subscribe to RSS

Blaumachen

Συζήτηση για την έννοια της συγκυρίας

0 comments
Συζήτηση για την έννοια  της συγκυρίας

Στην ενότητα που ακολουθεί αποτυπώνεται ένα µέρος µιας ανολοκλήρωτης συζήτησης γύρω από την έννοια της συγκυρίας. Πρόκειται για µια συζήτηση που ήδη διεξαγόταν στο blaumachen από την περίοδο συγγραφής του 5ου τεύχους του περιοδικού. Οι εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική σε συνδυασµό µε γεγονότα σαν τις ταραχές στην Αγγλία, τα κινήµατα αγανακτισµένων, τις ταραχές στη Χιλή, στον Καναδά και την Ινδία, την εσωτερική σύγκρουση στις απεργίες των εργατών στη Ν. Αφρική, τη γενίκευση της αποσταθεροποίησης στην Αίγυπτο· όλα αυτά τα συµβάντα της ταξικής πάλης µας θέτουν επιτακτικά την ανάγκη να συζητήσουµε για την έννοια της συγκυρίας, ειδικά επειδή συνθέτουν ένα σκηνικό ολοένα και αυξανόµενης κοινωνικής έντασης και ταυτόχρονα δεν µπορούν να ενταχθούν ως συµβάντα στο εργατικό κίνηµα. Η θεωρητική µας δουλειά είναι η προσπάθειά µας να αναγνωρίσουµε τη συσχέτιση αυτών των συµβάντων (µια συσχέτιση που είναι αόρατη στο επίπεδο της εµπειρίας), τον τρόπο ένταξής τους στην κίνηση της ταξικής πάλης, τον τρόπο που µετασχηµατίζουν ως συµβάντα αυτήν την κίνηση, την ανάδυση των δρώντων υποκειµένων που συµπεριλαµβάνουν, µε δυο λόγια την παραγωγή αυτών των συµβάντων.

Στη συζήτηση εξετάζονται βασικά ζητήµατα όπως η σχέση της έννοιας της συγκυρίας µε την επανάσταση (η χρησιµότητά της), η σχέση της έννοιας της συγκυρίας µε την κρίση στη συσσώρευση του κεφαλαίου, ο τρόπος που σχετίζεται η αντίφαση της εκµετάλλευσης µε τις υπόλοιπες σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή πώς δοµείται η ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας· εξετάζονται οι έννοιες της ιδεολογίας και του φετιχισµού και δίνεται έµφαση στη µεθοδολογική αρχή ότι η καπιταλιστική κοινωνία αποτελεί ένα σύνολο σχέσεων που βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, κίνηση που δεν είναι τυχαία αλλά παράγεται από εσωτερικούς καθορισµούς, από δοµικές σχέσεις.

Το πρώτο κείµενο αποτελεί τµήµα του κειµένου «Η συγκυρία: Μια έννοια αναγκαία στη θεωρία της κοµµουνιστικοποίησης» του Roland Simon που πρόκειται να δηµοσιευθεί στο 2ο τεύχος του περιοδικού SIC. Στη συνέχεια ακολουθούν οι παρεµβάσεις του Θήτη, του Woland και της Anna O’Lory.

Η συζήτηση αυτή συνεχίζεται…

______________________

 

Συγκυρία και ενότητα της δυναµικής του κεφαλαίου ως αντίφασης εν κινήσει*  [RS]

 

Η φύση αυτού που παράγεται είναι µια συγκυρία, µια τωρινή στιγµή. Δηλαδή η κατάσταση αυτή –η οποία προσιδιάζει στις περιόδους κρίσης– όπου η κίνηση του κεφαλαίου ως αντίφασης εν κινήσει δεν είναι πια µία µόνο αντίφαση (µεταξύ των τάξεων), ούτε καν η απλή και οµοιογενής ενότητα δύο αντιφάσεων (µεταξύ των τάξεων και µεταξύ των φύλων), αλλά η στιγµή όπου το κεφάλαιο ως αντίφαση εν κινήσει δεν επιβάλλεται πια σαν πάντοτε ήδη παρόν νόηµα καθεµιάς από τις µορφές εµφάνισής του.

Η Αντίφαση την οποία συνιστά το κεφάλαιο ως αντίφαση εν κινήσει, ως δυναµική ενότητα της αντίφασης των τάξεων και της αντίφασης των φύλων,1 είναι µία και θεµελιώδης, αλλά ήδη ο ορισµός της, η δόµησή της, δείχνει ότι, στην ιστορική δραστικότητά της, δεν υπάρχει παρά µόνο σε όλες τις µορφές εκδήλωσής της. Καµία από τις µορφές της (πολιτικές, νοµικές, διεθνών σχέσεων, ιδεολογικές κτλ.), καµία από τις µορφές σχέσεων ανάµεσα στα λειτουργικά στοιχεία [instances] του κεφαλαίου (βιοµηχανικό κεφάλαιο, χρηµατιστικό κεφάλαιο, εµπορικό κεφάλαιο), καµία από τις ιδιαίτερες µορφές τις οποίες προσδίδει σε κάθε τµήµα του προλεταριάτου και στην καθήλωση σε ρόλους φύλων, µέσω των οποίων διαθλάται σε όλα τα επίπεδα του τρόπου παραγωγής, µε διαθλάσεις που είναι η ίδια η προϋπόθεση της ύπαρξής της – καµία δεν είναι καθαρή επίφαση χωρίς την οποία Η Αντίφαση θα µπορούσε κάλλιστα να υπάρχει. Οι άµεσα υπάρχουσες συνθήκες είναι οι συνθήκες της ύπαρξής της. Δεν παράγει την υπέρβασή της, την άρνησή της, τη διαβόητη άρνηση της άρνησης, εξίσου «αναπόφευκτη όσο οι νόµοι της φύσης» και της διαλεκτικής, σαν κάτι που οφείλει να υπάρξει λόγω του απλού γεγονότος ότι τίθεται Η Αντίφαση. Όντας δυναµική των αντιφάσεων των τάξεων και των φύλων, είναι επαναστατική σε όλες τις µορφές στις οποίες πραγµατικά υπάρχει, στον συνδυασµό τους σε µια δεδοµένη στιγµή, σε µια συγκυρία. Από µόνη της, δεν είναι τίποτα παραπάνω από µια έννοια.

Όλες οι µορφές ύπαρξης αυτής της αντίφασης εν κινήσει πρέπει να γίνουν κατανοητές σαν οι ίδιες οι συνθήκες της ύπαρξής της, που µόνο µέσα σε αυτές υπάρχει· η αντίφαση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από την ολότητα των χαρακτηριστικών της: η ουσία της είναι η ίδια της η ύπαρξη.

Το ζήτηµα σήµερα είναι ο τρόπος µε τον οποίο κατανοούµε στην ιστορική δραστικότητά του το κεφάλαιο ως αντίφαση εν κινήσει και όχι µόνο την αντίφαση µεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Οι «κλασικές» σχηµατοποιήσεις του κεφαλαίου ως αντίφασης εν κινήσει όχι µόνο περιορίζονται στη θεωρία της πάλης των τάξεων, αλλά επίσης επιχειρούν να διαλύσουν τις µορφές εµφάνισης για να τις αναγάγουν σε ένα είδος εσωτερικής ουσιώδους ενότητας. Πρόκειται για σχηµατοποιήσεις που δεν κατανοούν αυτές τις µορφές σαν µορφές εµφάνισης αυτής της εσωτερικής ουσίας (σαν να µιλούσαµε για το κεφάλαιο χωρίς ανταγωνισµό και για την αξία χωρίς την αγοραία τιµή). «Το πλεονέκτηµα της διαλεκτικής µου είναι ότι λέω τα πράγµατα σιγά-σιγά – και καθώς αυτοί [οι πολέµιοί µου, σ.σ.] πιστεύουν ότι έχω φτάσει στο τέλος, σπεύδουν να µε αντικρούσουν κι έτσι απλώς βγάζουν στη φόρα την ηλιθιότητά τους» (Μαρξ, Γράµµα στον Ένγκελς της 26ης Ιουνίου 1867).

Η θεµελιώδης αντιφατική διαδικασία είναι ενεργή σε όλες αυτές τις αντιφάσεις, αλλά θα ήταν παράλογο και ιδεαλιστικό να ισχυριστούµε ότι αυτές οι αντιφάσεις και η συγχώνευσή τους είναι καθαρή επίφαση της θεµελιώδους αντίφασης. Όλες αυτές οι αντιφάσεις, εάν αναµιγνύονται για να σχηµατίσουν µια ενότητα, µια επαναστατική συγκυρία, δεν διαλύονται σαν καθαρές επιφάσεις µέσα στην εσωτερική ενότητα µιας απλής αντιθετικής διεργασίας. Την ενότητα την οποία συνθέτουν µέσα σε αυτή τη συγχώνευση, την επαναστατική ρήξη, τη συγκροτούν µε αφετηρία αυτό που είναι οι ίδιες, τη δική τους δραστικότητα. Συγκροτώντας αυτή την ενότητα, ανασυγκροτούν βέβαια και ολοκληρώνουν τη θεµελιώδη ενότητα που τις ενεργοποιεί, αλλά κάνοντάς το δείχνουν επίσης τη φύση αυτής της αντίφασης: είναι αξεχώριστη από ολόκληρη την κοινωνία, αξεχώριστη από τις τυπικές συνθήκες ύπαρξής της. Επηρεάζεται και η ίδια εσωτερικά από αυτές τις συνθήκες που είναι οι συνθήκες ύπαρξής της, δηλαδή, ακόµα πιο άµεσα, οι υπάρχουσες συνθήκες. Το ότι επηρεάζεται εσωτερικά σηµαίνει ότι η ενότητα αυτή είναι πάντοτε ιεραρχηµένη δοµή (και όχι ένα σύνολο στο οποίο µια ενιαία αρχή διαχέεται οµοιόµορφα µένοντας πάντα όµοια µε τον εαυτό της: η φύση στην Αίγυπτο, η πολιτική στην Ελλάδα, ο νόµος στη Ρώµη, η θρησκεία στον Μεσαίωνα, η οικονοµία στη νεότερη και σύγχρονη εποχή κτλ.), µε ένα καθοριστικό στοιχείο, που µερικές φορές είναι και κυρίαρχο,2 µε κυρίαρχα στοιχεία που ορίζονται από το προηγούµενο, µε ιεραρχικές αντιµεταθέσεις κτλ. Η ενότητα υπάρχει στην ιεραρχία, στον καθοριστικό και/ή κυρίαρχο χαρακτήρα του ενός ή του άλλου επιπέδου του τρόπου παραγωγής, στον ορισµό των κυρίαρχων επιπέδων.

Δεν µπορούµε να αναγάγουµε την πολυπλοκότητα και την πολλαπλότητα σε απλότητα και ενότητα, όπως ανάγουµε σε µια αρχή ή όπως ανάγουµε τις επιφάσεις στην αλήθεια τους (βρισκόµαστε εδώ στο αντίθετο άκρο της εγελιανής κίνησης: δεν υπάρχει απλή αρχέγονη ενότητα). Η συγκυρία έχει πάντα ένα κυρίαρχο στοιχείο µέσω του οποίου η ενότητά της είναι η ίδια της η πολυπλοκότητα και πολλαπλότητα. Στην πορεία της ταξικής πάλης, ανάλογα µε τα εµφανιζόµενα προσωρινά αποτελέσµατα που χρειάζεται να ξεπεραστούν, ανάλογα µε τις µεταβαλλόµενες πτυχές της σχέσης δυνάµεων, ανάλογα µε τα σηµεία ή τα «κεκτηµένα» όπου καθηλώνεται η κοµµουνιστικοποίηση, αυτό το κυρίαρχο στοιχείο αλλάζει, οι αντιφάσεις αλλάζουν θέση µέσα στην ολότητα. Εκεί ακριβώς, σε ό,τι µπορεί προσωρινά να είναι το κοµβικό σηµείο, πρέπει να κατευθυνθούν τα πλήγµατα ώστε να συνεχιστεί η εξάρθρωση της υπάρχουσας τάξης πραγµάτων. Ενώ όµως τα κυρίαρχα στοιχεία αντιµετατίθενται (πολιτική, οικονοµία, ιδεολογία, πόλωση των αντιφάσεων στον έναν ή τον άλλο αγώνα του ενός ή του άλλου τµήµατος του προλεταριάτου…), η συγκυρία δεν είναι ποτέ ένας πλουραλισµός προσδιορισµών που προστίθενται και που είναι αδιάφοροι ο ένας απέναντι στον άλλον.

Αυτός ο καθορισµός της ύπαρξης των αντιφάσεων των µεν από τις δε δεν ξεπέφτει στην κυκλικότητα, δεν αναιρεί την ολότητα σαν δοµή µε κυρίαρχο στοιχείο και δεν τη διαλύει σε έναν εύκολο αθροιστικό εκλεκτισµό αλλά ούτε και σε µια αδιαφοροποίητη αλληλοσυγκρότηση. Αυτός ο καθορισµός είναι, εντός της πραγµατικότητας των συνθηκών ύπαρξης κάθε αντίφασης, η εκδήλωση αυτής της δοµής µε κυρίαρχο στοιχείο (εδώ έγκειται η µεγάλη διαφορά µε την εγελιανή ολότητα) η οποία συγκροτεί την ενότητα του όλου. Κατ’ αυτή την έννοια µας είναι θεωρητικά επιτρεπτό να µιλάµε για συνθήκες χωρίς να πέφτουµε στον εµπειρισµό ή στην ανορθολογικότητα του «έτσι είναι» και του «τυχαίου». Οι συνθήκες είναι η πραγµατική (συγκεκριµένη, έµπρακτη) ύπαρξη των αντιφάσεων που συγκροτούν το όλο, επειδή θεµελιωδώς η ίδια η αντίφαση, µε την ουσιώδη σηµασία της, τους αποδίδει αυτόν τον ρόλο – όχι σαν καθαρή επίφαση δίπλα της, που χωρίς αυτήν θα µπορούσε κάλλιστα να υπάρχει, αλλά σαν µία από τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής της. Όταν µιλάµε για τις υπάρχουσες συνθήκες, µιλάµε για τις συνθήκες ύπαρξης του όλου.

Αν οι µορφές εµφάνισης και η ουσία δεν συµπίπτουν, ο λόγος είναι ότι από τη φύση της η δοµή του όλου είναι τα αποτελέσµατά της (οι νόµοι του κεφαλαίου είναι ανταγωνισµός µεταξύ κεφαλαίων· η αξία είναι τιµή· η υπεραξία είναι κέρδος, κτλ.). Η σχέση µεταξύ φαινοµένων και έννοιας δεν περιορίζεται σε µια διαφορά ανάµεσα σε πολυµορφίες και σε γενικότητα ή αφαίρεση, αλλά και ανάµεσα σε φενακισµό και κατανόηση. Η έννοια, λέει ο Μαρξ στην Εισαγωγή του 1857, διαµορφώνεται µε βάση «την επεξεργασία της αντίληψης και της παράστασης», αλλά «η συγκεκριµένη ολότητα σαν νοούµενη ολότητα, σαν νοητική αναπαράσταση του συγκεκριµένου, είναι στην πραγµατικότητα προϊόν της σκέψης, της νόησης». Η ουσία δεν αντιστοιχεί άµεσα στην εµφάνισή της, η οποία απλώς εκδηλώνει την ακατάστατη αντίθεση όρων των οποίων οι σχέσεις φαίνονται τυχαίες. Κι όµως, η ουσία δεν βρίσκεται αλλού παρά σε αυτήν ακριβώς την ακαταστασία.

Υπάρχει µια επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά µια επιφάνεια χωρίς βάθος. Η ουσία δεν βρίσκεται αλλού παρά σε αυτή την επιφάνεια, αλλά δεν της αντιστοιχεί, επειδή τα αποτελέσµατα της δοµής του όλου (ο τρόπος παραγωγής) δεν µπορούν να αποτελούν την ίδια την ύπαρξη της δοµής παρά µόνο µε την προϋπόθεση ότι αποτελούν την αντιστροφή της µέσω των αποτελεσµάτων της. Εδώ συναντούµε την πραγµατικότητα της ιδεολογίας.

Η ουσία δεν είναι ούτε κάτι πραγµατικό (πραγµατικά και εξειδικευµένα υπάρχον) ούτε σκέτη λέξη, είναι συστατική σχέση. Η υπεραξία δεν είναι µια ιδέα (ή αφαίρεση) κάτω από την οποία θα µπορούσαµε να τακτοποιήσουµε τις εξειδεικευµένες διαφορές και συνακόλουθα µια πραγµατικότητα που στεγάζεται σε αυτά τα εξειδικευµένα αντικείµενα (πρόσοδος, κέρδος, τόκος). Ούτε είναι µια αφηρηµένη γενίκευση της αρχέτυπης πραγµατικότητας των εξειδικευµένων µορφών. Η ουσία δεν είναι αυτό που υπάρχει ιδεατά σε κάθε εξειδικευµένη µορφή, ούτε κάτι που έρχεται απ’ έξω και χρησιµεύει στην ταξινόµηση αυτών των εξειδικευµένων µορφών: σε µια τέτοια περίπτωση η ιδεολογία θα ήταν απλώς µια παραµορφωµένη αντανάκλαση αυτής της ουσίας. Το ουσιώδες είναι οι σχέσεις (συµπεριλαµβανοµένης της αντικειµενικής και δραστικής ψευδαίσθησης). Οι ενεργές σχέσεις που αυτές οι εξειδικευµένες µορφές εγκαθιδρύουν µεταξύ τους είναι ακριβώς εκείνες που ορίζουν τι κοινό έχουν αυτές οι µορφές: την ουσία. Η ουσία δεν υποκαθίσταται στα ανόµοια και πεπερασµένα όντα µε το να τα απορροφά σε µια εσωτερική ενότητα ή να τα αρνείται σαν να ήταν η «γνήσια εσωτερική αλήθεια» τους.

Συγκυρία: µια µηχανική της κρίσης της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου

Όταν λοιπόν µιλάµε για συγκυρία δεν εννοούµε τη συνάντηση των δύο αντιφάσεων που αναφέραµε προηγουµένως: αυτές δεν συναντιούνται ποτέ, επειδή πάντοτε είναι ήδη συνυφασµένες. Η πολλαπλότητα των µορφών εµφάνισης αυτής της ενότητας σε όλα τα επίπεδα του τρόπου παραγωγής είναι εκείνη που ορίζει µια συγκυρία, και πιο συγκεκριµένα την αποκρυστάλλωση σε ένα στοιχείο του τρόπου παραγωγής των πολλαπλών αντιφάσεων που προσδιορίζουν (προσωρινά) αυτό το στοιχείο σαν κυρίαρχο.3 Μέσα σε αυτήν ακριβώς την αποκρυστάλλωση η συγκυρία είναι και ενότητα ρήξης.

Η συγκυρία είναι ταυτόχρονα συνάντηση και αποσυνάρθρωση. Είναι αποσυνάρθρωση της κοινωνικής ολότητας η οποία µέχρι τότε ένωνε όλα τα στοιχεία ενός κοινωνικού σχηµατισµού (πολιτικό, οικονοµικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, ιδεολογικό)· είναι αποσυνάρθρωση της αναπαραγωγής των αντιφάσεων που συνθέτουν την ενότητα αυτής της ολότητας. Γι’ αυτό ακριβώς σε µια συγκυρία υπάρχει το αβέβαιο, υπάρχει συνάντηση, υπάρχουν πράγµατα της τάξης του συµβάντος: µια έκβαση που παράγει και αναγνωρίζει τον εαυτό της µέσα στην τυχαιότητα της µιας ή της άλλης πρακτικής. Είναι η στιγµή όπου µπορεί να ασκηθεί η δυνατότητα να αντληθούν από «αυτό που υπάρχει» περισσότερα από όσα περιέχει, η δυνατότητα δηµιουργίας έξω από τις αλληλουχίες της µηχανιστικής αιτιότητας και της τελεολογίας του απώτατου σκοπού.

Η συγκυρία είναι επίσης συνάντηση αντιφάσεων που είχαν τη δική τους πορεία και τη δική τους χρονικότητα, που δεν είχαν µεταξύ τους άλλο από σχέσεις αλληλεπίδρασης: εργατικοί αγώνες, φοιτητικοί αγώνες, αγώνες των γυναικών, πολιτικές συγκρούσεις µέσα στο κράτος, συγκρούσεις µέσα στην καπιταλιστική τάξη, παγκόσµια πορεία του κεφαλαίου, αναπαραγωγή αυτής της πορείας µέσα σε έναν εθνικό χώρο, ιδεολογίες µε τις οποίες τα άτοµα έκαναν τους αγώνες τους. Η συγκυρία είναι η στιγµή αυτής της καραµπόλας των αντιφάσεων, αλλά η καραµπόλα αυτή µορφοποιείται σύµφωνα µε τον κυρίαρχο καθορισµό τον οποίο ορίζει η κρίση που εκτυλίσσεται στις σχέσεις παραγωγής, στις διευθετήσεις της εκµετάλλευσης. Η συγκυρία είναι κρίση του αυτοαναπαραγωγικού προσδιορισµού των σχέσεων παραγωγής, ο οποίος ορίζεται από µια καθορισµένη ιεράρχηση και σταθεροποιεί τα στοιχεία του τρόπου παραγωγής.

Μια θεωρία της συγκυρίας είναι θεωρία της επανάστασης που εγκολπώνεται το γεγονός ότι «η µοναχική ώρα του απώτατου καθορισµού –της οικονοµίας– δεν θα σηµάνει ποτέ» (Αλτουσέρ). Σε έναν τρόπο παραγωγής, τα στοιχεία που τον συνθέτουν δεν ζουν όλα µε τον ίδιο ρυθµό· µέσα στη συνολική δοµή του τρόπου παραγωγής καταλαµβάνουν µια περιοχή η οποία τους εξασφαλίζει τον ρόλο τους και τη δραστικότητά τους µέσω της ιδιαίτερης θέσης που ορίζεται για ένα από αυτά τα στοιχεία (ούτε αυθύπαρκτη µονάδα ούτε σηµαίνουσα ολότητα). Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η οικονοµία είναι ταυτόχρονα καθοριστικό στοιχείο και κυρίαρχο στοιχείο, κάτι που δεν συνέβαινε σε άλλους τρόπους παραγωγής (βλ. το απόσπασµα του Μαρξ στην προηγούµενη υποσηµείωση). Η συγκυρία είναι κρίση αυτής της καθήλωσης, άρα µπορεί να είναι µεταβολή του κυριαρχικού ρόλου (πολιτική, ιδεολογία, διεθνείς σχέσεις4) στο εσωτερικό της συνολικής δοµής του τρόπου παραγωγής πάνω στη βάση του προσδιορισµού από τις σχέσεις παραγωγής.

Μέσα στην κρίση της αναπαραγωγής, αυτή ακριβώς η µετατόπιση των στοιχείων ως κυρίαρχων και ως προσδιορισµών είναι το πώς, η µηχανική, της τάσης για κατάργηση του κανόνα καθώς αυτή γίνεται η έµπρακτη πραγµατικότητα της αµφισβήτησης του ταξικού ανήκειν και της έµφυλης καθήλωσης. Με αυτό τον τρόπο, το κεφάλαιο σαν αντίφαση εν κινήσει δεν είναι πια αυτός ο απλός και οµοιογενής αυτοµατισµός που βρίσκει τις λύσεις του πάντα στο εσωτερικό του. Όταν η ενότητα αποσυναρθρώνεται (εξαιτίας των σχέσεων παραγωγής οι οποίες είναι ο προσδιορισµός), αυτό σηµαίνει ότι η σταθεροποίηση όλων των στοιχείων του τρόπου παραγωγής βρίσκεται σε κρίση, και τότε παράγεται ένα παιχνίδι ορισµού του κυρίαρχου στοιχείου όπου τίποτα δεν είναι παγιωµένο: ο µπαλαντέρ κυκλοφορεί κι αλλάζει χέρια. Η συγκυρία είναι η δραστικότητα του παιχνιδιού που καταργεί τον κανόνα του.

Η συγκυρία είναι µια στιγµή κρίσης που αναστατώνει την ιεραρχία των στοιχείων, µια ιεραρχία που όριζε την ουσία και τον ρόλο κάθε στοιχείου καθώς και το µονοσήµαντο νόηµα των σχέσεών τους. Οι ρόλοι εναλλάσσονται «ανάλογα µε τις περιστάσεις». Η τελικά-καθοριστική-αντίφαση δεν µπορεί να ταυτίζεται εσαεί µε τον ρόλο της κυρίαρχης αντίφασης. Δεν µπορεί η µία ή η άλλη «πτυχή» (παραγωγικές δυνάµεις, οικονοµία, πρακτική…) να είναι πάντα ταυτισµένη µε τον πρωτεύοντα ρόλο, όπως ούτε κάποια άλλη πτυχή (σχέσεις παραγωγής, πολιτική, ιδεολογία, θεωρία…) µε τον δευτερεύοντα ρόλο. Ο ύστατος καθορισµός από την οικονοµία ασκείται ακριβώς, στην πραγµατική ιστορία, µέσα στις αντιµεταθέσεις του πρώτου ρόλου µεταξύ οικονοµίας, πολιτικής, ιδεολογίας κτλ. (θα έπρεπε να δείξουµε ότι αυτό ήδη περιέχεται στο τι είναι η ίδια η οικονοµία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής).

Αυτό το αµετάβλητο της ιεραρχίας µεταξύ των στοιχείων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δοµεί µια γραµµική ύπαρξη του χρόνου, έναν δεσµό αιτιότητας που συνδέει τα γεγονότα κατά διαδοχικό τρόπο µέσα σε µια καθαρά ποσοτική χρονικότητα: πρόκειται για το δεδοµένο, για αυτό που βρίσκεται εκεί. Η συγκυρία είναι η κρίση την οποία φέρει αυτή η χρονικότητα της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, στιγµή ρήξης ενάντια στο συνεχές της οµοιογενούς και ποσοτικής χρονικότητας, ανατροπή της ιεραρχίας των στοιχείων και του οικονοµικού καθορισµού, ασυνέχεια της ιστορικής διεργασίας: συγκυρία. Η συγκυρία είναι πρωτίστως αλλαγή χρονικότητας, έξοδος από το επαναληπτικό, η στενή πόρτα –που γρήγορα ξανακλείνει– µέσω της οποίας µπορεί να φτάσει ένας άλλος κόσµος. Η συγκυρία είναι η συνειδητή πρακτική του ότι τώρα κρίνεται το παιχνίδι, τόσο η κληρονοµιά του παρελθόντος όσο και η οικοδόµηση του µέλλοντος· είναι ένα παρόν, η στιγµή του τώρα. 

Συγκυρία: µια αναγκαία έννοια

Η έννοια της συγκυρίας είναι αναγκαία σε µια θεωρία της επανάστασης ως κοµµουνιστικοποίησης. Πράγµατι, η επανάσταση δεν είναι απλώς ρήξη, αλλά ρήξη ενάντια σε εκείνο που την παράγει – κάτι που µπορούµε επίσης να διατυπώσουµε σαν αυτοµετασχηµατισµό του υποκειµένου ή, όπως λέει ο Μαρξ στη Γερµανική Ιδεολογία, «µόνο µια επανάσταση θα επιτρέψει στην τάξη που ανατρέπει την άλλη τάξη να σαρώσει όλη τη σαπίλα του παλιού κόσµου που της κολλάει στο δέρµα» (γαλλ. έκδ., ό.π., Ed. Sociales, σελ. 68). Η συγκυρία είναι εγγενής στην επανάσταση ως κοµµουνιστικοποίηση: αυτοµετασχηµατισµός των προλετάριων. Όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής ύπαρξης, δηλαδή για κάθε άτοµο «οι συνθήκες που ενυπάρχουν στην ατοµικότητά του» (στο ίδιο, σελ. 98), βγαίνουν από την ιεραρχηµένη σχέση τους του τρόπου παραγωγής και επανασυνδυάζονται –µε ρευστό τρόπο καθώς δηµιουργούν νέες καταστάσεις– µέσα στη σχέση τους καθορισµού και κυριαρχίας. Οι εκδηλώσεις αυτές γίνονται έτσι αντικείµενο αντιφάσεων και αγώνων µέσα στη συγκεκριµένη ιδιαιτερότητά τους, όχι σαν αποτέλεσµα και εκδήλωση µιας θεµελιώδους αντίφασης· και δεν καταργούνται απλώς και µόνο «κατά συνέπεια».5

Όταν το να αγωνιζόµαστε σαν τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης, η επανάσταση γίνεται πάλη ενάντια σε εκείνο που την παρήγαγε· όλη η αρχιτεκτονική του τρόπου παραγωγής, η κατανοµή των στοιχείων του και των επιπέδων του, παρασύρονται σε µια διεργασία ανατροπής της οµαλότητας/του µοιραίου της αναπαραγωγής του, όπως αυτή ορίζεται από την καθορίζουσα ιεραρχία των στοιχείων του τρόπου παραγωγής. Επειδή ακριβώς είναι αυτή η ανατροπή, και µόνο αν την ολοκληρώσει, η επανάσταση είναι η στιγµή εκείνη όπου οι προλετάριοι απαλλάσσονται απ’ όλη τη σαπίλα του παλιού κόσµου που τους κολλάει στο δέρµα, όπως οι άντρες και οι γυναίκες απαλλάσσονται απ’ ό,τι συνιστά την ατοµικότητά τους.6 Δεν πρόκειται για συνέπεια αλλά για τη συγκεκριµένη κίνηση της επανάστασης, όπου όλα τα στοιχεία του τρόπου παραγωγής (ιδεολογία, δίκαιο, πολιτική, εθνικότητα, οικονοµία, φύλα κτλ.) µπορούν αλληλοδιάδοχα να αποτελέσουν την κυρίαρχη εστίαση του συνόλου των αντιφάσεων. Εάν, όπως αναφέραµε, η µοναχική ώρα του απώτατου καθορισµού –της οικονοµίας– δεν θα σηµάνει ποτέ, αυτό οφείλεται στο ότι δεν είναι στη φύση της επανάστασης να τη σηµάνει. Το να αλλάξουµε τις περιστάσεις και να αλλάξουµε τον εαυτό µας συµπίπτουν: πρόκειται για την επανάσταση.

Εδώ ξαναβρίσκουµε εκείνο που θεµελιωδώς κάνει την έννοια της συγκυρίας µια αναγκαία έννοια της θεωρίας της επανάστασης: ανατροπή της καθορίζουσας ιεραρχίας των στοιχείων του τρόπου παραγωγής. Η συγκυρία ορίζει τον ίδιο τον µηχανισµό της κρίσης σαν κρίση της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου.

Η έννοια της συγκυρίας θέτει επίσης το ζήτηµα της ενότητας του προλεταριάτου, ένα ζήτηµα που ενυπάρχει στην επανάσταση ως κοµµουνιστικοποίηση.

Οι αντιφάσεις που τις µεσαίες τάξεις, τους άνεργους και επισφαλείς, τις πλεονάζουσες µάζες της περιφέρειας ή των λαϊκών προαστίων, τον «σταθερό πυρήνα» της εργατικής τάξης, τους εργάτες που έχουν δουλειά αλλά διαρκώς απειλούνται κτλ., τους θέτουν αντιµέτωπους µε το κεφάλαιο, την αναπαραγωγή του, την εκµετάλλευση, τη λιτότητα, την εξαθλίωση κτλ., δεν είναι ίδιες µεταξύ τους και ακόµα λιγότερο µε την αντίφαση µεταξύ γυναικών και ανδρών. Η ταξική ενότητα όσων έχουν µόνο την πώληση της εργασιακής τους δύναµης για να επιβιώσουν είναι κάτι που οι προλετάριοι το βρίσκουν και το αντιµετωπίζουν σαν αντικειµενοποιηµένο απέναντί τους µέσα στο κεφάλαιο· για τους ίδιους, ο ορισµός αυτός δεν είναι άλλο από τον διαχωρισµό τους. Παρόµοια, η καπιταλιστική τάξη δεν είναι ένα ενιαίο και οµοιογενές µπλοκ, όπως δεν είναι ούτε τα έθνη ή τα περιφερειακά σύνολα που δοµούν την παγκόσµια πορεία της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Θα ήταν µάλιστα ακραία απλούστευση να θεωρήσουµε ότι αυτά τα δύο σύνολα αντιφάσεων (οι εσωτερικές των «από πάνω» και οι εσωτερικές των «από κάτω») δεν αλληλοδιεισδύονται, ότι ο βραζιλιάνος προλετάριος είναι αµέτοχος στη σύγκρουση του αναδυόµενου καπιταλισµού του µε τις ΗΠΑ και τα «παλιά κέντρα του κεφαλαίου», και ότι οι άντρες που στρέφονται κατά των γυναικών δεν µπορεί να είναι ταυτόχρονα προλετάριοι που στρέφονται κατά της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης.

Η ενότητα του προλεταριάτου και της αντίφασής του µε το κεφάλαιο ήταν εγγενής στην επανάσταση ως επιβεβαίωση του προλεταριάτου, στη µετατροπή του σε άρχουσα τάξη που γενικεύει την κατάστασή της (πριν την καταργήσει…) και στην απελευθέρωση των γυναικών ως γυναικών. Ο διάχυτος, κατατµηµένος, θρυµµατισµένος, συντεχνιακός χαρακτήρας των συγκρούσεων είναι η αναπότρεπτη µοίρα µιας αντίφασης µεταξύ τάξεων και µιας αντίφασης µεταξύ φύλων οι οποίες τοποθετούνται στο επίπεδο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Μια ιδιαίτερη σύγκρουση, εξαιτίας των χαρακτηριστικών της, των συνθηκών µέσα στις οποίες διεξάγεται, της περιόδου κατά την οποία εµφανίζεται, όποια κι αν είναι η θέση της στα στοιχεία του τρόπου παραγωγής, µπορεί να βρεθεί στην κατάσταση να συγκεντρώσει όλη αυτή τη συγκρουσιακότητα που ίσαµε τότε εµφανιζόταν σαν αθεράπευτα διαφορισµένη και διάχυτη. Πρόκειται για τη συγκυρία σαν ενότητα ρήξης. Το ζήτηµα που τίθεται τότε είναι ότι, για να ενωθούν, οι εργάτες πρέπει να συντρίψουν τη µισθωτή σχέση µέσω της οποίας το κεφάλαιο τους «συνενώνει» και ότι, αν το προλεταριάτο για να είναι επαναστατική τάξη πρέπει να ενωθεί, δεν µπορεί τώρα να ενωθεί παρά µόνο καταστρέφοντας τις συνθήκες της ίδιας του της ταξικής ύπαρξης.

Η δικτατορία του κοινωνικού κινήµατος της κοµµουνιστικοποίησης είναι η διαδικασία ενσωµάτωσης της ανθρωπότητας στο υπό εξαφάνιση προλεταριάτο. Η αυστηρή οριοθέτηση του προλεταριάτου σε σχέση µε τα άλλα κοινωνικά στρώµατα, ο αγώνας του ενάντια σε κάθε εµπορευµατική παραγωγή, αποτελούν ταυτόχρονα µια διαδικασία που αναγκάζει τα στρώµατα της µισθωτής µικροαστικής τάξης, της «τάξης της κοινωνικής πλαισίωσης», να ενωθεί µε την τάξη της κοµµουνιστικοποίησης· πρόκειται λοιπόν για ορισµό, αποκλεισµό και ταυτόχρονα οριοθέτηση και άνοιγµα, σβήσιµο των συνόρων και µαρασµό των τάξεων. Εδώ δεν έχουµε ένα παράδοξο αλλά την πραγµατικότητα της κίνησης όπου το προλεταριάτο ορίζει τον εαυτό του στην πράξη σαν κίνηση συγκρότησης της ανθρώπινης κοινότητας – πρόκειται για την κίνηση στην οποία αποσυναρθρώνονται όλες οι πάγιες και ιεραρχηµένες σχέσεις που όριζαν την αναπαραγωγή του τρόπου παραγωγής, την αυτοπροϋπόθεσή του. Πώς θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί η παραγωγή σαν όπλο, αν η παραγωγή είναι πάντα εκείνο που ορίζει όλες τις άλλες µορφές και επίπεδα σχέσεων µεταξύ των ατόµων και αν η ίδια υπάρχει σαν ιδιαίτερος τοµέας της κοινωνικής ζωής;

Όλες οι αντιφάσεις ανασυντίθενται και συνενώνονται σε µια ενότητα ρήξης. Η επαναστατική πρακτική, τα µέτρα κοµµουνιστικοποίησης, ανατρέπουν την ιεραρχία των στοιχείων του τρόπου παραγωγής µέσω της οποίας η αναπαραγωγή του ήταν το νόηµα που ενυπήρχε σε καθένα από αυτά. Πέρα από αυτό το ενυπάρχον νόηµα, πέρα από αυτή την αυτοπροϋπόθεση η οποία εµπεριέχει και χρειάζεται την καθορισµένη ιεραρχία µεταξύ των στοιχείων, υπάρχει το περιστασιακό και το συµβάν.

RS 

*     Μετάφραση ενός τµήµατος του κειµένου του RS «Η συγκυρία: Μια έννοια αναγκαία στη θεωρία της κοµµουνιστικοποίησης»  που θα περιλαµβάνεται στο 2ο τεύχος του περιοδικού SIC.

1    [Σ.τ.blaumachen] Η διατύπωση αυτή συµπυκνώνει τη νεότερη θεωρητική παραγωγή της Théorie Communiste. Η επεξεργασία αυτής της νέας θεωρητικής κατασκευής της βρίσκεται στην πιο πλούσια µορφή της στο κείµενο «Response to the Americans on gender» το οποίο µπορεί να βρεθεί εδώ: http://libcom.org/library/response-americans-gender-theorie-communiste. Κατά τη γνώµη µας η νέα δόµηση της αντίφασης ως ενότητα της αντίφασης τάξεων και φύλων είναι θεωρητικά λάθος. Το λάθος της TC δεν είναι η αναγνώριση της ύπαρξης του φύλου, µιας κοινωνικής σχέσης που ουσιαστικά απουσίαζε από την ανάλυσή της µέχρι το 2008. Το λάθος έγκειται στην «ανακατασκευή» της αντίφασης της εκµετάλλευσης, ως ενιαίας αντίφασης τάξεων-φύλου κάτι που εκθεµελιώνει το πιο σηµαντικό στοιχείο για τη συµπάγεια της θεωρίας της: την ιστορικοποίηση του κοµµουνισµού. Η θεωρία της TC δεν µιλάει πλέον µόνο για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, έχει βρει το κοινό στοιχείο περιεχοµένου µεταξύ των τρόπων παραγωγής (όλες οι κοινωνίες εξαρτώνται από την αύξηση του πληθυσµού ως κύρια παραγωγική δύναµη). Άρα η TC έχει εντοπίσει ως κοινό στοιχείο περιεχοµένου ολόκληρης της ιστορίας την κοινωνική σχέση του φύλου. Η TC πλέον δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει στο ερώτηµα: γιατί αυτό το περιεχόµενο παίρνει αυτή τη µορφή; αλλά ψάχνει πώς το κοινό περιεχόµενο, η ύπαρξη υπερεργασίας ή η αντίφαση του φύλου, κάτι που για την TC πλέον είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγµατος, δοµεί την αντίφαση ως ενιαία αντίφαση τάξεων και φύλων. Η διπλή αυτή αντίφαση εµφανίζεται από την εποχή των λεγόµενων «αταξικών» κοινωνιών. Διερωτώµαι, πού µπορεί να καταλήξει κανείς αν προσπαθεί να συνδέσει θετικά είτε αρνητικά το σηµερινό περιεχόµενο της ταξικής πάλης µε τις «πρωτόγονες» κοινωνίες; Η φιλοσοφία και ένα µέρος της κοµµουνιστικής θεωρίας έχει ήδη δώσει µια απάντηση στην οποία έως τώρα η TC πολεµούσε µε µένος: στην έννοια του Ανθρώπου, η οποία υπερβαίνει κάθε ιστορικότητα.

2    Όλα εξαρτώνται από τους τρόπους απόσπασης υπερεργασίας στον έναν ή στον άλλον τρόπο παραγωγής, βλ. Marx, Manuscrits de 1861-1863, Ed. Sociales, σελ. 138-139.

3    «Ένα πράγµα είναι ξεκάθαρο, ότι ο µεσαίωνας δεν µπορούσε να ζει από τον καθολικισµό και ο αρχαίος κόσµος από την πολιτική. Απεναντίας ο τρόπος που κέρδιζαν τα µέσα για τη ζωή τους εξηγεί γιατί τον κύριο ρόλο τον έπαιζε στην αρχαιότητα η πολιτική και στο µεσαίωνα ο καθολικισµός» [δική µας υπογράµµιση] (Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόµ. 1ος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2002, σελ. 96, σηµ. 33).

4    Ας σκεφτούµε την Κοµµούνα του Παρισιού του 1871 ή την κατάληψη του Κεραµεικού στο Παρίσι την 10η Αυγούστου 1792.

5    Αυτό µπορεί να αφορά την οικογένεια ή το να είναι κανείς άνθρωπος της πόλης ή της υπαίθρου.

6    «Όσο η αντίφαση δεν έχει εµφανιστεί, οι συνθήκες µέσα στις οποίες τα άτοµα έρχονται σε σχέση µεταξύ τους είναι συνθήκες εγγενείς στην ατοµικότητά τους· δεν είναι καθόλου εξωτερικές, και µόνο αυτές επιτρέπουν σε αυτά τα καθορισµένα άτοµα που υπάρχουν µέσα σε καθορισµένες συνθήκες να παράγουν την υλική τους ζωή και όλα τα συνακόλουθά της. Πρόκειται λοιπόν για τις συνθήκες της ενεργής εκδήλωσης του εαυτού τους και παράγονται από αυτή την εκδήλωση του εαυτού τους. Κατά συνέπεια, όσο η αντίφαση δεν έχει ακόµα έρθει στο προσκήνιο, οι καθορισµένες συνθήκες, µέσα στις οποίες τα άτοµα παράγουν, αντιστοιχούν στον πραγµατικό περιορισµό τους, στην οριοθετηµένη τους ύπαρξη, της οποίας ο περιορισµένος χαρακτήρας άποκαλύπτεται µόνο µε την εµφάνιση της αντίφασης και άρα υπάρχει για την επόµενη γενιά. Τότε η κατάσταση αυτή φαίνεται σαν περιστασιακό εµπόδιο· τότε αποδίδεται στην προηγούµενη εποχή η συνείδηση ότι αποτελούσε εµπόδιο.» (Marx, l’Idéologie allemande, Ed. Sociales, σελ. 98).

_________________________________________________

 

Σχετικά µε την εξέταση του ζητήµατος της συγκυρίας [Θήτης]

 

1.  Όταν µιλάµε για την έννοια της συγκυρίας, χρειάζεται να είµαστε απόλυτα σαφείς: ή µιλάµε για την επαναστατική συγκυρία ή µιλάµε για τη συγκυρία γενικά. Η σύγχυση µεταξύ των δύο, όπως και η αµέριµνη µετάβαση από το ένα στο άλλο, µόνο σύγχυση µπορούν να προκαλέσουν.

2.  Η εξέταση της επαναστατικής συγκυρίας εµπλέκει δύο διακριτά στοιχεία:

•    Το πρώτο στοιχείο είναι η κρίση της ολότητας, δηλαδή της αντικειµενοποίησης του κεφαλαίου (ή της αµοιβαίας συνεπαγωγής των τάξεων). Η κρίση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα προϋπόθεση και δυναµική της εµπειρικά διαπιστωνόµενης κρίσης. Έχει όµως και ένα τεράστιο µειονέκτηµα: µόνο εκ των υστέρων µπορούµε να αποφανθούµε µε ακρίβεια αν επρόκειτο πράγµατι για επαναστατική συγκυρία, για κρίση της ταξικής σχέσης. Με άλλα λόγια, η επαναστατική συγκυρία προσφέρεται για θεωρητικοποίηση µόνο όταν βρισκόµαστε σε ένα σηµείο όπου γίνεται απολύτως προφανής µια βαθειά κρίση της σχέσης εκµετάλλευσης. Εάν πιστεύουµε ότι σε µια επαναστατική συγκυρία µπορεί να παραχθεί κάτι περισσότερο και διαφορετικό απ’ ό,τι προϋπήρχε, ότι δηλαδή αποσαθρώνεται η εκτύλιξη µιας αιτιότητας που δεν µπορεί να έχει άλλο θεµέλιο από την οµαλότητα της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, είναι δύσκολο να εξετάσουµε ικανοποιητικά την επαναστατική συγκυρία πριν εξετάσουµε τη συγκυρία γενικά.

•    Το δεύτερο στοιχείο είναι η συνεχής και δυναµική, και όχι µόνο περιστασιακή και λογική, σχέση της ολότητας µε τις επιµέρους συνιστώσες της. Όπως πολύ σωστά λέει η TC (µε τη δική της ορολογία), η ολότητα είναι «δοµή» και όχι «σύστηµα», δεν είναι «σηµαίνουσα ολότητα»: δηλαδή το κάθε στοιχείο της, η κάθε συνιστώσα της, δεν περικλείει την ολότητα σε µια σχέση µονοσήµαντου καθορισµού, δεν είναι ένα φράκταλ φθίνουσας τάξης µεγέθους. Η ιστορία υπάρχει, και δεν ταυτίζεται µε την αφαίρεση (το «νοητικό συγκεκριµένο») που συνάγουµε εµείς για να την κατανοήσουµε.

Συνοψίζοντας, η επαναστατική συγκυρία έχει µια κρίσιµη διαφορά από τη συγκυρία γενικά (την κρίση της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης), αλλά έχει και µια κρίσιµη οµοιότητα: τη σχέση ανάµεσα στην ολότητα/δυναµική και την απτή βιωµένη πραγµατικότητα.

3.  Στην κατανόηση της συγκυρίας είναι κρίσιµο να αποφευχθούν δύο υπεραπλουστεύσεις:

•    Πρώτον, η κατανόηση της απτής πραγµατικότητας σαν να ήταν απλή αντανάκλαση µιας ολότητας που υπάρχει έξω και πάνω από αυτήν.

•    Δεύτερον, η µη κατανόηση της απτής πραγµατικότητας επειδή την απεξαρτούµε από την ολότητα ή χαλαρώνουµε την αναµεταξύ τους σχέση. Τον κίνδυνο δηλαδή, αφού πρώτα έχουµε συγκροτήσει µια ολόκληρη θεωρητική κατασκευή για να κατανοήσουµε την ολότητα, να συγκροτούµε στη συνέχεια µια νέα θεωρητική κατασκευή για να εξαιρέσουµε, εν όλω ή εν µέρει, την επαναστατική συγκυρία από τη δυναµική της ολότητας. Χωρίς τη δυναµική της κίνησής της, η απτή πραγµατικότητα προσφέρεται µόνο για φωτογραφικά ινσταντανέ και δηµοσιογραφικούς σχολιασµούς. Και η δυναµική της συµπυκνώνεται σε αυτό που αποκαλούµε ολότητα.

4.  Αν η κοµµουνιστικοποίηση είναι διαδικασία καταστροφής του καπιταλισµού, δηλαδή της ολότητας που συγκροτείται σε καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι αδύνατον να οριστεί και να συγκροτηθεί ιστορικά έξω από την αντίφαση που δοµεί αυτή την ολότητα.

Αντιστρόφως, αν η κοµµουνιστικοποίηση αναγορεύει σε «κυρίαρχη αντίφαση» την ιδεολογία/«πρόταγµα»/πρόγραµµα/σχέδιο, είναι αδύνατον να υπάρξει χωρίς τη µορφοποίηση αυτού του «προτάγµατος». Πρακτικά αυτό θα σήµαινε: ότι η κοµµουνιστικοποίηση εξαρτάται σε κρίσιµο βαθµό από τη συγκρότηση του «ιστορικού κόµµατος» των «οπαδών» της, είτε πριν είτε έστω κατά τη διάρκεια της επαναστατικής συγκυρίας· και ότι η ολότητα που βρίσκεται σε κρίση αντιµετωπίζεται από τους εχθρούς της απλώς σαν εµπόδιο στην πραγµάτωση του προτάγµατός τους, της ιδεολογίας τους.

5.  Παρέκβαση: Μπορεί να οριστεί ή έστω να περιγραφεί ο κοµµουνισµός κατά θετικό τρόπο; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο κοµµουνισµός δεν είναι «κοινωνία», αν µε τον όρο αυτό υπονοούνται δοµές που υπάρχουν έξω από τα άτοµα και τα εξουσιάζουν. Πέρα από ζητήµατα ορολογίας, η άποψη αυτή είναι εύλογη, αλλά εξίσου εύλογη είναι και η άποψη ότι ο κοµµουνισµός δεν είναι ούτε «δίκτυο» ατόµων ούτε σύναψη ελεύθερων σχέσεων από προϋπάρχοντα άτοµα-Ροβινσώνες. Ο θετικός χαρακτηρισµός του κοµµουνισµού θα µπορούσε να είναι «οικουµενική κοινότητα», κάτι που αναδεικνύει τόσο την ιστορική προέλευσή του από τον καπιταλισµό (οικουµενικότητα) όσο και τη δική του ιστορικότητα: Δεν πρόκειται για τέλος της ιστορίας, ο κοµµουνισµός θα διέπεται από την ένταση που υποδηλώνει ο ίδιος ο θετικός χαρακτηρισµός του. Ήδη η «οικουµενική κοινότητα» εµπεριέχει µια γεύση λογικής αντινοµίας, αφού η οικουµενικότητα θα χρειάζεται συνεχώς να επιβεβαιώνεται ενάντια στην τάση σχηµατισµού κοινοτήτων (στον πληθυντικό!) – ενάντια στην τάση συγκρότησης µιας κοινότητας που περιχαρακώνεται και ορίζει ότι κάτι βρίσκεται έξω από αυτήν και της είναι εχθρικό.

6.  Αν τίθεται σήµερα το ζήτηµα της επαναστατικής συγκυρίας, ο λόγος ασφαλώς δεν είναι άλλος από την κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κρίση σηµαίνει διάβρωση της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου. Στην επαναστατική συγκυρία, το µόνο ζήτηµα που τίθεται είναι η αποκατάσταση της καπιταλιστικής οµαλότητας ή η καταστροφή της, µέσα από µια σύγκρουση που είναι ταξική πάλη.

7.  Μέσα στην επαναστατική συγκυρία οι αντικειµενοποιηµένες κατηγορίες του κεφαλαίου (χρήµα, ανταλλαγή, εµπορευµατικός χαρακτήρας της παραγωγής…) µένουν χωρίς σάρκα. Η αντικειµενικότητα (του κεφαλαίου) θρυµµατίζεται και απορροφάται µετασχηµατισµένη στην «αντικειµενική» δραστηριότητα του προλεταριάτου ή «υποκειµενοποιείται» σαν απλή ύπαρξη καταναγκασµού (αστυνοµία, στρατός, ένοπλες συµµορίες του κεφαλαίου). Το υποκείµενο-χωρίς-αντικείµενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, απορροφώντας και µετασχηµατίζοντας τα στοιχεία που συνθέτουν την αναπαραγωγή της ζωής, «αντικειµενοποιείται» – αποκτά αντικειµενικότητα µε τη µορφή της διάλυσης της καπιταλιστικής αντικειµενοποίησης.

8.  Η κοµµουνιστικοποίηση είναι ταξική πάλη. Αλλά στην ασύµµετρη σχέση αµοιβαίας συνεπαγωγής των τάξεων, το προλεταριάτο τείνει να αντιληφθεί ότι η αποκατάσταση των κατηγοριών του κεφαλαίου σηµαίνει παράδοση στον εχθρό του. Στην άκρη του δρόµου της αποκατάστασης της εµπορευµατικής παραγωγής (της δύναµης του χρήµατος, της παραγωγής για την ανταλλαγή…) παραµονεύουν οι καπιταλιστές και οι λευκοφρουροί τους. Μόνο οι ανάγκες του ταξικού πολέµου µπορούν να οδηγήσουν το προλεταριάτο στα µέτρα κοµµουνιστικοποίησης. Τα µέτρα αυτά στρέφονται κατά του ταξικού εχθρού του, οργανώνουν την επιβίωση χωρίς αυτόν, και γι’ αυτό διαρρηγνύουν την αµοιβαία συνεπαγωγή των τάξεων: αυτοκατάργηση του προλεταριάτου, αυτοµετασχηµατισµός των προλετάριων, συγκρότηση της ανθρώπινης κοινότητας µέσα στον αγώνα και για τον αγώνα εναντίον του κεφαλαίου.

9.  Η ανάδυση του «υποκειµένου» της κοµµουνιστικοποίησης σηµαίνει ταυτολογικά ότι το «υποκείµενο» αυτό, µέσα στην ίδια την πρακτική που το συγκροτεί, είναι υπέρβαση του διαχωρισµού µεταξύ αντικειµενικότητας και υποκειµενικότητας. Η «διάλυση της αντικειµενικότητας» δεν συγκροτεί υποκείµενο, συγκροτεί τη διάλυση του διαχωρισµού µεταξύ αντικειµενικότητας και υποκειµενικότητας µέσα σε µια αξεχώριστη δραστηριότητα.

Θήτης

_________________________________________________

 

Για την κρίση και τη συγκυρία [Θήτης]

 

Η δοµή της σχέσης εκµετάλλευσης δεν είναι απλώς και µόνο δοµή, σαν δεδοµένος σκελετός που πάνω του έρχεται να προστεθεί η σάρκα. Είναι αντικειµενοποιηµένη ανθρώπινη δραστηριότητα που συγκροτεί την καπιταλιστική σχέση και, γενικότερα, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ). Η δοµή υπάρχει και λειτουργεί στον βαθµό που η αντικειµενοποιηµένη ανθρώπινη δραστηριότητα τροφοδοτεί ακατάπαυστα την ασύµµετρη καπιταλιστική σχέση των τάξεων, δηλαδή την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και τη συγκρότηση της καπιταλιστικής οικονοµίας. Η αντικειµενοποίηση αυτή συγκροτεί έναν απόλυτα πραγµατικό και αναγκαίο φετιχισµό, ο οποίος µπορεί να αυτοπροϋποτίθεται πάνω στη βάση της συνεχιζόµενης υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και, συνεπώς, της αµοιβαίας συνεπαγωγής των τάξεων. Αλλά η πάλλουσα καρδιά του ΚΤΠ, η αξία εν κινήσει, πατάει πάνω στην αντίφαση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους: δηλαδή στο γεγονός ότι η ζωντανή εργασία, που διαρκώς επιζητείται σαν µοναδική πηγή υπεραξίας, ταυτόχρονα διαρκώς αποδιώχνεται. Η πραγµατοποιούµενη εργασία είναι ιδιοκτησία του κεφαλαίου, και το κεφάλαιο, σαν γνήσιος ιδιοκτήτης, την κατοχυρώνει αµετάκλητα σαν αποκλειστικά δική του αποκρυσταλλώνοντάς την στα εµπορεύµατα. Τα εµπορεύµατα είναι υπόσχεση κέρδους και υπόσχεση ανανέωσης της σχέσης του εργάτη µε τον καπιταλιστή. Αλλά οι υποσχέσεις δεν τηρούνται πάντα, ή τουλάχιστον όχι σε αρκετό βαθµό. Αυτό σηµαίνει κρίση της διευρυµένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (αφού το πραγµατοποιούµενο κέρδος δεν αρκεί για να εµφυσήσει πνοή ζωής σε όλη την τεράστια µάζα της αποκρυσταλλωµένης εργασίας του παρελθόντος) και κρίση της απλής αναπαραγωγής της εργασιακής δύναµης (αφού το ιδιόµορφο αυτό εµπόρευµα υπάρχει και αναπαράγεται µόνο εφόσον υπαχθεί στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου σαν µεταβλητό κεφάλαιο). Σε µια τέτοια περίπτωση υπάρχει κρίση της αµοιβαίας συνεπαγωγής των τάξεων. Από την πλευρά του κεφαλαίου, αποκτά µεγαλύτερη σπουδαιότητα η κατασταλτική διαχείριση της προσέλευσης των χρειαζούµενων εργαζοµένων στον νέο κύκλο παραγωγής και της µη προσέλευσης των µη χρειαζούµενων. Από την πλευρά του προλεταριάτου, η προβληµατικότητα της εξεύρεσης αγοραστή και η συρρίκνωση του µισθού θέτει άµεσα το πρόβληµα της επιβίωσης µέσα στον ΚΤΠ. Σε κάποιο βαθµό, κυµαινόµενο και ποτέ δεδοµένο, η µακάρια αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου τείνει να διαρραγεί και οι δύο τάξεις να βρεθούν σε θέση µάχης. Η ύπαρξή τους φαίνεται να µην απορρέει πια αυτοµάτως από µια αντικειµενικότητα που πορεύεται αµέριµνη. Οι αντιµαχόµενες τάξεις τείνουν να γίνουν υποκείµενα που τάσσονται, µε ποικίλους τρόπους και διαµέσου ποικίλων τµηµάτων τους, υπέρ ή κατά της αποκατάστασης της αντικειµενικότητας αυτής.

Η κρίση λοιπόν της αµοιβαίας συνεπαγωγής «υποκειµενικοποιεί» τους εµπλεκοµένους και, µέσα από τη σύγκρουσή τους, προκύπτει µια δυναµική που έχει προϋπόθεση την κρίση αυτή αλλά δεν απορρέει αυτοµάτως από την αντικειµενικότητα που έχει πια διαρραγεί. Εδώ νοµίζω ότι υπεισέρχεται το ζήτηµα της συγκυρίας. Η έµπρακτη ιστορική παραγωγή της δυναµικής αυτής εµπλέκει βέβαια και όλες τις άλλες συνιστώσες της κοινωνίας. Η µαγµατικού τύπου συρροή και σύµπλευση ή σύγκρουση επιµέρους αντιφάσεων και κοινωνικών οµάδων δηµιουργεί µια κατάσταση που από πολλές απόψεις φαίνεται χαοτική – άλλωστε καµιά επανάσταση δεν ξεκίνησε ποτέ µε επεξεργασµένες διακηρύξεις προθέσεων και προγράµµατα. Εδώ όµως δεν µας απασχολεί το πώς θα µπορούσαµε να φανταστούµε µια κατάσταση επαναστατικής κρίσης. Από την οπτική γωνία και τη χρονική στιγµή που βλέπουµε τα πράγµατα σήµερα, το κρίσιµο είναι η στάση της θεωρίας απέναντι στη στιγµή που σηµατοδοτεί µια ρήξη συνέχειας και θέτει προς διερεύνηση ένα σύστηµα εξισώσεων µε πάρα πολλούς αγνώστους. Η θεωρία χρειάζεται να αντιληφθεί ότι οι άγνωστοι αυτοί δεν είναι ισότιµοι ούτε απλοί προσθετέοι, και ότι η κατάσταση επαναστατικής κρίσης εµπεριέχει ένα φαστ-µπάκγουορντ όλης της προηγούµενης εξέλιξης. Οι εµπλεκόµενες δυνάµεις δεν προσέρχονται παρθένες στη συγκυρία κρίσης· δεν είναι οντότητες που διαµορφώθηκαν µέσα σε µια εξέλιξη καθοριζόµενη από την αντικειµενικότητα του κεφαλαίου και που, ύστερα από τη διάρρηξη των αιτιακών αλληλουχιών της, εµφανίζονται σαν Ροβινσώνες έτοιµοι να συνάψουν εξαρχής σχέσεις σύµπραξης ή αντίθεσης µε άλλους Ροβινσώνες. Η διαµόρφωσή τους υπήρξε αποτέλεσµα µιας δυναµικής που καθοριζόταν από τις σχέσεις τους και τις καθόριζε, µιας δυναµικής που, µέσα στην εξέλιξη αυτών των σχέσεων, συγκροτούσε και τους διαρκώς µεταβαλλόµενους φορείς της. Η ρήξη της συνέχειας βρίσκει δυνάµεις που το ντι-εν-έι τους κάθε άλλο παρά είναι τάµπουλα ράζα. Η επαναστατική κρίση είναι ρήξη, αλλά ρήξη της συνέχειας του ΚΤΠ· δοµείται κι αυτή από την αντίφαση κεφαλαίου και προλεταριάτου και είναι µέχρι τέλους ταξική πάλη.

Η θεωρία δεν µπορεί να αντιλαµβάνεται τις εµπλεκόµενες δυνάµεις σαν να ήταν πια απαλλαγµένες από τις συσχετίσεις και δεσµεύσεις τους, σαν ένα ετερόκλητο πλήθος αυτοτελών οντοτήτων, από τις πιο σύγχρονες µέχρι ίσως τις πιο αρχέγονες, οι οποίες παίρνουν θέση σε µια νέα αφετηρία. Ειδάλλως, η ανάλυση της συγκυρίας µπορεί κάλλιστα να γίνει µια κερκόπορτα για την απάρνηση αυτού που η θεωρία δεν µπορεί παρά να είναι: δηλαδή κριτική κατανόηση του ΚΤΠ µε σκοπό την ανατροπή του.

Θήτης

_________________________________________________

 

Πώς συγκροτούν οι αντιφάσεις τη συγκυρία; [Woland]

 

«Η θεµελιώδης αντιφατική διαδικασία είναι ενεργή σε όλες αυτές τις αντιφάσεις, αλλά θα ήταν παράλογο και ιδεαλιστικό να ισχυριστούµε ότι αυτές οι αντιφάσεις και η συγχώνευσή τους είναι καθαρή επίφαση της θεµελιώδους αντίφασης. Όλες αυτές οι αντιφάσεις, εάν αναµιγνύονται για να σχηµατίσουν µια ενότητα, µια επαναστατική συγκυρία, δεν διαλύονται σαν καθαρές επιφάσεις µέσα στην εσωτερική ενότητα µιας απλής αντιθετικής διεργασίας. Την ενότητα την οποία συνθέτουν µέσα σε αυτή τη συγχώνευση, την επαναστατική ρήξη, τη συγκροτούν µε αφετηρία αυτό που είναι οι ίδιες, τη δική τους δραστικότητα».

Η παράγραφος αυτή του κειµένου του Roland Simon για την έννοια της συγκυρίας θέτει έµµεσα ένα µείζον ερώτηµα. Τι εννοούµε όταν λέµε ότι η ενότητα που συνθέτουν οι αντιφάσεις, η επαναστατική ρήξη, συγκροτείται από τις αντιφάσεις µε αφετηρία αυτό που είναι οι ίδιες; Τι είναι αυτό που είναι οι ίδιες; Ποια είναι η δική τους δραστικότητα; Το ερώτηµα αυτό σήµερα κρίνεται καίριο για τη θεωρητική επεξεργασία των κοινωνικών συγκρούσεων (κυρίως µε τη µορφή ταραχών) που συµβαίνουν σε πολλά µέρη του κόσµου. Οι ταραχές αυτές δεν εµφανίζονται άµεσα ως ταξική πάλη, καθώς δεν εγγράφονται στο εργατικο κίνηµα και η κοµµουνιστική θεωρία που είναι ακόµη κυρίαρχη, η θεωρία του «προγραµµατισµού», εννοιολογεί την ταξική πάλη, ακόµη, ως εργατικό κίνηµα.

Για να συζητήσουµε πάνω σε αυτό το ερώτηµα πρέπει να ξεκινήσουµε µε λίγα λόγια για την αντίφαση ως έννοια: Η αντίφαση είναι ταύτιση δύο όρων αντιθέτων µεν, αλλά που συνυπάρχουν µέσα στην κοινωνική ολότητα η οποία συγκροτεί και στηρίζει αυτή την ταυτότητα ως κοινωνική (στην καπιταλιστική κοινωνία αυτό συµβαίνει λόγω της συγκροτητικής και µορφοποιητικής ιδιότητας της εκµετάλλευσης ως δεσπόζουσας κοινωνικής σχέσης). Το γεγονός ότι δεν υπάρχει το αρχέγονο-αληθινό στοιχείο που θα αντιστραφεί είναι εκείνο που αποκλείει την εννοιολόγηση της αντίφασης ως ενδοφυούς σε έναν από τους δύο όρους της.Η µη ύπαρξη του αρχικού καθαρού περιεχοµένου που αλλοτριώθηκε σε κανέναν από τους όρους της ορίζει την αντίφαση µόνο ως διαδικασία-ιστορία-δυναµική σε κίνηση, ως ιδιαίτερη κινούµενη µορφή που προσλαµβάνουν τα γενικά χαρακτηριστικά µιας σχέσης σε µια κοινωνία που υπάγεται σε έναν συγκεκριµένο τρόπο παραγωγής. Η λέξη διαδικασία εκφράζει µια ανάπτυξη θεωρούµενη στο σύνολο των πραγµατικών της συνθηκών. Η αντίφαση σε κίνηση (η διαδικασία) εµπεριέχει αφενός το γεγονός της διαρκούς αναπαραγωγής της και αφετέρου οι όροι της δεν ορίζονται από κάποια αναλλοίωτη αλήθεια που περιέχουν ως µονάδες αλλά από τη θέση τους και τη λειτουργία τους µέσα στην αντίφαση, αυτή είναι και η µόνη «ουσία» των όρων αυτών. Η καθοριστική αντίφαση της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η εκµετάλλευση. Η αντίφαση αυτή έχει βασικές ιδιότητες οι οποίες µορφοποιούν συνολικά την καπιταλιστική κοινωνία: ορίζει τις υπάρχουσες τάξεις µέσα σε µια αυστηρή σχέση αµοιβαίας συνεπαγωγής, είναι µη συµµετρική, δηλαδή, είναι υπαγωγή (της εργασίας στο κεφάλαιο). Όντας συσσώρευση, τίθεται ως ιστορία, η οποία περιοδολογείται από κύκλους συσσώρευσης µε βάση την πτώση του ποσοστού κέρδους. Η εκµετάλλευση, επίσης ως αντίφαση, αποαντικειµενοποιεί την πορεία του κεφαλαίου, το προλεταριάτο βρίσκεται σε αντίθεση όχι µε µια αυτόµατη πορεία αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλλά µε µια άλλη τάξη: το κεφάλαιο είναι κατ’ ανάγκην καπιταλιστική τάξη. Η εκµετάλλευση ως ταξική πάλη, εµπεριέχει στις αυστηρά καπιταλιστικές συνθήκες της, την κατάργηση του κανόνα της, δηλαδή, την ικανότητα του προλεταριάτου να παραγάγει τον κοµµουνισµό. «[…] η αντίφαση, όπως µας παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο, διακρίνεται από την εκπληκτική ιδιαιτερότητα να είναι άνιση, να αντιπαραθέτει αντίθετα µεγέθη, που δεν προκύπτουν από την αντίστροφη σηµατοδότησή τους, αλλά γιατί βρίσκονται σε σχέση ανισότητας, η οποία αναπαράγει αδιάκοπα τους όρους ύπαρξής της από µόνο το γεγονός αυτής της αντίφασης. Αναφέροµαι, λόγου χάρη, στην αντίφαση που διατηρεί ενεργό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής καταδικάζοντάς τον συγχρόνως µακροχρόνια, στην αντίφαση της σχέσης παραγωγής στο καπιταλιστικό σύστηµα, στην αντίφαση που διαιρεί την κοινωνία σε τάξεις, όπου συγκρούονται δύο κυρίως κοινωνικές τάξεις που είναι εξόφθαλµα άνισες: η κεφαλαιοκρατική τάξη και η εργατική τάξη. Η εργατική τάξη δεν είναι το αρνητικό της κεφαλαιοκρατικής τάξης, η κεφαλαιοκρατική τάξη µε σηµείο –, απογυµνωµένη από τα κεφάλαιά της και από τις εξουσίες της, και η κεφαλαιοκρατική τάξη δεν είναι η εργατική τάξη µε το σηµείο + µπροστά της, µε το σηµείο δηλαδή του πλούτου και της δύναµης. Δεν έχουν την ίδια ιστορία, δεν ζουν στο ίδιο περιβάλλον, δεν διεξάγουν ίδιους ταξικούς αγώνες, δεν διαθέτουν τα ίδια µέσα, και παρόλα αυτά συγκρούονται, και τούτο αποτελεί φανερή αντίφαση, εφόσον η σχέση της σύγκρουσής τους αναπαράγει τους όρους της ίδιας της σύγκρουσης, αντί να τους υπερβεί µέσα στην ωραία συµφιλίωση του χεγκελιανού φιλοσοφικού συστήµατος».1

Η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναµη της ιστορίας. Η εξήγηση κάθε γεγονότος-συµβάντος απαιτεί την τοποθέτησή του εντός του δοµηµένου κοινωνικού όλου, και επίσης απαιτεί την αντιµετώπισή του ως καθορισµένου από τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής του κοινωνικού όλου. Από αυτή τη θέση έπεται ότι κάθε κοινωνικό φαινόµενο αντιµετωπίζεται ως προϊόν της ταξικής πάλης, της ιστορίας. Κάθε γεγονός-συµβάν αποτελεί συγχρόνως έναν από τους όρους ύπαρξης του συνόλου των αντιφάσεων που δοµούν (µε ασύµµετρο τρόπο, καθώς µορφοποιητική είναι η σχέση της εκµετάλλευσης) το κοινωνικό όλο. 

Ο φετιχισµός, ως αλήθεια της καπιταλιστικής κοινωνίας 

Εκείνο που καθιστά κάθε κοινωνική σχέση καπιταλιστική είναι η συσχέτισή της µε την εκµετάλλευση. Η συσχέτιση γίνεται µέσω µιας ιστορικής διαδικασίας που ξεκινά από την ιστορική παραγωγή του καπιταλισµού και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Η εκµετάλλευση είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση µε την έννοια ότι µορφοποιεί όλες τις κοινωνικές σχέσεις και µε αυτόν τον τρόπο συγκροτείται το σύνολο των σχέσεων της ειδικά καπιταλιστικής κοινωνίας. Η µορφοποίηση αυτή δεν είναι µια επιφανειακή διαδικασία. Δεν υπάρχει ένας πυρήνας των  προκαπιταλιστικών σχέσεων που να παραµένει ο ίδιος. Δεν προστίθεται απλώς σαν επίστρωση ενός διιστορικού πυρήνα των σχέσεων η καπιταλιστική µορφή τους. Καµία κοινωνική σχέση όπως υπάρχει σήµερα δεν µπορεί να κατανοηθεί –γιατί δεν µπορεί καθόλου να υπάρξει– χωρίς το κεφάλαιο σαν προϋπόθεση. Οι σχέσεις εµφανίζονται ιστορικά σαν µετασχηµατισµένες από το κεφάλαιο σχέσεις, αρχικά προσαρµοσµένες στο κεφάλαιο κοινωνικές µορφές, οι οποίες στη συνέχεια αναδιαρθρώνονται συνεχώς, αναπαράγεται τροποποιηµένος ο καπιταλιστικός τους χαρακτήρας, δηλαδή, επανορίζεται η σχέση τους µε την εκµετάλλευση. Η ιστορία των σχέσεων αυτών αποτελεί µέρος της ιστορίας της κοινωνίας του ΚΤΠ και η περιοδολόγηση της ιστορίας τους καθορίζεται αναγκαστικά από την περιοδολόγηση του ΚΤΠ (τυπική-πραγµατική υπαγωγή).

Η συσχέτιση όλων των κοινωνικών σχέσεων µε την εκµετάλλευση όµως δεν γίνεται «ανοικτά στον διάφανο κόσµο» αλλά αποκτά τις ειδικές, αναγκαίες µορφές της, οι οποίες καθορίζονται από τη δεσπόζουσα σχέση (αλλά και την υποκαθορίζουν), η καπιταλιστική κοινωνία σαν συνθετότητα κοινωνικών σχέσεων είναι φετιχιστική. Ο τρόπος µε τον οποίο εµφανίζεται, ο τρόπος µε τον οποίο υπάρχει η κάθε αντιφατική κοινωνική σχέση της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην κίνησή της, ο τρόπος µε τον οποίο εµφανίζεται η ίδια η ταξική πάλη είναι ο φετιχισµός. Ο φετιχισµός είναι η υποστασιοποίηση κάθε σχέσης µεταξύ κοινωνικών ρόλων σε ένα εξωτερικό προς αυτούς τους ρόλους στοιχείο. Το στοιχείο αυτό µπορεί να είναι πράγµα, οπότε ο φετιχισµός είναι φυσικοποίηση ή να είναι θεσµός, οπότε ο φετιχισµός είναι πολιτικός.2 Και στις δύο περιπτώσεις ο φετιχισµός αντιστοιχεί σε µία αναγκαία οργάνωση του ορθού και έγκυρου τρόπου δράσης µέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Οι φετιχισµοί της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι οι αναγκαίοι τρόποι ύπαρξης των κοινωνικών σχέσεων ώστε να µπορεί να αναπαράγεται η κοινωνία ως καπιταλιστική κοινωνία. Πρόκειται για τις απολύτως αναγκαίες διαµεσολαβήσεις, για τους απολύτως αναγκαίους τρόπους µε τους οποίους οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι άµεσες σχέσεις µεταξύ ατόµων, δηλαδή, είναι κοινωνικές σχέσεις και µάλιστα ειδικά κοινωνικές σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, καπιταλιστικές σχέσεις.

Εκείνο που αντιστρέφεται στις µορφές της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι οι εσωτερικοί δοµικοί τους προσδιορισµοί, κάτι που αποτελεί θεµελιώδες χαρακτηριστικό της διαδικασίας. Ένα παράδειγµα: «Αν και η κίνηση του χρήµατος αποτελεί µόνο έκφραση της κυκλοφορίας των εµπορευµάτων, φαίνεται αντιθέτως η κυκλοφορία των εµπορευµάτων ως αποκλειστικό αποτέλεσµα της κίνησης του χρήµατος». Ο Μαρξ διακρίνει εδώ δύο κινήσεις: µια πραγµατική κίνηση, που είναι η κίνηση της αξίας, κίνηση που συγκαλύπτεται στην επανάληψη της διαδικασίας κυκλοφορίας, και µια φαινόµενη κίνηση, που επιβεβαιώνεται από την καθηµερινή εµπειρία, και που παριστά το αντίστροφο της πραγµατικής κίνησης».3 Ένα άλλο παράδειγµα είναι οι τρόποι µε τους οποίους µπορεί να υπάρξει η αξία. Ακριβώς επειδή η αξία δεν µπορεί να υπάρξει στον πραγµατικό κόσµο ως αξία υπάρχει ως εµπόρευµα (αλλά και τιµή, κέρδος, τόκος κτλ.). «Η σχέση του συνόλου του προλεταριάτου µε το κεφάλαιο δοµείται από την αντιφατική κατάσταση της παραγωγικής εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής», αλλά, «είναι στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να µην εµφανίζεται ξεκάθαρα η αντίφαση αυτή, αφού η υπεραξία µετατρέπεται εξ ορισµού σε κέρδος και το κεφάλαιο είναι αξία εν κινήσει».4

Η µετατροπή της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο ή το κεφάλαιο ως διαδικασία αυτοπροϋπόθεσης, εµπεριέχει την ανάγκη ύπαρξης όλων των διαχωρισµένων κοινωνικών ρόλων και την αέναη ενσωµάτωσή τους σε αυτή τη διαδικασία. Πώς εµφανίζονται όµως αυτοί οι ρόλοι στην κοινωνία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα θα βοηθήσει τη συζήτηση σχετικά µε τη δραστικότητα της σχέσης που τους δοµεί ως κοινωνικούς ρόλους στη συγκυρία. Η κοινωνική σχέση του φύλου, δηλαδή, η αντίφαση του παραγωγικού µε τον αναπαραγωγικό κοινωνικό ρόλο, η αντίφαση ανδρών-γυναικών, δεν µπορεί να υπάρξει ως τέτοια, υπάρχει ως βιολογικό φύλο, ως φυσικοποίηση µιας κοινωνικής σχέσης. Κατά παρόµοιο τρόπο η αντίφαση της φυλής, δηλαδή η αντίφαση της κατανοµής της εργασιακής δύναµης σε κατηγορίες µέσα σε συγκεκριµένους κοινωνικούς σχηµατισµούς αλλά και σε παγκόσµιο επίπεδο, υπάρχει ως χρώµα του δέρµατος, δηλαδή επίσης ως φυσικοποίηση µιας κοινωνικής σχέσης.5 Η αξία και λόγω αυτής οι ειδικά καπιταλιστικές σχέσεις φύλο, φυλή, τοπικότητα, ηλικιακή διαφορά κτλ., υπάρχουν στη φυσική, αντικειµενική µορφή τους ως αλήθεια, ως αναγκαία και αυτονόητη πραγµατικότητα των σχέσεων στην καπιταλιστική κοινωνία. Οι σχέσεις αυτές δοµούν τους κοινωνικούς ρόλους στους οποίους καθηλώνεται κάθε τµήµα του προλεταριάτου, προκειµένου να συγκροτείται το προλεταριάτο ως τέτοιο. Αλλά ο ρόλος που έχουν στη δόµηση της καπιταλιστικής κοινωνίας ως δοµηµένου όλου, υπάρχει στην απουσία τους, δηλαδή η µορφή εµφάνισής τους είναι ταυτόχρονα και η µορφή συγκάλυψης σχέσεων που αναπαράγουν ειδικά την καπιταλιστική κοινωνία. Η γυναίκα δεν είναι ο «αναπαραγωγικός κοινωνικός ρόλος» φανερά, εµφανίζεται ως το άτοµο που έχει µια ανατοµική διαφορά από το άτοµο που είναι ο άνδρας, άρα είναι γυναίκα. Αυτή όµως η φετιχιστική πραγµατικότητα, η µόνη υπαρκτή πραγµατικότητα, αυτή η ανατοµική διαφορά και όχι κάποια άλλη (π.χ. το ύψος), αυτή είναι η «αλήθεια» που οργανώνει την ύπαρξη δύο διαχωρισµένων ρόλων: του παραγωγικού και του αναπαραγωγικού, και ταυτόχρονα του κοινωνικού και µη-κοινωνικού, της δηµόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, του πολιτικού και του προσωπικού κτλ. Όλες αυτές οι κατηγοριοποιήσεις που είναι τόσο απελπιστικά απαραίτητες για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας τακτοποιούνται πολύ καλά µε τη φυσικοποίηση της σχέσης άντρας-γυναίκα και υλοποιούνται µε την ανδρική βία και κυριαρχία, και τον αγώνα των γυναικών ενάντια σε αυτήν που εµπεριέχει εξ ορισµού αυτή η σχέση.

Σε αυτό το σηµείο είναι κοµβικό να έχουµε πάντα στο µυαλό µας: α) πόσο σηµαντικό είναι το γεγονός ότι η συγκροτούσα αντίφαση, η εκµετάλλευση, είναι µη-συµµετρική, και β) ότι αυτή η ιδιότητά της µέσα στην εξέλιξη της πραγµατικής υπαγωγής της κοινωνίας στο κεφάλαιο εγγράφεται στη δυναµική όλων των κοινωνικών σχέσεων καθώς αυτές εξελίσσονται. Το κυριότερο γεγονός της τωρινής στιγµής, της συγκυρίας είναι η µη-υπαγωγή της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνηµα. Η εξέλιξη αυτή παράγει τις αντιφάσεις που δοµούν τους κοινωνικούς ρόλους ως αντιφάσεις που δεν µπορούν να βρουν ορίζοντα επίλυσης πλέον, στην εξισωτική εργατική κοινωνία που ήταν ο ορίζοντας του εργατικού κινήµατος και της επανάστασής του. Στη µετεπαναστατική κοινωνία που θα παραγόταν από την επανάσταση του εργατικού κινήµατος, στη µεταβατική κοινωνία προς τον κοµµουνισµό, οι «δευτερεύουσες» αντιφάσεις θα έβρισκαν την επίλυσή τους στην εξίσωση των ατόµων στη δηµόσια σφαίρα. Σε τελική ανάλυση όλοι οι κοινωνικοί ρόλοι θα συγχωνεύονταν στον ρόλο του εργάτη, θα επρόκειτο για µια κοινωνία εργασίας.

Η αναδιάρθρωση, το πέρασµα στη δεύτερη φάση της πραγµατικής υπαγωγής, ή το πέρασµα στην πραγµατική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο, µαζί µε το τέλος του εργατικού κινήµατος6 και τον µετασχηµατισµό του καπιταλισµού σε χρηµατοπιστωτικό καπιταλισµό7 αποτέλεσαν την περίοδο που παρήγαγε την κρίση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού, τη σηµερινή συγκυρία. Η κρίση αυτή και η (δεύτερη φάση της) αναδιάρθρωσή(ς) της καθιστούν πλέον τη µη-συµµετρικότητα το στοιχείο που καθώς εγγράφεται σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις ακυρώνει την εξισωτική προοπτική και θέτει τη διάρρηξη όλων των κοινωνικών σχέσεων ως ορίζοντα της ταξικής πάλης. Ο συνδυασµός της εντεινόµενης συσχέτισης των αντιφάσεων µε την εκµετάλλευση µέσω της ειδικής λειτουργίας του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, και της µη-υπαγωγής των κοινωνικών συγκρούσεων που παράγουν στο εργατικό κίνηµα είναι ο «γενετικός κώδικας» της παραγωγής των αποκλίσεων. Πρόκειται για το στοιχείο που µας δείχνει µέσα στη σηµερινή κατάσταση τι µας οδηγεί στο συγκεκριµένο περιεχόµενο της επανάστασης-κοµµουνιστικοποίησης, όχι µόνο ως κατάσταση αλλά και ως δραστηριότητα, στην παρούσα µεταβατική φάση που πολλές κοινωνικές συγκρούσεις λαµβάνουν κυρίαρχη θέση στη συγκυρία αλλά δεν εγγράφονται στο εργατικό κίνηµα. Γι’ αυτόν τον λόγο, µόνο τώρα, στην κρίση του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού µπορούµε να παραφράσουµε ελαφρώς τον Αλτουσέρ: «η µοναχική ώρα του έσχατου καθοριστικού στοιχείου δεν αποτελεί τον ορίζοντα της επανάστασης». Είναι αποτέλεσµα ιστορικής παραγωγής όλες οι σχέσεις και άρα όλα τα στοιχεία της καπιταλιστικής κοινωνίας στα οποία οι σχέσεις αντικειµενοποιούνται να γίνεται καθοριστικό να καταργηθούν, καθώς η επανάσταση παράγεται ως κατάργηση όλων των καπιταλιστικών κοινωνικών ρόλων.8 

Τι δεν είναι ο φετιχισµός; Δεν είναι αλλοτρίωση της ανθρώπινης ουσίας ή ψευδής συνείδηση 

Ο φετιχισµός, δεν είναι µια αντιστροφή περιεχοµένου, δεν είναι ο τρόπος µε τον οποίο κάτι «αληθινό» µετατρέπεται σε «ψεύτικο» και για τον ίδιο λόγο δεν αφορά κάτι «ανθρώπινο που χάθηκε». Δεν είναι ο τρόπος µε τον οποίον η «µορφή» κρύβει το «περιεχόµενο». «Η υποκατάσταση της σχέσης ανθρώπινο/αισθητό από τη σχέση αισθητό/υπεραισθητό/κοινωνικό είναι θεµελιώδης για την κατανόηση αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί φετιχισµό του εµπορεύµατος»9 (και κατ’ επέκταση για τον φετιχισµό του κεφαλαίου, τον φετιχισµό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων γενικότερα).

Ο φετιχισµός10 δεν είναι ο ίδιος ένας κοινωνικός τρόπος παραγωγής (ο οποίος έχει την ιδιαίτερη δυναµική του που του επιτρέπει να µετασχηµατίζει τις απαρχαιωµένες κοινωνικές σχέσεις σύµφωνα µε τους δικούς του νόµους). Ο φετιχισµός δεν παράγει τίποτε, καµιά κοινωνική σχέση, είναι όµως την ίδια στιγµή απόλυτα πραγµατικός, µε την έννοια ότι πρόκειται για υποστήλωµα της αξίας σε κυκλοφορία, είναι το υλικό στήριγµα που επιτρέπει στα άτοµα να συνάπτουν σχέσεις µεταξύ τους. Αλλά και πάλι, δεν είναι ο φετιχισµός που καθορίζει αυτόν τον φετιχιστικό τρόπο σύναψης σχέσεων µεταξύ των ατόµων, αλλά ο διαχωρισµός των µέσων παραγωγής από τους προλετάριους, οι οποίοι δεν διαθέτουν παρά την αναπαραγωγή της εργασιακής τους δύναµης. Αν ο φετιχισµός υφίσταται ως διαµεσολάβηση, είναι µόνο γιατί η εργατική τάξη δεν µπορεί να ζήσει και να υπάρξει κοινωνικά παρά µόνο σε σχέση µε το κεφάλαιο, δηλαδή, εγκαταλείποντας ένα µέρος της καθηµερινής δραστηριότητάς της (µε τη µορφή της εργασίας) έναντι του µισθού. Εδώ βρίσκεται η ρίζα όλων των ειδικών φετιχισµών της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Αν κανείς αντιλαµβάνεται τον φετιχισµό ως ψευδή συνείδηση ή αλλοτρίωση του ανθρώπου από την υπεριστορική ανθρώπινη ουσία του, στην πραγµατικότητα εγκαταλείπει τη µορφή της εκµετάλλευσης, ως ειδική, ιστορικά καθορισµένη µορφή, καθώς εξαφανίζεται το κεφάλαιο ως ειδική, ιστορικά καθορισµένη µορφή του κυρίαρχου πόλου της ταξικής σχέσης, δηλαδή, η αµοιβαία προϋπόθεση των τάξεων που ορίζει την εκµετάλλευση δεν υπάρχει. Αυτό συµβαίνει καθώς σβήνεται η ιστορία, ή υποβιβάζεται σε «αντικειµενικές συνθήκες». Τότε το κεφάλαιο δεν διαφέρει από τους φεουδάρχες, ούτε από καµία άλλη µορφή της κυρίαρχης τάξης, συνεπώς πρόκειται απλώς για τα Αφεντικά, την Εξουσία. Η «πραγµάτωση» του κοµµουνισµού πηγάζει πλέον όχι από την πάλη των τάξεων αλλά από την πορεία µιας αντιφατικής φύσης του προλεταριάτου η οποία εµπεριέχει ένα στοιχείο καθαυτό αναλλοίωτο: το πραγµατικά ανθρώπινο (το πολύτιµο περιεχόµενο αυτής της φύσης, το οποίο συµπληρώνεται από το αντι-ανθρώπινο, το αλλοτριωµένο περίβληµα). Τοποθετώντας την αλλοτρίωση, την αρχέγονη απώλεια της ανθρωπινότητας, ως «θεµέλιο των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων», η επανάσταση παρουσιάζεται ως µια διαδικασία απο-αλλοτρίωσης όπου το προλεταριάτο επιτέλους αναλαµβάνει τις παραγωγικές δραστηριότητες… Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο επιτέλους αυτοοργανώνεται ως κοινωνία, απελευθερώνεται, αποαλλοτριώνεται και µετατρέπει την ανθρωπότητα καθ’ εικόνα και οµοίωσή του: την κάνει επιτέλους ανθρώπινη. Για να απο-αλλοτριωθεί, το προλεταριάτο καλείται να βγει από το «όνειρο που βλέπει ξυπνητό» προκειµένου να «αποκτήσει συνείδηση» της συλλογικής ψευδαίσθησης που έχουν συγκροτήσει οι φετιχισµοί. Όλα τα παραπάνω συνιστούν κάποιου είδους επαναστατική δραστηριότητα του προλεταριάτου η οποία δεν παράγεται από τον αγώνα του ενάντια στο κεφάλαιο, αλλά από τον αγώνα που δίνει πρώτα και κύρια ενάντια στον ίδιο του τον αλλοτριωµένο εαυτό. Η παραγωγή της επανάστασης συνοψίζεται λοιπόν σε µια εσωτερική διένεξη µεταξύ του προλεταριάτου και των φετιχιστικών µορφών της δραστηριότητάς του: µια διαδικασία ανεξάρτητη και άσχετη από το κεφάλαιο και την καπιταλιστική τάξη.

Τελικά, λόγω αυτής της ταυτότητας µεταξύ επανάστασης και απο-αλλοτρίωσης γίνεται κεντρική η «συνείδηση» και οι άνθρωποι είναι «αιχµάλωτοι» της ίδιας τους της ψευδαίσθησης. Έτσι όλα γίνονται θέµα απόφασης, να συνεχίζουν οι προλετάριοι να ζουν την καθηµερινότητά τους, να σηκώνονται και να πηγαίνουν στη δουλειά τους, να κακοµεταχειρίζονται οι άντρες τις γυναίκες, να υποτιµούν οι «λευκοί» τους πιο «σκούρους», να πιστεύουν στην εθνική τους κοινότητα και να εχθρεύονται τους αλλοεθνείς ή αντί όλων αυτών, να δουν επιτέλους το συµφέρον τους και να ξεκινήσουν την επανάσταση. Η ιστορία για την αντίληψη αυτή δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί από την εκτυφλωτική λάµψη του ιερού Ανθρώπου.

Woland 

1      Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις, σ. 143.

2     Οι µηχανισµοί της φυσικοποίησης ιστορικά εντάσσονται στο πλαίσιο του φετιχισµού της πολιτικής και γίνονται µηχανισµοί που υπάγονται και στηρίζουν την εξουσία του Κράτους.

3     Ζακ Ρανσιέρ, «H έννοια της κριτικής και η κριτική της πολιτικής οικονοµίας από τα Χειρόγραφα του 1844 στο Κεφάλαιο», στο Να διαβάσουµε το Κεφάλαιο.

4     Roland Simon, «Η τωρινή στιγµή», blaumachen, τ. 5.

5      Σε αυτό το σηµείο το στοιχείο που συνειδητά δεν εξετάζεται στο κείµενο αυτό είναι το Κράτος, το οποίο απαιτεί για να εξεταστεί την προβληµατική του φετιχισµού της πολιτικής, δηλαδή ένα σύνολο ιδεολογικών µηχανισµών το οποίο ενσωµατώνει και αναπαράγει τους µηχανισµούς που εξετάζουµε εδώ, δηλαδή τους µηχανισµούς της φυσικοποίησης, και επιπλέον αναπαράγει τον εαυτό του ως πολιτική.

6      Δες σχετικά στο editorial του παρόντος τεύχους.

7      Δες σχετικά το κείµενο «Ο χρηµατοπιστωτικός καπιταλισµός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης». Αυτό το κείµενο µαζί µε το παρόν και το editorial αποτελούν διαφορετικούς φωτισµούς του ίδιου αντικειµένου.

8    Στο ζήτηµα αυτό θα επανέλθουµε στο επόµενο τεύχος.

9      Ζακ Ρανσιέρ, όπ.π.

10   Οι περισσότερες ιδέες που εκτίθενται σε αυτό το κοµµάτι βασίζονται και αποτελούν τροποποιήσεις ιδεών που συναντήσαµε στο κείµενο «Le fétichisme comme illusion» του Amer Simpson, http://dndf.org/?p=10825

_________________________________________________

 

Αποσπασµατικές σηµειώσεις για συζήτηση µε αφορµή το κείµενο του RS για τη συγκυρία [Anna O’Lory]

 

Tι σηµαίνει όταν λέµε ότι µια σχέση είναι «αντίφαση»; Λογικά, η αντίφαση είναι η σύζευξη µιας δήλωσης και της άρνησής της: όταν δηλαδή χ και µη-χ είναι και τα δύο αληθή. Για τον Μάρξ, η αντίφαση της σχέσης εκµετάλλευσης δεν είναι µόνο λογική αλλά και πραγµατική, υπάρχουσα µόνο στην κίνηση της ολότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το κεφάλαιο είναι αντίφαση εν κινήσει, ως κοινωνική σχέση και ως αξία εν κινήσει, µέσω όλων του των στιγµών (παραγωγή, κυκλοφορία, διανοµή). Πρόκειται για την ενότητα των αντιθέτων που µόνο στην κίνησή της µπορεί να υπάρξει και να αναγνωριστεί ως τέτοια. Η κίνηση αυτή είναι η πραγµατική ιστορική παραγωγή, η οποία υπάρχει µόνο µέσω των φετιχιστικών µορφών της.

Όµως τι σηµαίνει να υπάρχει µόνο µέσω των φετιχιστικών µορφών της; Σηµαίνει αυτό ότι οι µορφές είναι οι µόνες που πραγµατικά υπάρχουν και η «ουσία» είναι η θεωρία ή η γνώση αυτής της κίνησης; Σηµαίνει ότι η «ουσία» είναι πραγµατική και οι µορφές είναι ο πλασµατικός τρόπος µε τον οποίο εµφανίζεται; Η απάντηση σε αυτό το ερώτηµα είναι σηµαντική γιατί επηρεάζει το πώς αντιλαµβανόµαστε τις διάφορες συγκυρίες (επαναστατικές η µη), αλλά και το πώς αντιλαµβανόµαστε τον κοµµουνισµό και την επανάσταση που µπορεί να τον παράγει (π.χ. εάν θεωρούµε την αξία ως ουσία που µπορεί να υπάρξει ως κάτι άλλο αντί για τη σηµερινή µορφή της, αυτό µπορεί και να µας οδηγήσει στη θεώρηση του κοµµουνισµού ως εναλλακτικής κοινωνίας/οικονοµίας προς εγκαθίδρυση και όχι στη θεωρία της κοµµουνιστικοποίησης ως την κίνηση κατάργησης της οικονοµίας). Για αυτόν τον λόγο, το κείµενο του RS δίνει µεγάλο βάρος στο θέµα αυτό, και ορθά προσπαθεί να αναδείξει την πραγµατικότητα (αλλά όχι υποστασιοποιηµένη), ενότητα (αλλά όχι απόλυτη αντιστοιχία) και δραστικότητα και της «ουσίας» και των «µορφών» µέσω των διατυπώσεών του. Λέει λοιπόν: «Το ουσιώδες είναι οι σχέσεις (συµπεριλαµβανοµένης της αντικειµενικής και δραστικής ψευδαίσθησης). Οι ενεργές σχέσεις που αυτές οι εξειδικευµένες µορφές εγκαθιδρύουν µεταξύ τους είναι ακριβώς εκείνες που ορίζουν τι κοινό έχουν αυτές οι µορφές: την ουσία». «Οι εκδηλώσεις αυτές (όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής ύπαρξης, δηλαδή για κάθε άτοµο «οι συνθήκες που ενυπάρχουν στην ατοµικότητά του») γίνονται έτσι αντικείµενο αντιφάσεων και αγώνων µέσα στη συγκεκριµένη ιδιαιτερότητά τους, όχι σαν αποτέλεσµα και εκδήλωση µιας θεµελιώδους αντίφασης· και δεν καταργούνται απλώς και µόνο «κατά συνέπεια»». Οι διατυπώσεις αυτές δίνουν µια απάντηση στο ερώτηµα, έναν ορισµό σύµφωνα µε τον οποίο η ουσία υπάρχει µόνο στη σχέση µεταξύ των µορφών. Είναι αυτή η σχέση που παράγει την πιθανή κατάργηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: η ίδια η αντίφαση δεν ενέχει εξ ορισµού την κατάργησή της.

Μπορούµε να συµφωνήσουµε µε αυτήν τη διατύπωση. Όταν όµως η θεωρία εξειδικεύεται περισσότερο ή όταν προσπαθούµε να αναλύσουµε συγκεκριµένες συγκυρίες, τότε τα συµπεράσµατα δεν φαίνονται να είναι προφανείς συνέπειες αυτής της διατύπωσης.

Το πρώτο ζήτηµα που εµφανίζεται είναι το σχήµα που θέλει την «αντίφαση των τάξεων» και την «αντίφαση των φύλων» ενωµένες δυναµικά ως «θεµελιώδης αντίφαση του κεφαλαίου εν κινήσει». Οι υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις και διαχωρισµοί (της φυλής, των θρησκειών κ.ά.) τοποθετούνται έµµεσα στο επίπεδο των «µορφών εκδήλωσης της θεµελιώδους αντίφασης». Εδώ γεννάται το ερώτηµα του ποιες κοινωνικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εννοιολογούνται ως «µορφές», ποιες ως «ουσία» και γιατί. Αν οι σχέσεις ανάµεσα σε άνδρες και γυναίκες βρίσκονται στο επίπεδο της ουσίας, γιατί οι σχέσεις ανάµεσα σε µαύρους και λευκούς να βρίσκονται στο επίπεδο των µορφών;1 Τι το ουσιώδες υπάρχει στη σχέση φύλο που δεν βρίσκουµε στη φυλή; Και οι δυο κοινωνικές σχέσεις προϋπάρχουν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ενώ έπειτα υπάγονται υπό το κεφάλαιο, αναπαράγονται και αναµορφοποιούνται µέσω φυσικοποιήσεων και επαναφυσικοποιήσεων.2 Ίσως ο τρόπος µε τον οποίο υπάγονται και µορφοποιούνται θα έπρεπε να είναι αυτό που µας ενδιαφέρει, και όχι η ιεράρχησή τους, που εύκολα µπορεί να παραπέµψει σε τετριµµένες, αδιέξοδες συζητήσεις περί της πολιτικής και στρατηγικής τους ιεράρχησης.

Οι σχέσεις αυτές, αν πρόκειται να αναλυθούν επαρκώς, δεν µπορούν να τοποθετηθούν η µία δίπλα στην άλλη έτσι αφηρηµένα, ως µια σειρά σχέσεων (αντιφατικών ή µη) σαν να πρόκειται απλώς για σχέσεις δύναµης ανάµεσα σε δύο υποκείµενα (άνδρες και γυναίκες, µάυροι και λευκοί) που υπάρχουν και παλεύουν µεταξύ τους διαχρονικά, µε «τη δική τους πορεία και τη δική τους χρονικότητα».3 Αντιστρόφως, δεν µπορούµε να τις κατανοήσουµε ούτε ως επιφάσεις µιας «ουσιώδους» ταξικής αντίφασης. Πρέπει να δούµε πώς αυτές οι σχέσεις συνδέονται και αναπαράγονται µέσα στην ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και ποια είναι η ιστορική πορεία τους ως υπαγόµενες υπό το κεφάλαιο και υπό τη σχέση εκµετάλλευσης. Για να το κάνουµε αυτό, πρέπει να σκεφτούµε το περιεχόµενο αυτών των σχέσεων, δηλαδή ποια θέση έχουν στην καπιταλιστική κοινωνία: Πρόκειται για κοινωνικούς ρόλους που εκτελούν (ή αδυνατούν να εκτελέσουν) συγκεκριµένες κοινωνικές λειτουργίες. Η «γυναίκα» εκτελεί (συγκεκριµένη και όχι αφηρηµένη) αναπαραγωγική εργασία στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας. Ο «µαύρος» ή ο «ξένος», είναι φορέας φτηνής εργατικής δύναµης. Ο «γέρος» είναι «οικονοµικό βάρος στην κοινωνία» µια που δεν µπορεί να εργαστεί, το ίδιο κι ο «ανάπηρος». Οι θρησκείες, πάλι, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ιεραρχούν ηθικά και αστυνοµεύουν αυτές τις σχέσεις, συχνά ταυτιζόµενες µε το εθνικό και το φυλετικό ανήκειν. Οι κοινωνικές αυτές σχέσεις έχουν αυτά το περιεχόµενα, έτσι συναρθρώνονται και διαπερνώνται µεταξύ τους, έτσι υπάγονται υπό το κεφάλαιο και διαµορφώνονται/αναπαράγονται από αυτό ως δικές του προϋποθέσεις, όχι όµως µονοδιάστατα. Στον καπιταλισµό παράγονται διάφοροι τύποι «γυναικών», «ξένων» ή «µαύρων», διάφορες εκδοχές θρησκειών,4 που συγκεκριµενοποιούνται σε κάθε τόπο, ιστορική περίοδο και συγκυρία. Αυτό είναι σηµαντικό, γιατί οι τρόποι φυσικοποίησής τους είναι ο φετιχιστικός τρόπος µε τον οποίο βιώνονται, και ο τρόπος µε τον οποίο βιώνονται καθορίζει τις συγκρούσεις και τα επίδικα που παράγονται σε κάθε συγκυρία.

Ένα δεύτερο θέµα είναι το σχήµα της ιεραρχίας των «στοιχείων» (πολιτική, οικονοµία, πολιτισµός, ιδεολογία, εθνικότητες, φύλα) στη δοµή του όλου. Σύµφωνα µε το σχήµα του RS, αυτά είναι τα στοιχεία ενός κοινωνικού σχηµατισµού και βρίσκονται σε µια ιεραρχηµένη δοµή. Εντός της δοµηµένης ολότητας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής η οικονοµία είναι το κυρίαρχο και καθοριστικό στοιχείο. Σε µια (επαναστατική) συγκυρία όµως, η ιεραρχία αυτή αποσυναρθρώνεται και τα στοιχεία της δοµής µετατίθενται. Ένα εκ των άλλων στοιχείων γίνεται κυρίαρχο και επηρεάζει τη µορφή που παίρνει η «συνάντηση των αντιφάσεων» που ορίζει τη συγκυρία. Ωστόσο, ο RS λέει και ότι «“η µοναχική ώρα του απώτατου καθορισµού – της οικονοµίας – δεν θα σηµάνει ποτέ” (Αλτουσέρ)». Αυτό σηµαίνει ότι ποτέ, ούτε σε µια ύστατη επαναστατική στιγµή, δεν εµφανίζεται η «οικονοµία» ως ο απόλυτος καθορισµός της συγκυρίας και της ιστορίας ή ως η «ουσία» της αντίφασης του κεφαλαίου που διαλύει τους φετιχισµούς και λάµπει ως η αδιαµφισβήτητη αλήθεια. Όµως εδώ τα πράγµατα αρχίζουν να περιπλέκονται εννοιολογικά: γεννιέται το ζήτηµα της σχέσης ανάµεσα στην έννοια της «οικονοµίας» και της σχέσης εκµετάλλευσης, της «ουσίας» που έχουµε ορίσει ως τη σχέση µεταξύ των µορφών. Επιπλέον γεννιέται και το ερώτηµα του πώς ορίζεται και εννοιολογείται το κάθε στοιχείο, ποια είναι η σχέση µεταξύ τους και πώς τα στοιχεία αυτά µπορεί να «ορίζουν» τη «συνάντηση των αντιφάσεων». Τι είναι τελικά ένα «στοιχείο»;

Ας σκεφτούµε πιο συγκεκριµένα για την «οικονοµία». Για τον Μαρξ της Εισαγωγής του 1859, η οικονοµία ή «οικονοµική δοµή» ορίζεται ως η ολότητα των σχέσεων παραγωγής. Αυτή είναι το θεµέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται το πολιτικό και νοµικό «εποικοδόµηµα». Στο σχήµα που προτείνει ο RS, αυτός ο διαχωρισµός σχετικοποιείται και γίνεται δυνατό σε διάφορες συγκυρίες να είναι κυρίαρχη η πολιτική ή κάποιο άλλο «στοιχείο» αντί για την οικονοµία. Εδώ όµως χρειάζεται προσοχή, γιατί οι διαχωρισµοί µπορεί και να αποκρύπτουν συνδέσεις που είναι απαραίτητες για την κατανόηση µιας συγκυρίας. Ο διαχωρισµός οικονοµίας και πολιτικής είναι ουσιαστικά ο διαχωρισµός ανάµεσα, από τη µια πλευρά, στην κίνηση του χρήµατος, των συναλλαγών και της αξίας, και, από την άλλη, τη µορφή, τον λόγο και την ισχύ των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες διαχωρίζονται στο επίπεδο του νόµου και των πολιτικών θεσµών, και εµφανίζονται ηθικοποιηµένες και αποχωρισµένες από το υλικό τους κοµµάτι. Οι κοινωνικές σχέσεις όµως είναι όλα αυτά µαζί. Η οικονοµική και η πολιτική πλευρά των σχέσεων δεν µπορούν να υπάρξουν διαχωρισµένες στην πραγµατικότητα και σπάνια βιώνονται ως διαχωρισµένες. Η οικονοµία και η πολιτική είναι κι αυτές αφαιρέσεις, τελικά, οι οποίες απαραίτητα για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγονται ως διαχωρισµένες µέσω της παραγωγής της γνώσης, του λόγου και των πρακτικών του κράτους. Για τι πράγµα µιλάµε λοιπόν όταν αναφερόµαστε στα «στοιχεία» αυτά; Πρόκειται για «µορφές» ή για «περιεχόµενα», αν θεωρήσουµε ότι η «µορφή», δηλαδή ο φετιχισµός, είναι πιο κοντά στον τρόπο που βιώνεται η καπιταλιστική κοινωνία; Ίσως πρέπει εδώ να µας προβληµατίσει αυτό που ήδη αναγνωρίζουµε: το ότι όπως η θεµελιώδης αντίφαση της εκµετάλλευσης δεν εµφανίζεται και δεν θα εµφανιστεί ποτέ ως τέτοια, έτσι τα διαφορετικά «στοιχεία» της καπιταλιστικής ολότητας δεν εµφανίζονται ποτέ διαχωρισµένα ως τέτοια στα επίδικα των αγώνων. Έτσι το να πούµε ότι σε µια συγκυρία είναι κυρίαρχη η πολιτική και όχι η οικονοµία ή το αντίστροφο δεν φαίνεται ακριβές, ούτε εξηγεί τη δυναµική ενός αγώνα. Διατρέχει επίσης τον κίνδυνο του να µην µπορεί πια να δει την εσωτερική σύνδεση µεταξύ αυτών των διαχωρισµένων εννοιών. Να συσκοτίζει το πώς, για παράδειγµα, ένα επίδικο που αυστηρά µπορεί να ορίζεται ως πολιτικό ή θρησκευτικό εµπεριέχει χειροπιαστές, υλικές συνέπειες για τον τρόπο ζωής των στρατοπέδων που συγκρούονται, δηλαδή για το πώς δοµούνται, αναπαράγονται, σταθεροποιούνται ή αποσταθεροποιούνται οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις.

Ποια είναι λοιπόν η απάντηση στο ερώτηµα του πώς καθορίζεται ο συγκεκριµένος χαρακτήρας της κάθε συγκυρίας, τα επίδικα και τα στρατόπεδα της κάθε σύγκρουσης, σήµερα που εργατικό κίνηµα δεν υπάρχει και οι συγκρούσεις δεν εµφανίζονται καθαρά ως σύγκρουση κεφαλαίου-εργατικής τάξης; Η γνώµη µου είναι ότι ένα σχήµα το οποίο θα µας βοηθά να αναλύσουµε τις σηµερινές κοινωνικές συγκρούσεις και συγκυρίες θα πρέπει να δίνει φως στον συγκεκριµένο τρόπο µε τον οποίο όλες οι κοινωνικές σχέσεις σήµερα υπάγονται υπό το κεφάλαιο, τη συγκεκριµένη θέση που έχουν στην καπιταλιστική κοινωνία, αλλά και τις τοπικές διαφοροποιήσεις αυτών των σχέσεων, τους λόγους που αυτές οι διαφοροποιήσεις υπάρχουν, τον τρόπο µε τον οποίο αλλάζουν οι φετιχισµοί τους. Οι συγκυρίες είναι ιστορική παραγωγή, αλλά δεν έρχονται από το πουθενά. Ο τρόπος που (προ)υπάρχουν αυτές οι κοινωνικές σχέσεις, ο τρόπος που υπάγονται υπό το κεφάλαιο, µας δίνει έναν µπούσουλα για να κατανοήσουµε τους αγώνες που παράγονται σήµερα και τη σχέση τους µε την αντίφαση του κεφαλαίου. Αυτός ο µπούσουλας µας βοηθάει και να καταλάβουµε τι παράγουν οι συγκυρίες σε σχέση µε το υπάρχον, αλλά και πώς µπορεί να σχετίζονται µεταξύ τους.

Η πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα των επίδικων στις σηµερινές συγκρούσεις δεν παράγουν κάτι ξεκάθαρο και σταθερό, τα στρατόπεδα είναι ρευστά, δεν δείχνουν προς το Α ή το Β αποτέλεσµα. Το αποτέλεσµα µπορούµε να το διακρίνουµε µέσα σε ό,τι µόνο εκ των υστέρων µπορούµε να ονοµάσουµε προϋποθέσεις, αιτίες ή δυναµικές. Αυτό σηµαίνει ότι δεν µπορούµε να διαβάσουµε µέσα σε µια συγκυρία την κυριαρχία µιας συγκεκριµένης σχέσης που δοµεί δύο αµιγή και ξεκάθαρα στρατόπεδα, αλλά τα στρατόπεδα είναι πολλαπλά. Για παράδειγµα, στην περίπτωση των διαδηλώσεων ενάντια στον βιασµό στην Ινδία τον Δεκέµβρη του 2012, το αίτηµα της αστυνόµευσης και της θανατικής ποινής για τους βιαστές ήταν κυρίαρχο, και πολλοί άντρες συµµετείχαν µε αίτηµα την προστασία των γυναικών «τους», ενώ ταυτόχρονα, παραδόξως, συγκρούονταν µε την αστυνοµία. Μεγάλο κοµµάτι του ίδιου του κινήµατος παρουσίαζε το ζήτηµα του βιασµού ως ευθύνη του άνδρα «ιδιοκτήτη» να προστατεύει τη γυναίκα ως «περιουσία» του (την οποία ο ίδιος µπορεί ανενόχλητα να βιάσει: το Ινδικό κράτος δεν ποινικοποιεί τον βιασµό εντός της οικογένειας) και να απαιτεί από το κράτος να διασφαλίσει αυτή την περιουσία θανατώνοντας όποιον παραβεί τα όριά της. Το θέµα παρουσιάστηκε επίσης ως ζήτηµα εγκληµατικότητας στον απόηχο του κινήµατος ενάντια στη «διαφθορά» που είχε προηγηθεί. Υπήρχε βέβαια και η εσωτερική κριτική αυτού του κινήµατος, που προερχόταν κυρίως από αριστερές φεµινίστριες οι οποίες υπενθύµιζαν τις ξεχασµένες περιπτώσεις βιασµών γυναικών χαµηλής κάστας και εντός της οικογένειας, ενώ µιλούσαν ενάντια στη θανατική ποινή. Σε αυτή την περίπτωση δεν µπορούµε λοιπόν να πούµε ότι µία συγκεκριµένη κοινωνική σχέση ή ένα συγκεκριµένο στοιχείο δοµεί και χρωµατίζει τα δύο στρατόπεδα που φαίνονται να υπάρχουν εκ πρώτης όψεως. Τα στρατόπεδα που εµφανίζονται είναι πολλαπλά και µε εσωτερικές αντιφάσεις, και µπορούµε να τα διακρίνουµε και να καταλάβουµε τη δυναµική τους µόνο αν αναλύσουµε την κάθε συγκυρία σύµφωνα µε τους δικούς της πολλαπλούς, συγκεκριµένους καθορισµούς (τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο που δοµούνται και υπάγονται υπό το κεφάλαιο σε τοπικό επίπεδο). Η κάθε συγκυρία βεβαίως δεν είναι µόνο ένα τοπικό συµβάν αλλά λαµβάνει χώρα µέσα στους ευρύτερους συσχετισµούς της τωρινής εποχής που η θεωρία µας θα πρέπει να εντοπίσει (µαζί µε αυτούς που έχει ήδη εντοπίσει, για παράδειγµα την εποχή των ταραχών και την απόκλιση).

Η πολλαπλότητα των συγκρούσεων και δρώντων αντιφάσεων εντός µια συγκυρίας –και ακόµα περισσότερο εντός µιας περιόδου– καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητες της παρούσας στιγµής ενός συγκεκριµένου χωροχρόνου και πρέπει να εξεταστεί ευρύτερα στο σύνολό της, αλλά και µέσα σε όλη την πολυπλοκότητά της. Για να επιστρέψουµε στο παράδειγµα της Ινδίας, ταυτόχρονα µε τις συγκρούσεις γύρω από το θέµα του βιασµού, υπήρχαν σε αυτή την περίοδο συγκρούσεις και αντίστοιχες κατασταλτικές επιχειρήσεις ενάντια σε εργάτες, κατώτερες κάστες και θρησκευτικές µειονότητες. Εδώ τίθεται και πάλι το ζήτηµα του τι ονοµάζουµε συγκυρία. Εννοούµε ένα συγκεκριµένο συµβάν ή διάφορα συµβάντα µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο; Πώς επιλέγουµε σε ποιο συµβάν δίνουµε σηµασία και σε ποιο όχι; Αν δίνουµε σηµασία σε όλα (ή τουλάχιστον σε πολλά γεγονότα σύγχρονα µεταξύ τους) πώς θεωρητικοποιούµε τη σχέση µεταξύ τους; Ο καθορισµός του χωροχρόνου προφανώς κάνει να υπάρχουν συγκεκριµένα επίδικα (και όχι άλλα), συγκεκριµένες συγκρούσεις (και όχι άλλες) και αν µιλάµε για µια επαναστατική συγκυρία, καθώς η καρέκλα της αµοιβαίας συνεπαγωγής ανάµεσα στις τάξεις τρίζει για τα καλά, η συγκρουσιακή αλληλεπίδραση αυτών των επίδικων, συγκρούσεων και δρώντων αντιφάσεων είναι που φτιάχνει ιστορία και παράγει τη δυναµική και τα όρια των αγώνων. Οι αντιφάσεις και συγκρούσεις αυτές έχουν τη δική τους δραστικότητα ως µορφές στη σχέση µεταξύ των οποίων υπάρχει η ταξική αντίφαση, αλλά και ως δυναµική κατάργησής της, όταν παράγουν αποκλίσεις που προεικονίζουν την αυτοαµφισβήτηση και κατάργηση του προλεταριάτου αλλά και των κοινωνικών διαχωρισµών εντός του. Η Αίγυπτος είναι µια πολύ σηµαντική προεικόνιση µιας τέτοιας κατάστασης, αλλά πάλι µόνο προεικόνιση.

Anna O’Lory

1    Οι λόγοι για τους οποίους το φύλο τοποθετείται από την Théorie Communiste στο επίπεδο της θεµελιώδους αντίφασης συζητιούνται στο κείµενό τους «Response to the Americans on Gender» (http://libcom.org/library/response-americans-gender-theorie-communiste), αλλά δεν γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στις άλλες κοινωνικές σχέσεις και τους λόγους για τους οποίους αυτές τοποθετούνται στο επίπεδο των µορφών.

2    Οι φυσικοποιήσεις λαµβάνουν διαφορετική µορφή σε διαφορετικούς τόπους και περιόδους, σε µεγάλο βαθµό ως αποτελεσµα της πάλης των γυναικών, των µαύρων, των οµοφυλόφιλων κλπ., αλλά και ανάλογα µε τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε κάθε τόπο και περίοδο.

3    Πόσο µάλλον όταν τα υποκείµενα αυτά φυσικοποιούνται: δεν πηγάζει η ανδρική κυριαρχία από τον φαλλό, όπως δεν πηγάζει ο ρατσισµός ενάντια στους µαύρους από το λευκό δέρµα.

4    Για παράδειγµα ας σκεφτούµε τις διάφορες εκδοχές και αιρέσεις του µουσουλµανισµού και τον τρόπο που έχουν παρουσιαστεί σε διάφορες χώρες και ιστορικές συγκυρίες.


Leave a Reply