει ένα νέο είδος «ενότητας» πρακτικών, αυτή δεν θα είναι η παλιά ταξική ενότητα, αλλά πολλαπλές πρακτικές που αντικειµενικά θα εγκαθιδρύουν διαφορετικά στρατόπεδα εντός του µαχόµενου προλεταριάτου τα οποία θα είναι ωστόσο ανίκανα να αποκρυσταλλωθούν (εκτός αν ηττηθεί η επανάσταση) ως ιδιαίτερες πολιτικές µορφές. Θα είναι προσωρινά εξ ορισµού, ακριβώς διότι για το «στρατόπεδο της κοµµουνιστικοποίησης» δεν θα υπάρχει τέλος. Η παραγωγή αποκλίσεων είναι η παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού καταναγκασµού εντός της ταξικής πάλης. Η δυναµική της ταξικής πάλης σήµερα δεν µπορεί ποτέ να είναι νικηφόρα, καθώς θα βρίσκει την ίδια την ταξική πάλη ως το όριό της, µέχρι του σηµείου που ο πολλαπλασιασµός των αποκλίσεων θα γίνει το ξεπέρασµα του ταξικού ανήκειων (και γι’ αυτόν το λόγο της αυτοοργάνωσης της τάξης), ως επανάσταση εντός της επανάστασης, ως κοµµουνιστικά µέτρα, τα οποία είτε θα απο-κεφαλαιοποιούν (κοµµουνιστικοποιούν) τη ζωή όλο και περισσότερο ή θα συντριβούν.

 

Ροκαµαδούρ, Αύγουστος 2012

 

1      Like a summer with a thousand Julys… and other seasons…, Wolfie Smith, Speed, Tucker and June, 1982.

2      Και συνεχίζει: «Δεν ξέρω πώς µπορεί να συµβεί αυτό και είναι απογοητευτικό που δεν έχουµε δει µια πιο σαφώς πολιτική έκφραση. Σίγουρα φαίνεται ότι η εξαθλίωση από µόνη της δεν γεννά τη συνείδηση» (Marlowe, blog της Internationalist Perspective, Αύγουστος 2011). Δεν έχουµε τίποτα προσωπικό ενάντια στον Marlowe, απλά η άποψή του συνοψίζει καλά όσα έχουν πει ή υπονοήσει πολλοί υπεραριστεροί ή αναρχικοί απολογισµοί των ταραχών. Για µια ακαδηµαϊκή εκδοχή της ίδιας προσέγγισης, δες για παράδειγµα το κείµενο «Feral Capitalism Hits the Streets» του David Harvey.

3      Δες Woland, «Η µεταβατική φάση της κρίσης: Η εποχή των ταραχών», στο blaumachen #5, Ιούνης 2011.

4      Δες Screamin’ Alice, «On the periodisation of the capitalist class relation», Sic #1, Νοέµβρης 2011.

5      Αυτή η διαδικασία εξατοµίκευσης της εργατικής τάξης συνoδεύτηκε από την ιδεολογική επίθεση ενάντια στην εργατική ταυτότητα, η οποία παράχθηκε ως µια ανεπιθύµητη συµπεριφορική ταυτότητα, ενώ παράλληλα αποθεώνονταν ο πλούτος και η ιδιωτική περιουσία. Η εργατική τάξη σταµάτησε να αποτελεί κάτι για το οποίο κανείς αισθάνεται περήφανος και µετατράπηκε σε χαρακτηριστικό άξιο περιφρόνησης.

6      Το κράτος εµπόδισε τις τοπικές δηµοτικές αρχές να χτίσουν νέες κοινωνικές κατοικίες που θα αντικαθιστούσαν το στοκ που είχε ξεπουληθεί. Η αυξανόµενη ζήτηση για στέγαση ανέβασε τις τιµές. Η στέγαση έγινε όλο και πιο δυσβάσταχτη οικονοµικά για τεράστια κοµµάτια του πληθυσµού και πολλοί ήταν καταδικασµένοι να περιµένουν για χρόνια στις λίστες αναµονής των δήµων. Αυτοί που παρέµειναν ενοικιαστές των κοινωνικών κατοικιών έτειναν να είναι φτωχότεροι και να µένουν σε χειρότερης ποιότητας κατοικίες. Με τα χρόνια, οι τοπικές δηµοτικές αρχές σταµάτησαν να συντηρούν τις κατοικίες που παρέµειναν στην κατοχή τους, έτσι ώστε αυτές να ερειπωθούν και έπειτα να «καταδικαστούν» και να κατεδάφιστούν. Μπορούσαν µετά να κάνουν συµβόλαια µε εργολάβους για να χτίσουν καινούργιες κατοικίες που θα περιλάµβαναν µεγάλο ποσοστό ιδιωτικών ενοικιαζόµενων διαµερισµάτων. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται, και είναι µέρος της πολιτικής «ανάπλασης» που έχει ως στόχο της να αντικαταστήσει τις κοινωνικές κατοικίες µε νέα δηµόσια/ιδιωτικά συγκροτήµατα.

7      Η όλη διαδικασία διάλυσης της κοινωνικής κατοικίας έχει τις δικές της αντιφάσεις: από τη µία, το κεφάλαιο και το κράτος θα προτιµούσαν να µην υπάρχουν οι κοινωνικές κατοικίες και να αντικατασταθούν από ιδιωτικές. Από την άλλη, οι κοινωνικες κατοικίες ήταν και είναι απαραίτητες για την κοινωνική αναπαραγωγή και την αστυνόµευση του (υπεράριθµου) προλεταριακού πληθυσµού.

8      Ένα παράδειγµα είναι το Hackney: ολόκληροι δρόµοι µεταµορφώθηκαν ριζικά µέσα σε 1-2 χρόνια. Το Hackney είναι η δεύτερη φτωχότερη περιοχή της χώρας, όπου πάνω από 11.000 κάτοικοι ζούν µε επιδόµατα. Ταυτόχρονα, ένα µικρό δυάρι κοστίζει σχεδόν £300.000 και το ενοίκιό του φτάνει τις £1.000 καθώς µεσοαστικές οικογένειες µετακοµίζουν στην περιοχή, ενω τα ακριβά café και τα βιολογικά µπακάλικα ξεφυτρώνουν σαν µανιτάρια ανάµεσα στα µαγαζιά της µιας λίρας. Τα φτηνά αφρο-καραϊβικά µπακάλικα έχουν αντικατασταθεί από µπουτίκ, οι µπαρµπέρηδες (ένα σηµαντικό σηµείο συνάντησης για τις αφρο-καραϊβικές κοινότητες) από ακριβά τρέντυ µπαρ, τα κεµπαµπτζίδικα και τα λαϊκά καφενεία από κυριλέ εστιατόρια και καταστήµατα µοντέρνας επίπλωσης, οι χασάπηδες από ντελικατέσσεν και µεσιτικά γραφεία. Οι πλατείες έχουν µετατραπεί σε «plazas», που είναι σχεδιασµένες µε τρόπο που αποτρέπει το να συχνάζει κανείς εκεί ή να πίνει. Για τους ιδιοκτήτες µικρών µαγαζιών που έχουν υποστεί έξωση, αυτό σηµαίνει απότοµη, καταστροφική προλεταριοποίηση. Για τους πελάτες τους και τα τοπικά κοινωνικά δίκτυα της εργατικής τάξης, σηµαίνει λιγότερος χώρος, να µην έχουν πια την οικονοµική δυνατότητα να ζήσουν στη γειτονιά τους και να δέχονται τα υποτιµητικά βλέµµατα των νεοφερµένων.

9      Η σωµατική έρευνα στο δρόµο που επιβάλλει ο Νόµος για την Ποινική Δικαιοσύνη και τη Δηµόσια Τάξη του 1994 εισήχθη για να αντιµετωπίσει τους χούλιγκανς του ποδοσφαίρου. Επιτρέπει στην αστυνοµία να υποβάλλει σε σωµατική έρευνα τον καθένα σε «ενδεδειγµένες» περιοχές χωρίς να υπάρχουν βάσεις για υποψία. Τα περιστατικά σωµατικής έρευνας στο δρόµο αυξήθηκαν από 7.970 το 1998 σε 149.955 το 2009, ενώ ανάµεσα στο 2005 και το 2009 ο αριθµός ελέγχων σε µαύρους αυξήθηκε κατά πάνω από 650%, χωρίς αυτό να έχει σχέση µε το ποδόσφαιρο. Αξίζει να προστεθούν επίσης εδώ τα εξοργιστικά στοιχεία ότι από το 1998 έχουν σηµειωθεί 333 θάνατοι υπό αστυνοµική κράτηση (Ανεξάρτητη Επιτροπή Καταγγελιών κατά της Αστυνοµίας) και από το 1990, 1.433 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους είτε υπό αστυνοµική κράτηση είτε έπειτα από άλλου είδους επαφή µε την αστυνοµία (950 θάνατοι υπό κράτηση, 317 έπειτα από αστυνοµική καταδίωξη, 112 ως αποτέλεσµα τροχαίων ατυχηµάτων στα οποία εµπλεκόταν αστυνοµικό όχηµα και 54 από αστυνοµικά πυρά). Ένα τέταρτο από τα περιστατικά έλαβαν χώρα στο Λονδίνο (The Guardian, τα στοιχεία από την Inquest).

10   Στο τέλος του 2011, ο αριθµός των κρατούµενων στις φυλακές του Ην. Βασιλείου έφτανε τους 87.000. Κάθε χρόνο, περίπου 100.000 άτοµα καταδικάζονται σε κοινωνική εργασία. Οι πρακτικές συνέπειες του να έχει καταδικαστεί κανείς στο Ην. Βασίλειο: Ο εργοδότης έχει το δικαίωµα πρόσβασης στο ποινικό µητρώο του καθένα που κάνει αίτηση για εργασία και απόρριψης όσων έχουν προηγούµενες καταδίκες. Οι φοιτητές µε καταδίκες µπορεί να αποβληθούν από τη σχολή τους. Ταυτόχρονα, αυτοί που έρχονται από χώρες εκτός της Ε.Ε. αντιµετωπίζουν σηµαντικές δυσκολίες στο να ανανεώσουν τη βίζα τους, ενώ για όλους δυσχεραίνει η πρόσβαση σε δάνεια. Είναι προφανές ότι η ποινικοποίηση της φτώχειας είναι ακόµα ένας παράγοντας που την αναπαράγει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δηµιουργήσει έναν «υγειονοµικό κλοιό» γύρω της.

11   Για περισσότερα σχετικά µε αυτές τις ταραχές, την γκετοποίηση και την ποινικοποίηση της φτώχειας, δες Wacquant, The return of the repressed, Riots, ‘race’ and dualization in three advanced societies, 1993/2007.

12   Το 1998 οι φοιτητές υποχρεώνονταν να πληρώνουν £1.000 δίδακτρα το χρόνο. Η καταβολή διδάκτρων ήταν εξαρτώµενη από το εισόδηµα. Αργότερα, η εξάρτηση από το εισόδηµα καταργήθηκε, και υποχρεώθηκαν όλοι να πληρώνουν δίδακτρα µέσω κρατικών δανείων. Το 2004, η κυβέρνηση αύξησε το ανώτατο ποσό των διδάκτρων που µπορούσαν να χρεώσουν τα πανεπιστήµια στις £3.000 το χρόνο. Μέχρι το 2010, τα ανώτατα δίδακτρα είχαν φτάσει τις £3.290. Η µεταρρύθµηση στην ανώτατη εκπαίδευση του 2010 τριπλασίασε το ανώτατο όριο στις £10.000 το χρόνο, πυροδοτώντας το φοιτητικό κίνηµα.

13   «An open letter to those who condemn looting», Μέρος I & II, socialism and/or barbarism blog, Άυγουστος 2011.

14   Στο επίπεδο του θεάµατος, ανακαλύφθηκε ξανά µια πολύ Βρετανική νοσταλγία για τη λιτότητα, ως η άλλη όψη ενός πανίσχυρου µηχανισµού κοινωνικής επιτήρησης και αστυνόµευσης. Το «keep calm and carry on» («µείνετε ψύχραιµοι και συνεχίστε ό,τι κάνετε»), ένα σύνθηµα που εξαπλώθηκε µετά το τέλος της ανόδικής περιόδου του Blair σε πόστερ και άλλα αντικείµενα και του οποίου η αισθητική παραπέµπει στην ταραχώδη εποχή τον βοµβαρδισµών του Λονδίνου επί Β΄ π.π., είναι χαρακτηριστικό δείγµα της απαίτησης για στωική αποδοχή των δύσκολων καιρών που έρχονται. Δες «Lash out and cover up» του Owen Hatherley, Radical Philosophy 157, 2009.

15      Τα ποσοστά ανεργίας είναι ακόµα υψηλότερα σε φτωχές περιοχές. Για παράδειγµα, στο Tower Hamlets η ανεργία στους νέους ήταν 27,7% ενώ στο Tottenham άνοιγε µια δουλειά για κάθε 54 ανέργους. Επίσης πρέπει κανείς να έχει κατά νου ότι µόνο αυτοί που παίρνουν επίδοµα ανεργίας µετριούνται ως άνεργοι και όχι όσοι παίρνουν άλλους τύπους επιδοµάτων (π.χ. συµπλήρωµα εισοδήµατος ή επίδοµα αναπηρίας), ούτε όσοι επιβιώνουν µέσω της ανεπίσηµης οικονοµίας.

16      Το 80% των 650.000 µαθητών λυκείου (κολλέγια) που έπαιρναν την επιδότηση για έξοδα συντήρησης (EMA) προέρχονται από οικογένειες µε εισόδηµα κάτω από £20.800 (το οποίο είναι χαµηλό για τα δεδοµένα της Βρετανίας). Το EMA έδινε τη δυνατότητα σε νέους από φτωχώτερα κοινωνικά στρώµατα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην ανώτερη εκπαίδευση και σε σχεδόν ένα τρίτο από αυτούς να προχωρήσει στην ανώτατη εκπαίδευση.

17      Για µια προηγούµενη επεξεργασία αυτής της ιδέας, δες «Το Αόρατο Φράγµα, σχετικά µε τις ταραχές του 2008 στην Ελλάδα», του Theo Cosme (στην ιστοσελίδα του blaumachen).

18   «Ξέχνα το πανεπιστήµιο, δεν µπορώ πια να πληρώσω ούτε το Κολλέγιο! Πού πήγε το µέλλον µου;» (από πανό που κυκλοφόρησαν στο φοιτητικό κίνηµα).

19   Οι καταστροφικές εκρήξεις του λούµπεν προλεταριάτου υπήρξαν σταθερό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ιστορίας.

20   Δες Blaumachen και φίλοι, «Η ανάδυση του (µη-)υποκειµένου», Φλεβάρης 2012, που περιλαµβάνεται σε αυτό το τεύχος.

21   Φυσικά, πολλές ταραχές στην ιστορία δεν είχαν αιτήµατα. Οι ταραχές της δεκαετίας του ’80 στη Βρετανία ή η εξέγερση του Watts νωρίτερα στις ΗΠΑ, για παράδειγµα, δεν είχαν συγκεκριµένα άµεσα αιτήµατα, αλλά οι πράξεις των ταραχοποιών έβρισκαν βάση σε ένα κίνηµα που είχε ως στόχο την ισότιµη ενσωµάτωση των µαύρων (ως µαύρων) στην κοινωνία των πολιτών. Σήµερα δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο κίνηµα επιβεβαίωσης.

22   «Ωστόσο, οι ταραχές καταστρέφουν τους λιγοστούς κοινοτικούς πόρους που έχουµε, θέτοντας τους ταραχοποιούς, καθώς και τους περαστικούς σε µεγάλο κίνδυνο. […] Το να καίτε, να καταστρέφετε και να θέτετε σε κίνδυνο τις ζωές των µελών της κοινότητάς µας δεν είναι ο σωστός τρόπος να εκφράσετε τον δίκαιο θυµό σας για το ότι σας παράτησαν στα χρόνια της ανόδου και τώρα στην κρίση σας βάζουν να πληρώσετε µε το µέλλον σας. Έχετε την ικανότητα για πιο ευρηµατικούς και αποτελεσµατικούς τρόπους να απαιτήσετε οικονοµική και κοινωνική δικαιοσύνη» (προκήρυξη της Hackney Unite). «Οι κοινότητές µας χρειάζονται µια ενωµένη συλλογική απάντηση και στις ταραχές αλλά και στα αίτια της απελπισίας και της αγανάκτησης που µπορούν να καταλήξουν σε ταραχές» (North London Unity Demonstration).

23   Είναι λάθος το να πει κανείς ότι υπήρχαν «έµµεσα αιτήµατα», µε την έννοια ότι τα αιτήµατα µπορεί να µην είχαν διατυπωθεί, αλλά σε µετέπειτα συνεντεύξεις µε νεαρούς ταραχοποιούς, πολλοί από αυτούς είπαν ότι οι ταραχές συνέβησαν λόγω των περικοπών, της ανεργίας, της αστυνόµευσης κλπ. Αν οι νεαροί κουκουλοφόροι µίλησαν για κάποια από αυτά που θεωρούσαν ως αίτια των πράξεών τους, αυτό αποδεικνύει µόνο το ότι δεν είναι αφηνιασµένοι ηλίθιοι, όπως τους παρουσίασαν τα ΜΜΕ. Δεν σηµαίνει ότι θέτουν «έµµεσα αιτήµατα».

24   Λόγω του διάχυτου χαρακτήρα των ταραχών, είναι αδύνατο να υπολογίσει κανείς το συνολικό αριθµό των συµµετεχόντων. Δυστυχώς, η µόνη διαθέσιµη πηγή είναι τα διάφορα άρθρα, έρευνες και εκθέσεις υπό κρατική ανάθεση. Σύµφωνα µε τη Sunday Times της 21ης Αυγούστου «η αστυνοµία ψάχνει 30.000 ταραχοποιούς» και σύµφωνα µε τη Guardian «µέχρι 15.000 άτοµα φέρονται να βγήκαν στο δρόµο τον Αύγουστο». Στα περισσότερα επίκεντρα των ταραχών, µερικές εκατοντάδες ατόµων συµµετείχαν ενεργά, αν και υπήρχαν πολλοί που απλώς στέκονταν και παρακολουθούσαν τα γεγονότα, σε πολλές περιπτώσεις συµπαραστεκόµενοι παθητικά σε ό,τι συνέβαινε, ή τουλάχιστον εµποδίζοντας την αστυνοµία να ανακτήσει τον έλεγχο. Σε µερικές περιπτώσεις ο αριθµός των ταραχοποιών ήταν µεγαλύτερος, όπως στο Tottenham, το Hackney, το Salford, το Birmingham και το Manchester (πλήθη άνω των 1.000 ατόµων εµφανίστηκαν εκεί).

25   «Ας µη µασάµε τα λόγια µας. Η επική λεηλασία του Catford ήταν διαολεµένα αστεία. Τα ψώνια στο Argos δε θα ’ναι ποτέ πια τα ίδια. Εκατοντάδες κατοίκων βγήκαν στους δρόµους, µε τις διαθέσεις να κυµαίνονται από χαρά, ελάχιστα συγκαλυµµένη διασκέδαση, µέχρι και το περιστασιακό κούνηµα του δάχτυλου καθώς άνθρωποι όλων των ηλικιών µε το ζόρι µπορούσαν να γυρίσουν σπίτι τους, κουβαλώντας τη νέα τους τηλεόραση επίπεδης οθόνης. Για ώρα δε φάνηκε ούτε ένας µπάτσος. Οι απαιτητικοί πλιατσικολόγοι της JD Sports δοκίµαζαν πάνω τους τα πράγµατα πριν αποφασίσουν ποια αθλητικά θα πάρουν σπίτι. Η µυρωδιά του σκανκ βάραινε την ατµόσφαιρα. Αν βάζαµε κι ένα ηχοσύστηµα η καρναβαλική ατµόσφαιρα θα ήταν τέλεια. Η λεηλασία του Blockbusters δεν ήταν και τόσο πετυχηµένη. Τα κουτιά των playstation αποδείχθηκαν άδεια όπως και των dvd που πετάχθηκαν τελικά στα πεζοδρόµια. Στα σκουπίδια είχαν πετάχτεί και ένα σωρό ηλεκτρικά προϊόντα, µε την αξία τους απότοµα µηδενισµένη µες το πανηγύρι. Η πράξη της λεηλασίας ήταν τόσο σηµαντική όσο και τα λάφυρά της», Johnny Void, Rioting for Fun and Profit, Αύγουστος 2011.

26   Socialism and/or barbarism, «Open letter», όπ.π..

27   Ξεκάθαρα, το κράτος και τα ΜΜΕ χρησιµοποίησαν την εµπλοκή µελών συµµοριών (µε την αυστηρή έννοια) στις ταραχές για να ενισχύσουν την ιδεολογική τους επίθεση, παρουσιάζοντάς τες ως οργανωµένο έγκληµα. Αφού αρχικά ισχυρίστηκαν ότι 28% από τους συλληφθέντες στο Λονδίνο ήταν µέλη συµµοριών, η αστυνοµία αργότερα αναθεώρησε τον αριθµό στο 19%, ρίχνοντάς τον τελικά στο 13% των συλληφθέντων όλης της χώρας.

28   Παιδιά από οικογένειες Ελλήνων εργαζοµένων, µικροαστικών ή µεσαίων στρωµάτων, και δεύτερης γενιάς, ενσωµατωµένοι, κυρίως Βαλκάνιοι µετανάστες. Αξίζει να θυµάται κανείς ότι ο έφηβος που σκότωσε η αστυνοµία, πυροδοτώντας τις ταραχές, καταγόταν από µια µεσοαστική οικογένεια που ζει στα πλούσια προάστια της Αθήνας.

29   Δες το κείµενο «Το κίνηµα των “Αγανακτισµένων” στην Ελλάδα», Νοέµβρης 2011, που περιλαµβάνεται σε αυτό το τεύχος.

30   Είναι σηµαντικό ότι στη Νέα Υόρκη το γκέτο παρέµεινε στο γκέτο. Δεν βρέθηκε στην πλατεία. Μόνο µερικοί άποροι µε την πιο κυριολεκτική σηµασία της λέξης, δηλαδή άστεγοι ή ζητιάνοι, βρέθηκαν στην κατάληψη, πιο πολύ σε µια φιλανθρωπικής µορφής επαφή (παροχή φαγητού και στέγης), αν και ακόµα και αυτό το γεγονός προκάλεσε εντάσεις µέσα στην κατάληψη, καθώς η βρωµιά, το αλκοόλ και η µη συµµετοχή στα κοινά (που αποκαλούταν οπορτουνισµός) ήταν εχθρικά προς τον πολιτικό χαρακτήρα του κινήµατος. Η αηδία των µεσαίων στρωµάτων για την εγγύτητά τους µε τον πάτο ήταν ακόµα πιο κεντρική δυναµική στην Santa Cruz. Στο Oakland, από την άλλη, η γεωγραφική εγγύτητα της κατάληψης µε το γκέτο και η ριζοσπαστική παράδοση ταξικών αγώνων στην πόλη έφερε αρκετούς απόκληρους στην πλατεία, µε διπλό αποτέλεσµα: από τη µία οι µπάτσοι ήταν στην άλλη µεριά του οδοφράγµατος εξ ορισµού, ενώ από την άλλη η συµµετοχή των πιο περιθωριοποιηµένων στρωµάτων από τα γκέτο εξουδετερώθηκε από τις πολιτικές οργανώσεις της µαύρης κοινότητας, που έχουν σηµαντική επιρροή στο µη λευκό πληθυσµό, αφοσιωµένες στην µετάδοση του ριζοσπαστισµού από γενιά σε γενιά (για περισσότερα σχετικά µε το Oakland, την κοµµούνα και το κίνηµα occupy δες το κείµενο «Under the riot gear», που θα δηµοσιευτεί στο sic #2).

31   Blaumachen και φίλοι, «Η ανάδυση του (µη-)υποκειµένου», όπ.π.

32   Δες την εισαγωγή στο Woland, «Η µεταβατική φάση της κρίσης: η εποχή των ταραχών», όπ.π.

33   Με αυτή την έννοια, η προσπάθεια των Τουρκικών και Κουρδικών κοινοτήτων του Βόρειου Λονδίνου να συµβιβάσουν τα αντικρουόµενα συµφερόντα µεταξύ των ταραχοποιών και των µικροκαταστηµαταρχών ενάντια στην αστυνοµική καταστολή που ακολούθησε τα γεγονότα, είναι µια πολιτική προσπάθεια να επιλυθεί µια αντίφαση η οποία δεν µπορεί να επιλυθεί πολιτικά: «Ας µην ξεχνάµε ότι η Τουρκική και Κουρδική νεολαία είναι επίσης κοµµάτι της νεολαίας σε αυτή τη χώρα, άρα η Τουρκική και Κουρδική νεολαία και το µέλλον της κινδυνεύει επίσης από τις περικοπές. […] Γινόµαστε µάρτυρες της εξέλιξης µιας ενστικτώδους αντίδρασης να προστατεύουν τα µικρά µαγαζιά τους και ενίοτε να επιτίθενται στους νέους. Φυσικά και οι έµποροι έχουν το δικαίωµα να προστατεύουν τα µαγαζιά τους. Αλλά τέτοια γεγονότα δεν θα έπρεπε να […] χρησιµοποιούνται για να ενισχύσουν τις προκαταλήψεις που έχουν ο ένας για τον άλλο οι καταπιεσµένοι και οι κοινότητες µεταναστών». Αυτό το διαταξικό κάλεσµα αδελφότητας προσπάθησε να υποκαταστήσει µε µια «κοινότητα των φτωχών» αυτό που µόνο η απευθείας επίθεση στα µέσα παραγωγής και διαβίωσης µπορεί να κατορθώσει: τη συγκρουσιακή αµφισβήτηση της ενότητας µεταξύ διαφορετικών κοµµατιών του προλεταριάτου και φτωχών µικροϊδιοκτητών. Σε κάθε περίπτωση, µια 39χρονη µητέρα µεταξύ των ταραχοποιών δήλωσε: «Δεν θα δακρύσουµε για τα µαγαζιά. Ποτέ δεν συνεισέφεραν τίποτα στην κοινότητα και τώρα νοιάζονται µόνο για τους πελάτες τους, τους µεσοαστούς χίπστερς».

34   «Η αστυνοµία θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά την πιθανότητα να χρησιµοποιήσει αληθινά πυρά ώστε να εµποδίσει επιθέσεις σε κτίρια, όταν οι ζωές αυτών που βρίσκονται µέσα κινδυνεύουν». Προτάθηκαν επίσης: η χρησιµοποίηση «προστατευµένων» οχηµάτων που θα κινούνται ενάντια στους ταραχοποιούς, πλαστικές σφαίρες, αύρες και στρατιωτική υποστήριξη. Με την ευκαιρία των Ολυµπιακών, το κατασταλτικό τεχνολογικό οπλοστάσιο του κράτους ενισχύεται επίσης, µε νέες κάµερες αναγνώρισης προσώπων και άλλες επινοήσεις, ενώ κανονικοποιείται η στρατιωτική περιπολία στους δρόµους.

35   Δες Théorie Communiste, «Self-organisation is the first act of the revolution, it then becomes an obstacle which the revolution has to overcome», 2005.

36   Η σύνδεση ανάµεσα στους καθηµερινούς αγώνες και την επανάσταση παύει να είναι απλή θεωρητική αφαίρεση και καθίσταται άµεση µέσα στην κρίση της καπιταλιστικής σχέσης παραγωγής.


Leave a Reply